Αυτό δεν είναι ένα επιστημονικό άρθρο. Είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε να υπάρξει σωστότερα ως μη-κείμενο, ως κουβέντες από αυτές που ανοίγουμε έξω από τα σινεμά, με ένα τσιγάρο στο χέρι, με αυτήν την γνώριμη ζεστασιά της διαφωνίας μας αγαπημένα πρόσωπα πάνω σε θέματα που, επιτέλους, δεν αφορούν το φαγητό, τα λεφτά, την ζήλεια, το πλάνο του Σαββατοκύριακου, αλλά την τέχνη, την δημιουργία, τις ιδέες, τα νοήματα που περιγράφουν και ράβουν με χρυσές ή μαύρες κλωστές την ξηλωμένη από φαντασία και καύλα ρουτίνα μας. Έξω από το Αελλώ, Τετάρτη βράδυ, πρώτη εβδομάδα της χρονιάς, είδαμε εκατοντάδες άνθρωποι μια από τις σημαντικότερες ταινίες για φέτος, μια από τις ταινίες που, καθώς φαίνεται, θα θεωρούνται κλασικές μες στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ποπ, το πόπιουλαρ, το δημοφιλές. Όλοι αυτοί οι τύποι να συζητούν ζωηρά τις εντυπώσεις τους ή, ακόμα καλύτερα, να είναι ακόμα μαγεμένοι από το μαγικό φίλτρο αυτού που μόλις παρακολούθησαν.
Ο Λάνθιμος είναι ένας λαϊκός κινηματογραφιστής, ναι, εμπορικός, ναι, μιλάει στις ψυχούλες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων. Κάνει όμως λαϊκή τέχνη; Κάνει υψηλή τέχνη; Μας νοιάζει τι κάνει; Αν φαντασιωθούμε ότι βρισκόμαστε στο αγαπημένο μας μπαρ μετά την ταινία, με το αγαπημένο μας ποτό και την καλύτερη παρέα που θα μπορούσαμε να φανταστούμε γύρω μας, ναι, μπορεί και να μας νοιάζει. Αλίμονο αν κόψουμε από την ζωή μας την αμπελοφιλοσοφία, την επιθυμία μας να διυλίζουμε τους κάθε λογής κώνωπες.
Σκέφτομαι στο νοητό μπαρ που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή και σας μιλώ (sic) με το ουίσκι μου ανά χείρας, σκέφτομαι τον Θεόφιλο (τον ζωγράφο, καλέ), τον Μάνο Χατζιδάκι, σκέφτομαι τον Μίκη, την Φλέρυ, την Έλλη Λαμπέτη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τη Μελίνα, τον Καρκαβίτσα και σκέφτομαι τη Nina Simone και την Chavela Vargas και τον Elvis Prisley. Α, και τον Όμηρο σκέφτομαι, με αφορμή κάτι που είπε ο Σαββόπουλος πρόσφατα και φυσικά πετροβολήθηκε ξανά: «Το ραπ βγαίνει από το rhapsody, τη λέξη ραψωδία, δηλαδή από τον Όμηρο. Τα πρώτα μεγάλα ραπ διεθνή σουξέ είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Εγώ παρακολουθώ με ενδιαφέρον τους ράπερ και τους τράπερ». Λαϊκό, για μένα, είναι το σουξεδιάρικο, ναι, φυσικά. Σουξεδιάρικο δεν σημαίνει αποστερημένο νοήματος, ίσως το αντίθετο. Φέρει τόσο πολύ νόημα, τόσο κοινό βίωμα, αίσθηση, αισθητική, η μετάγγισή του γίνεται με τρόπο φυσικό, όπως ο τρόπος μας να κολυμπάμε στην θάλασσα και να την απολαμβάνουμε όλοι (κι ας την πληρώνει ένας πάντα, κατά Ντίνο Χριστιανόπουλο), όπως ο τρόπος μας να περπατάμε μες στην δροσιά ενός δάσους ή να απολαμβάνουμε τις ζεστές αχτίδες του ηλίου στο πρόσωπό μας.
Το πιο κοινό στοιχείο της λαϊκής τέχνης όλων των λαών είναι η έκφραση της συλλογικής ζωής και των συλλογικών βιωμάτων, γι’ αυτό τα δημοτικά τραγούδια δεν έχουν στιχουργό και συνθέτη. Σίγουρα, ένας, μία τα’ γραψε. Αλλά τα έγραψε εκφράζοντας όλους. Το Poor Things μπορεί να εκφράσει όλους-ή σχεδόν. Ο λαϊκός καλλιτέχνης έχει απόλυτη συνείδηση πως θα κριθεί από την κοινότητα και ουσιαστικά, πριν δημιουργήσει, αισθάνεται την ανάγκη να αφουγκραστεί την ψυχή, τα οράματα, τις πεποιθήσεις αλλά και τους φόβους εκείνων που τελικώς θα τον κρίνουν εν συνόλω, γράφει ο Ηλίας Λιαμής, σύμβουλος πολιτισμού. Έτσι αισθάνθηκα για τον Λάνθιμο και το Poor Things κι ας με τρύπησε σαν λόχμη δόρατος η απουσία Έρωτα από μια ταινία που μιλά για την κατάκτηση ενός εαυτού εξ αρχής και εκ μηδενός, με ηδονισμό, με περιπέτεια, με απαξίωση, με πόνο απέναντι στη δυστυχία, με διάθεση δημιουργίας και ανακάλυψης. Αν έβαζε ο Λάνθιμος την ηρωίδα του να ερωτευτεί (πιθανώς να ζηλέψει κιόλας, ή έστω, να αφεθεί στον έρωτα ψυχικά και σωματικά κι εμείς να γίνουμε μάρτυρες) τότε, για μένα, το Poor Things θα επρόκειτο περί ατόφιου αριστουργήματος. Και δεν πρόκειται, εδώ, περί καμίας ανάγκης να αναγάγουμε οτιδήποτε μας αρέσει εμάς αριστούργημα. Είναι μια ματιά πέραν προσωπικού γούστου, σχεδόν, μια φωνή από τα μέσα που σε οδηγεί στη γνώση ότι έχεις να κάνεις με κάτι μεγαλειώδες: με τον ωκεανό, με τα Ιμαλάια, με την έρημο Σαχάρα, με τον καλπασμό ενός αλόγου, με μια ταινία, με ένα ποίημα, με έναν πίνακα ζωγραφικής.
Στην Καπέλα Σιξτίνα όλα τα κεφάλια γέρνουν προς τα πίσω. Στη Μόνα Λίζα όλοι νιώθουν ελαφριά ναυτία για μερικά δευτερόλεπτα. Στο ρίγος της φωνής της Κάλλας, όλοι καρδιοχτυπούν σε άλλο ρυθμό, για λίγο, έστω για λίγο. Σαν το αίμα, τα όργανά μας να γνωρίζουν το κρυφό σχολειό της ομορφιάς.
Βέβαια, η απόρριψη των πολιτιστικών προϊόντων της μαζικής (ή ας πούμε ποπ, ή ας πούμε εμπορικής) κουλτούρας υπήρξε επί σειρά δεκαετιών η κυρίαρχη στάση της λεγόμενης διανόησης και ειδικότερα της αριστερής.Το δίπολο ανάμεσα στην υψηλή τέχνη και την ποπ κουλτούρα αρχίζει να καταργείται ευτυχώς, χάρη και στο έργο [ανεπιστημιακών και διανοητών όπως ο Ουμπέρτο Εκο και ο Ερνστ Γκόμπριτς που θεωρούσαν αρκετά έργα της λαϊκής, μαζικής κουλτούρας πολύτιμα εργαλεία κοινωνικοπολιτικών ερμηνειών. Η αναγωγή της «από τα κάτω» τέχνης σε αξία εφάμιλλη με την «από τα πάνω» έχει να κάνει πολύ με τις ιστορικές αλλαγές που ήλθαν στον δυτικό (και όχι μόνο) κόσμο εξαιτίας της σύγκρουσης του λαού, της μικρής και μεσαίας τάξης, με την αριστοκρατία, την Αυλή, τους βασιλιάδες και τους τσάρους. Η υψηλή τέχνη κάποτε δεν σόκαρε, παρά προέβαλλε τρέχοντα πρότυπα ομορφιάς, αισθητικής αρτιότητας, κάλλους, αρμονίας. Οι μοντέρνοι καιροί ενέταξαν την αλήθεια (που είναι και ασχήμια, ενίοτε) στην τέχνη και μας άλλαξαν τα φώτα, τα μάτια και την ματιά. Δυστοπικά έργα, κείμενα αποκαλυπτικά της κακίας του ανθρώπου χωρίς επίκριση, απλώς ανάδειξη, με τον τρόπο του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι και του Παπαδιαμάντη, θέατρο, χορός και εικαστικά με σώματα αληθινά, χειροπιαστά, διπλανά μας.
Το αισθητικά κατώτερο και ηθικά ανυπόληπτο στην τέχνη εκφράστηκε από τους αστούς διανοούμενους τον 19ο αι. με τον υποτιμητικό όρο μαζική κουλτούρα. Περιελάμβανε το σύνολο των πολιτισμικών μορφών που παράγονταν και απευθύνονταν για κατανάλωση στα λαϊκά στρώματα, τα οποία βρίσκονταν σε κοινωνικό ανταγωνισμό με την κυρίαρχη πλέον πολιτικά και οικονομικά αστική τάξη, λόγω των διεκδικήσεών τους για συμμετοχή στην πολιτική και στην εκπαίδευση (ι. Βούρτσης). Κάθε χώρα της Δύσης κατάρτισε τον δικό της κανόνα υψηλής εθνικής τέχνης, που περιελάμβανε τα έργα όλων των σπουδαίων καλλιτεχνών του παρελθόντος προσδίδοντας και διαχρονική αξία στην αισθητικά και ηθικά ανώτερη υψηλή τέχνη. Αντίθετα, η μαζική κουλτούρα κατακρινόταν από τους διανοούμενους της εποχής, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, ως εφήμερη, ακαλαίσθητη, ανήθικη και εμπορευματοποιημένη. Είναι προφανές ότι και κατά τον 19ο αι. καλλιτεχνικές εκφράσεις σαν κι αυτές που περιγράφονται στα περιστατικά του αποσπάσματος που περιλαμβάνει το θέμα αυτής της εργασίας δεν θα ήταν ανεκτές και θα τύχαιναν σκληρής κριτικής. Η κατάργηση των πάσης φύσεως πολιτισμικών ιεραρχιών, η υπέρβαση της υψηλής τέχνης και η ανάμιξή της με τη μαζική αποτελούν τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης τέχνης, της μεταμοντέρνας όπως ονομάζεται, που έχει τις ρίζες της στον υπερρεαλισμό.
Εντάξει, ώρα για δεύτερο ποτό, τι λέτε;
Ο μαρξιστής φιλόσοφος και εγκληματολόγος Stuart Hall υποστηρίζει το εξής για τη μαζική κουλτούρα: «Ναι, η σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα είναι εμπορική, και παράγεται με σκοπό το κέρδος. Αλλά, αντανακλά επίσης λαϊκά όνειρα και φιλοδοξίες, αγώνες και δυσαρέσκεια και πρέπει, πράγματι, να το κάνει αν θέλει να ανοίξει τα πορτοφόλια του κοινού. Επιπρόσθετα, οι κουλτούρες είναι πάντα σε διαδικασία μετάβασης. Η ανατρεπτική υποκουλτούρα του χθες είναι η σημερινή εμπορική σαβούρα και η σημερινή σαβούρα μπορεί να γίνει η βάση για την αυριανή κουλτούρα της αντίστασηςΜέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, υποστηρίζει ο Hall, είναι το πώς αξιοποιεί κανείς την κουλτούρα, δηλαδή, οι πολιτικές χρήσεις στις οποίες η κουλτούρα, κάθε κουλτούρα, εγγράφεται. Και η λαϊκή κουλτούρα έχει σημασία. Διαφορετικά, για να σας πω την αλήθεια, δεν δίνω δεκάρα γι’ αυτή.»
Η λαϊκή τέχνη δεν είναι πάντα υψηλή. Τα τραγούδια που γράφονται και παίζονται σαν τρελά σήμερα από τα ραδιόφωνα, στα νυχτερινά μαγαζιά και στα τηλεοπτικά shows αποτελούν δείκτες της ψυχοσύνθεσης ενός ολόκληρου λαού και μπορούν να αποτελέσουν ακόμα και ερευνητικά εργαλεία, κατά την άποψή μου. Αυτό δεν τα καθιστά υψηλή τέχνη -η υψηλή τέχνη δημιουργεί μια πρόσκαιρη απόσχιση του ατόμου από τα στενά σύνορα του εαυτού του, είναι άχρονη, διαχρονική, έχει διαστάσεις και προδιαγραφές α-θα-να-σί-ας. Όμως, η υψηλή τέχνη είναι πάντοτε λαϊκή. Τίποτε υψηλό, αν δεν μπορεί εκεί να ανέλθει «ο πάσα εις». Όχι κατ΄ανάγκην αποκρυπτογραφώντας ολόκληρη την καλλιτεχνική γλώσσα ενός δημιουργού ή μπορώντας να κάνει συσχετισμούς και να παραθέσει πολιτιστικού τύπου ανάλυση/κριτική. Αλλά νιώθοντας ένα μικρό βούλιαγμα ή, ίσως, ένα γέμισμα σε ένα κενό του εσωτερικό, γνωρίζοντας ότι δεν είναι ο μόνος, η μόνη που το νιώθει. Συλλογική και ατομική κατάνυξη, at the same time. Όπως παθαίνουμε όταν ακούμε και χορεύουμε ένα μελοποιημένο ποίημα του Λειβαδίτη από τον Θεοδωράκη και γίνεται τόσο δικό μας, σα να το γράψαμε εμείς σχεδόν ή ο παππούς μας, που ξεχνάμε την αφετηρία του ως ποιητικής δημιουργίας, ξεχνάμε τις αποχρώσεις της ερμηνείας του από δεκάδες, χιλιάδες στόματα και μπαίνουμε εμείς μες στο τραγούδι, γινόμαστε εμείς το τραγούδι. Από την ταβέρνα της γειτονιάς μας, στα πέρατα του κόσμου, σε συναισθήματα-κοινούς τόπους όλων των ανθρώπων όλων των εποχών.
Το άχθος του Οδυσσέα για να γυρίσει πίσω στη ρίζα του, στη Μήτρα, στην απαρχή, δια στόματος Ομήρου, είναι ένα τέλειο παράδειγμα. Και το Poor Things είναι μια σπουδαία ταινία γιατί επιχειρεί πολύ έντιμα να υπάρξει αιώνια, να αφορά κάθε άνθρωπο, ακόμα κι εκείνον που, όπως η πρωταγωνίστρια της ταινίας, μπορεί να δει αυτήν την ταινία γνωρίζοντας ότι διαθέτει εγκέφαλο κάποιου άλλου πλάσματος. Λες και μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο Όμηρος ότι θα τον μελετούν αμερικανόπουλα μέσα από τα Ipads τους, ας πούμε. Τέχνη που μπαίνει στο αίμα, που περνά στις γενιές, που ξεπερνά κάθε ανάλυση που της έχει επισυμβεί, τέχνη που αφορά, ενοχλεί, ποθείται, ζηλεύεται, τέχνη που ανήκει σε κάθε βολβό, κάθε αφή δαχτύλων, κάθε στέγνωμα σάλιου, όλων των ανθρώπων. Η Ασκητική του Καζαντζάκη, οι πενιές του Βαμβακάρη, η ροκιά του Χέντριξ, η αγωνία της Άγκαθα Κρίστι, τα αραβικά παραμύθια, τα παραμύθια του Άντερσεν, η ποίηση του Καβάφη και του Πόε, η μυθολογία της Μέριλιν Μονρόε και, ναι, το υψηλό-λαϊκό σινεμά του Λάνθιμου. Για τέτοια πράγματα μιλώ. Και φτάνει τώρα το ποτό. Ξημερώνει.
Αυτό δεν είναι ένα επιστημονικό άρθρο. Είναι ένα κείμενο που θα μπορούσε να υπάρξει σωστότερα ως μη-κείμενο, ως κουβέντες από αυτές που ανοίγουμε έξω από τα σινεμά, με ένα τσιγάρο στο χέρι, με αυτήν την γνώριμη ζεστασιά της διαφωνίας μας αγαπημένα πρόσωπα πάνω σε θέματα που, επιτέλους, δεν αφορούν το φαγητό, τα λεφτά, την ζήλεια, το πλάνο του Σαββατοκύριακου, αλλά την τέχνη, την δημιουργία, τις ιδέες, τα νοήματα που περιγράφουν και ράβουν με χρυσές ή μαύρες κλωστές την ξηλωμένη από φαντασία και καύλα ρουτίνα μας. Έξω από το Αελλώ, Τετάρτη βράδυ, πρώτη εβδομάδα της χρονιάς, είδαμε εκατοντάδες άνθρωποι μια από τις σημαντικότερες ταινίες για φέτος, μια από τις ταινίες που, καθώς φαίνεται, θα θεωρούνται κλασικές μες στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ποπ, το πόπιουλαρ, το δημοφιλές. Όλοι αυτοί οι τύποι να συζητούν ζωηρά τις εντυπώσεις τους ή, ακόμα καλύτερα, να είναι ακόμα μαγεμένοι από το μαγικό φίλτρο αυτού που μόλις παρακολούθησαν.
Ο Λάνθιμος είναι ένας λαϊκός κινηματογραφιστής, ναι, εμπορικός, ναι, μιλάει στις ψυχούλες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων. Κάνει όμως λαϊκή τέχνη; Κάνει υψηλή τέχνη; Μας νοιάζει τι κάνει; Αν φαντασιωθούμε ότι βρισκόμαστε στο αγαπημένο μας μπαρ μετά την ταινία, με το αγαπημένο μας ποτό και την καλύτερη παρέα που θα μπορούσαμε να φανταστούμε γύρω μας, ναι, μπορεί και να μας νοιάζει. Αλίμονο αν κόψουμε από την ζωή μας την αμπελοφιλοσοφία, την επιθυμία μας να διυλίζουμε τους κάθε λογής κώνωπες.
Σκέφτομαι στο νοητό μπαρ που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή και σας μιλώ (sic) με το ουίσκι μου ανά χείρας, σκέφτομαι τον Θεόφιλο (τον ζωγράφο, καλέ), τον Μάνο Χατζιδάκι, σκέφτομαι τον Μίκη, την Φλέρυ, την Έλλη Λαμπέτη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τη Μελίνα, τον Καρκαβίτσα και σκέφτομαι τη Nina Simone και την Chavela Vargas και τον Elvis Prisley. Α, και τον Όμηρο σκέφτομαι, με αφορμή κάτι που είπε ο Σαββόπουλος πρόσφατα και φυσικά πετροβολήθηκε ξανά: «Το ραπ βγαίνει από το rhapsody, τη λέξη ραψωδία, δηλαδή από τον Όμηρο. Τα πρώτα μεγάλα ραπ διεθνή σουξέ είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Εγώ παρακολουθώ με ενδιαφέρον τους ράπερ και τους τράπερ». Λαϊκό, για μένα, είναι το σουξεδιάρικο, ναι, φυσικά. Σουξεδιάρικο δεν σημαίνει αποστερημένο νοήματος, ίσως το αντίθετο. Φέρει τόσο πολύ νόημα, τόσο κοινό βίωμα, αίσθηση, αισθητική, η μετάγγισή του γίνεται με τρόπο φυσικό, όπως ο τρόπος μας να κολυμπάμε στην θάλασσα και να την απολαμβάνουμε όλοι (κι ας την πληρώνει ένας πάντα, κατά Ντίνο Χριστιανόπουλο), όπως ο τρόπος μας να περπατάμε μες στην δροσιά ενός δάσους ή να απολαμβάνουμε τις ζεστές αχτίδες του ηλίου στο πρόσωπό μας.
Το πιο κοινό στοιχείο της λαϊκής τέχνης όλων των λαών είναι η έκφραση της συλλογικής ζωής και των συλλογικών βιωμάτων, γι’ αυτό τα δημοτικά τραγούδια δεν έχουν στιχουργό και συνθέτη. Σίγουρα, ένας, μία τα’ γραψε. Αλλά τα έγραψε εκφράζοντας όλους. Το Poor Things μπορεί να εκφράσει όλους-ή σχεδόν. Ο λαϊκός καλλιτέχνης έχει απόλυτη συνείδηση πως θα κριθεί από την κοινότητα και ουσιαστικά, πριν δημιουργήσει, αισθάνεται την ανάγκη να αφουγκραστεί την ψυχή, τα οράματα, τις πεποιθήσεις αλλά και τους φόβους εκείνων που τελικώς θα τον κρίνουν εν συνόλω, γράφει ο Ηλίας Λιαμής, σύμβουλος πολιτισμού. Έτσι αισθάνθηκα για τον Λάνθιμο και το Poor Things κι ας με τρύπησε σαν λόχμη δόρατος η απουσία Έρωτα από μια ταινία που μιλά για την κατάκτηση ενός εαυτού εξ αρχής και εκ μηδενός, με ηδονισμό, με περιπέτεια, με απαξίωση, με πόνο απέναντι στη δυστυχία, με διάθεση δημιουργίας και ανακάλυψης. Αν έβαζε ο Λάνθιμος την ηρωίδα του να ερωτευτεί (πιθανώς να ζηλέψει κιόλας, ή έστω, να αφεθεί στον έρωτα ψυχικά και σωματικά κι εμείς να γίνουμε μάρτυρες) τότε, για μένα, το Poor Things θα επρόκειτο περί ατόφιου αριστουργήματος. Και δεν πρόκειται, εδώ, περί καμίας ανάγκης να αναγάγουμε οτιδήποτε μας αρέσει εμάς αριστούργημα. Είναι μια ματιά πέραν προσωπικού γούστου, σχεδόν, μια φωνή από τα μέσα που σε οδηγεί στη γνώση ότι έχεις να κάνεις με κάτι μεγαλειώδες: με τον ωκεανό, με τα Ιμαλάια, με την έρημο Σαχάρα, με τον καλπασμό ενός αλόγου, με μια ταινία, με ένα ποίημα, με έναν πίνακα ζωγραφικής.
Στην Καπέλα Σιξτίνα όλα τα κεφάλια γέρνουν προς τα πίσω. Στη Μόνα Λίζα όλοι νιώθουν ελαφριά ναυτία για μερικά δευτερόλεπτα. Στο ρίγος της φωνής της Κάλλας, όλοι καρδιοχτυπούν σε άλλο ρυθμό, για λίγο, έστω για λίγο. Σαν το αίμα, τα όργανά μας να γνωρίζουν το κρυφό σχολειό της ομορφιάς.
Βέβαια, η απόρριψη των πολιτιστικών προϊόντων της μαζικής (ή ας πούμε ποπ, ή ας πούμε εμπορικής) κουλτούρας υπήρξε επί σειρά δεκαετιών η κυρίαρχη στάση της λεγόμενης διανόησης και ειδικότερα της αριστερής.Το δίπολο ανάμεσα στην υψηλή τέχνη και την ποπ κουλτούρα αρχίζει να καταργείται ευτυχώς, χάρη και στο έργο [ανεπιστημιακών και διανοητών όπως ο Ουμπέρτο Εκο και ο Ερνστ Γκόμπριτς που θεωρούσαν αρκετά έργα της λαϊκής, μαζικής κουλτούρας πολύτιμα εργαλεία κοινωνικοπολιτικών ερμηνειών. Η αναγωγή της «από τα κάτω» τέχνης σε αξία εφάμιλλη με την «από τα πάνω» έχει να κάνει πολύ με τις ιστορικές αλλαγές που ήλθαν στον δυτικό (και όχι μόνο) κόσμο εξαιτίας της σύγκρουσης του λαού, της μικρής και μεσαίας τάξης, με την αριστοκρατία, την Αυλή, τους βασιλιάδες και τους τσάρους. Η υψηλή τέχνη κάποτε δεν σόκαρε, παρά προέβαλλε τρέχοντα πρότυπα ομορφιάς, αισθητικής αρτιότητας, κάλλους, αρμονίας. Οι μοντέρνοι καιροί ενέταξαν την αλήθεια (που είναι και ασχήμια, ενίοτε) στην τέχνη και μας άλλαξαν τα φώτα, τα μάτια και την ματιά. Δυστοπικά έργα, κείμενα αποκαλυπτικά της κακίας του ανθρώπου χωρίς επίκριση, απλώς ανάδειξη, με τον τρόπο του Τσέχωφ, του Ντοστογιέφσκι και του Παπαδιαμάντη, θέατρο, χορός και εικαστικά με σώματα αληθινά, χειροπιαστά, διπλανά μας.
Το αισθητικά κατώτερο και ηθικά ανυπόληπτο στην τέχνη εκφράστηκε από τους αστούς διανοούμενους τον 19ο αι. με τον υποτιμητικό όρο μαζική κουλτούρα. Περιελάμβανε το σύνολο των πολιτισμικών μορφών που παράγονταν και απευθύνονταν για κατανάλωση στα λαϊκά στρώματα, τα οποία βρίσκονταν σε κοινωνικό ανταγωνισμό με την κυρίαρχη πλέον πολιτικά και οικονομικά αστική τάξη, λόγω των διεκδικήσεών τους για συμμετοχή στην πολιτική και στην εκπαίδευση (ι. Βούρτσης). Κάθε χώρα της Δύσης κατάρτισε τον δικό της κανόνα υψηλής εθνικής τέχνης, που περιελάμβανε τα έργα όλων των σπουδαίων καλλιτεχνών του παρελθόντος προσδίδοντας και διαχρονική αξία στην αισθητικά και ηθικά ανώτερη υψηλή τέχνη. Αντίθετα, η μαζική κουλτούρα κατακρινόταν από τους διανοούμενους της εποχής, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, ως εφήμερη, ακαλαίσθητη, ανήθικη και εμπορευματοποιημένη. Είναι προφανές ότι και κατά τον 19ο αι. καλλιτεχνικές εκφράσεις σαν κι αυτές που περιγράφονται στα περιστατικά του αποσπάσματος που περιλαμβάνει το θέμα αυτής της εργασίας δεν θα ήταν ανεκτές και θα τύχαιναν σκληρής κριτικής. Η κατάργηση των πάσης φύσεως πολιτισμικών ιεραρχιών, η υπέρβαση της υψηλής τέχνης και η ανάμιξή της με τη μαζική αποτελούν τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης τέχνης, της μεταμοντέρνας όπως ονομάζεται, που έχει τις ρίζες της στον υπερρεαλισμό.
Εντάξει, ώρα για δεύτερο ποτό, τι λέτε;
Ο μαρξιστής φιλόσοφος και εγκληματολόγος Stuart Hall υποστηρίζει το εξής για τη μαζική κουλτούρα: «Ναι, η σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα είναι εμπορική, και παράγεται με σκοπό το κέρδος. Αλλά, αντανακλά επίσης λαϊκά όνειρα και φιλοδοξίες, αγώνες και δυσαρέσκεια και πρέπει, πράγματι, να το κάνει αν θέλει να ανοίξει τα πορτοφόλια του κοινού. Επιπρόσθετα, οι κουλτούρες είναι πάντα σε διαδικασία μετάβασης. Η ανατρεπτική υποκουλτούρα του χθες είναι η σημερινή εμπορική σαβούρα και η σημερινή σαβούρα μπορεί να γίνει η βάση για την αυριανή κουλτούρα της αντίστασηςΜέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, υποστηρίζει ο Hall, είναι το πώς αξιοποιεί κανείς την κουλτούρα, δηλαδή, οι πολιτικές χρήσεις στις οποίες η κουλτούρα, κάθε κουλτούρα, εγγράφεται. Και η λαϊκή κουλτούρα έχει σημασία. Διαφορετικά, για να σας πω την αλήθεια, δεν δίνω δεκάρα γι’ αυτή.»
Η λαϊκή τέχνη δεν είναι πάντα υψηλή. Τα τραγούδια που γράφονται και παίζονται σαν τρελά σήμερα από τα ραδιόφωνα, στα νυχτερινά μαγαζιά και στα τηλεοπτικά shows αποτελούν δείκτες της ψυχοσύνθεσης ενός ολόκληρου λαού και μπορούν να αποτελέσουν ακόμα και ερευνητικά εργαλεία, κατά την άποψή μου. Αυτό δεν τα καθιστά υψηλή τέχνη -η υψηλή τέχνη δημιουργεί μια πρόσκαιρη απόσχιση του ατόμου από τα στενά σύνορα του εαυτού του, είναι άχρονη, διαχρονική, έχει διαστάσεις και προδιαγραφές α-θα-να-σί-ας. Όμως, η υψηλή τέχνη είναι πάντοτε λαϊκή. Τίποτε υψηλό, αν δεν μπορεί εκεί να ανέλθει «ο πάσα εις». Όχι κατ΄ανάγκην αποκρυπτογραφώντας ολόκληρη την καλλιτεχνική γλώσσα ενός δημιουργού ή μπορώντας να κάνει συσχετισμούς και να παραθέσει πολιτιστικού τύπου ανάλυση/κριτική. Αλλά νιώθοντας ένα μικρό βούλιαγμα ή, ίσως, ένα γέμισμα σε ένα κενό του εσωτερικό, γνωρίζοντας ότι δεν είναι ο μόνος, η μόνη που το νιώθει. Συλλογική και ατομική κατάνυξη, at the same time. Όπως παθαίνουμε όταν ακούμε και χορεύουμε ένα μελοποιημένο ποίημα του Λειβαδίτη από τον Θεοδωράκη και γίνεται τόσο δικό μας, σα να το γράψαμε εμείς σχεδόν ή ο παππούς μας, που ξεχνάμε την αφετηρία του ως ποιητικής δημιουργίας, ξεχνάμε τις αποχρώσεις της ερμηνείας του από δεκάδες, χιλιάδες στόματα και μπαίνουμε εμείς μες στο τραγούδι, γινόμαστε εμείς το τραγούδι. Από την ταβέρνα της γειτονιάς μας, στα πέρατα του κόσμου, σε συναισθήματα-κοινούς τόπους όλων των ανθρώπων όλων των εποχών.
Το άχθος του Οδυσσέα για να γυρίσει πίσω στη ρίζα του, στη Μήτρα, στην απαρχή, δια στόματος Ομήρου, είναι ένα τέλειο παράδειγμα. Και το Poor Things είναι μια σπουδαία ταινία γιατί επιχειρεί πολύ έντιμα να υπάρξει αιώνια, να αφορά κάθε άνθρωπο, ακόμα κι εκείνον που, όπως η πρωταγωνίστρια της ταινίας, μπορεί να δει αυτήν την ταινία γνωρίζοντας ότι διαθέτει εγκέφαλο κάποιου άλλου πλάσματος. Λες και μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο Όμηρος ότι θα τον μελετούν αμερικανόπουλα μέσα από τα Ipads τους, ας πούμε. Τέχνη που μπαίνει στο αίμα, που περνά στις γενιές, που ξεπερνά κάθε ανάλυση που της έχει επισυμβεί, τέχνη που αφορά, ενοχλεί, ποθείται, ζηλεύεται, τέχνη που ανήκει σε κάθε βολβό, κάθε αφή δαχτύλων, κάθε στέγνωμα σάλιου, όλων των ανθρώπων. Η Ασκητική του Καζαντζάκη, οι πενιές του Βαμβακάρη, η ροκιά του Χέντριξ, η αγωνία της Άγκαθα Κρίστι, τα αραβικά παραμύθια, τα παραμύθια του Άντερσεν, η ποίηση του Καβάφη και του Πόε, η μυθολογία της Μέριλιν Μονρόε και, ναι, το υψηλό-λαϊκό σινεμά του Λάνθιμου. Για τέτοια πράγματα μιλώ. Και φτάνει τώρα το ποτό. Ξημερώνει.