Εμείς θα ζήσουμε, κι ας είμαστε φτωχοί. Ναι, την ευτυχία της απόλαυσης ενός ποτηριού κρασί και μιας μακαρονάδας που πέτυχε στην θαλπωρή του καναπέ που αγόρασες όσο όσο από το Market Place με τα κουρασμένα πόδια μαλακά κουρνιασμένα πίσω από τα μαξιλάρια και κάτι να παίζει σε μια οθόνη, δεν είμαι βέβαιη ότι μπορούν να τη διανοηθούν οι πλούσιες. Όμως, πολλές φτωχές θα προτιμούσαν πιο ξεκούραστα σώματα, λιγότερα άγχη και έννοιες, από την ιερή στιγμή που απολαμβάνουν την πανάκριβη ξεκούρασή τους. Είναι πανάκριβη γιατί, για να κατακτηθεί, χρειάζονται χιλιόμετρα διανυμένα από σόλες που πονούν.
Η ευτυχία είναι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και ζήτημα ταξικό. Και όσο πιο χαμηλά βρίσκεσαι στην οικονομική στιβάδα, τόσο πιο έντονα μυρίζει το χνώτο της λύπης, της κόπωσης, της απελπισίας. Η φτώχεια συνθλίβει και πολτοποιεί νιάτα, ομορφιά, όνειρα, έρωτες ακόμα. Κι αν όλα αυτά νικούν ενίοτε, είναι επειδή η ψυχή των ανθρώπων στέκει πολλές φορές παράξενα δυνατή κι ανεπηρέαστη από τις εξωτερικές συνθήκες. Βρίσκει καταφύγιο και επιβιώνει, ξεπετάγεται, αναπνέει. Μέχρι που μπορεί και να ηττηθεί πλήρως, να λαβωθεί από τόσα πολλά σκάγια και να πεθάνει αργά και βασανιστικά. Το αίμα της στάζει εν είδει μαρτυρίου σταγόνας και λερώνει ολόκληρη την ζωή.
Η βία δεν έρχεται πάντοτε με θόρυβο, με ιαχές και πλακωμούς και νύχια που γρατζουνούν και πιάτα που σπάνε σε τοίχους. Έρχεται συρτά, φιδίσια, σιωπηλά, σε τυλίγει γύρω από το λαιμό και, λίγο πριν σου κοπεί η ανάσα, πέφτεις πάνω σε ένα Instagram reel που σου εξηγεί ότι είναι στο χέρι σου η ευτυχία, η επιτυχία και η ευμάρεια -αν δεν τις έχεις, είναι που δεν τις πίστεψες πολύ.
Είναι βία να σαρδελιαζόμαστε στα λεωφορεία, να κολλάμε τα σώματά μας πάνω σε άγνωστα, εξίσου ταλαιπωρημένα, σώματα μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι. Είναι βία να μας απομυζά τόσο πολύ το οκτάωρο που εκτελούμε για να μην πεθάνουμε της πείνας ή για να μην μείνουμε άστεγοι. Το σχεδόν χιλιάρικό μας λίγο πάνω λίγο κάτω αρκεί απλώς για να μας συντηρεί ζωντανούς, να εργαζόμαστε, να κινούμε το σύστημα και, αν προλάβουμε, να ζήσουμε και λίγο από τις χαρές της φιλίας, του έρωτα, της δημιουργικότητας. Είναι βία να μην μπορούμε να έχουμε ελεύθερο χρόνο, να μην μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε διακοπές, εξοχή, μικρές, αναγκαίες πολυτέλειες. Είναι βία να βλέπουμε μεγάλες πολυεθνικές να κάνουν pink washing και να το παίζουν φιλάνθρωπες με ξένα κόλλυβα (μειονότητες, ανθρώπους άλλων χωρών), ενώ στους δικούς τους ανθρώπους, τους εργαζόμενούς τους, φέρονται άθλια, θεωρούν ότι ευεργετούν ανθρώπους που τους δίνουν εφτακόσια ευρώ. Είναι βία να αρχίσεις να συζητάς όλα αυτά με τους γονείς σου που γερνάνε και στέκονται ανήμποροι, πλέον, στον αναγκεμό σου, τον συνεχή, αδυσώπητο αναγκεμό σου, κι ας έχεις χιλιοσπουδάσει, χιλιοπροσπαθήσει, χιλιοδουλέψει. Είναι βία η θλίψη μες στα μάτια τους, να συμπυκνώνει την αμήχανη στάση μιας ολόκληρης γενιάς απέναντι στην επόμενη: «Μα, τόσο σκατά τα κάναμε, πια;».
Είναι βία να βλέπεις καλογυαλισμένους πολιτικούς να τάζουν και να στάζουν σάλια και υποσχέσεις. Δημάρχους πολλά υποσχόμενους που δείχνουν με την σειρά τους πόσο γραμμένη έχουν στ’ αλήθεια την Αθήνα και τους ανθρώπους που αληθώς ζουν, εργάζονται και κινούνται σε αυτήν -με το μηχανάκι τους, το μετρό και τα ποδαράκια τους και τις γεμάτες τσάντες και σακούλες τους.
Είναι βία ο ξέχειλος νεροχύτης ενός νοικοκυριού όπου όλοι δουλεύουν μανιωδώς για να βγει κι αυτός ο μήνας. Βία η σύγκριση των καλογυαλισμένων νοικοκυριών στις διαφημίσεις και στα προφίλ των influencers με τα φλάφι μαξιλάρια και τα πάλλευκα χαλιά και τα ευτυχισμένα παιδιά τους με το δικό σου πλαστικό, σκορδάτο νοικοκυριό και το δικό σου παιδί που σου θυμώνει με το παραμικρό, που θέλει κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα κι εσύ που τρέχεις με ένα κλάμερ στα μαλλιά και με μανικιούρ ξεφλουδισμένο να εξοικονομήσεις για να παρέχεις, να στερηθείς για να μη στερηθεί. Και πάλι μηδέν στο πηλίκο, λαχανιαστά να βγουν οι γιορτές, ξέπνοα να έρθει το Πάσχα και η κάλπικη, μισή ανάσα του καλοκαιριού.
Είναι βία να μη βγαίνουν τα μαθηματικά. Να είναι ανθρωπίνως αδύνατο να κάνεις και τρίτη ή τέταρτη δουλειά, αν θες, όχι να έχεις ζωή, απλώς να κοιμάσαι έστω πέντε ώρες τη μέρα. Είναι βία να μην μπορείς, να μην αντέχεις να κόψεις τις κακές συνήθειες, γιατί αν στερηθείς κι αυτές τις μικρούτσικες, βλαβερές ηδονές, τότε θα δυστυχήσεις ακόμα πιο βαθιά. Είναι βία ο ψυχολόγος 50 ευρώ, το σούπερ μάρκετ στο θεό, είναι βία τα σκοτεινιασμένα μάτια των παιδιών που βυθίζονται στα τάμπλετ σαν υποβρύχια, είναι βία να μη σου κάθεται γκόμενα επειδή δεν έχεις να κεράσεις, είναι βία να έχεις τα ωραιότερα πόδια της Αθήνας και να μην μπορείς να πληρώσεις λέιζερ να τα κάνεις βελουδένια, παρά τα ξυρίζεις ή τα αποτριχώνεις, κι όταν εκείνος τα πιάνει τη λάθος στιγμή, τα χέρια του (τα ωραιότερα χέρια της Αθήνας) λαβώνονται ελαφρά από τη σκληράδα. Είναι βία να πνίγεται η καύλα και η σηκωμάρτα μας μες στα ψυχοφάρμακα που μας κρατούν στη ζωή και στην υποτιθέμενη ισορροπία που χρειαζόμαστε για να υπάρξουμε κοινωνικά.
Είναι βία να κρυώνεις, να πεινάς, να πονάς, να αρρωσταίνεις, να ψαλιδίζεις τα φτερά σου, να μη φτάνεις εκεί που είναι για να φτάσεις ως άνθρωπος, ζώντας σε μια χώρα που, at least, είναι δημοκρατική (μέχρι να κάνεις κάποιο @ρχιδάτο ρεπορτάζ που θα βγάλει στη φόρα επικίνδυνα άπλυτα, οπότε τότε η δημοκρατία μετατρέπεται σε οργανωμένη μαφία εναντίον σου, βλέπε παράδειγμα Θοδωρή Χονδρόγιαννου) και, at least, είναι όμορφη (μόνο που τις ομορφιές της τις χαίρονται κυρίως οι τουρίστες, γιατί εμείς ας διαβάσουμε Ελύτη και Γκάτσο, μια χαρά σε ταξιδεύει και η ποίηση στις Μικρές Κυκλάδες, τι να την κάνεις την παραθαλάσσια ταβέρνα με τα καλαμαράκια εννιάμιση ευρώ;) και, at least, είναι η μάνα του πολιτισμού (μόνο που οι προτάσεις σου στο Φεστιβάλ και στα Ιδρύματα δεν περνάνε, γιατί δεν είσαι αρκετά γνωστός κάποιου ή συγκλονιστικά queer προνομιούχ@ και φυσικά δεν είσαι ο καλλιτέχνης που κατάφερε να ζει εξολοκλήρου από την τέχνη του στην οποία αφοσιώθηκε, μένοντας σε δικό του σπίτι και λαμβάνονται και ένα δυο ενοικιάκια τακτικά μες στα χρόνια, ο οποίος/η οποία έχει συνεχώς και γενναιόδωρα τηλεοπτικό χρόνο να στηλιτεύει την πατριαρχία, την ανισότητα και την ασχήμια αυτής της πλάσης).
Είναι βία να αναγκάζουν τα αφεντικά τις πωλήτριες και τους πωλητές να στέκονται όρθιες και όρθιοι στις βάρδιές τους στα μαγαζιά «γιατί έτσι», είναι βία να βγάζουν τη μάνα με τα δύο παιδιά από το σπίτι που νοικιάζει, εκτός κι αν αρχίσει να δίνει από 350 ευρώ, 500 -το σπίτι, εν τω μεταξύ, έχει κρεμάμενους σοβάδες, χαλασμένα υδραυλικά και παράθυρα που μπάζουν καύσωνα και παγωνιά. Είναι βία να μην μπορούν τα νιάτα να αυτονομηθούν, όπως κουτσά στραβά συνέβαινε μέχρι πριν κάποια χρόνια, γιατί τα σπίτια κοστίζουν ποσά παράλογα που δεν αντιστοιχούν σε καμία νορμάλ δουλειά που μπορεί ή θέλει να κάνει ένα εικοσιπεντάχρονο, το οποίο παράλληλα δικαιούται να σπουδάζει και δικαιούται να είναι ανέμελο, να ξενυχτά ερωτευμένο σε μια αγκαλιά ή να ξενυχτά πάνω από το τετράδιό του ή την κιθάρα του και δικαιούται να μην μπορεί να χορτάσει με ένα σουβλάκι, αλλά τα δύο κάνουν εφτά ευρώ και μετά δεν θα έχει καπνό και γάμησέ τα, καλύτερα νηστικός, παρά άκαπνος, ρε μαλάκες.
Είναι βία να κατεβαίνεις φρεσκολουσμένη και ανάλαφρη από το σπίτι του καλού σου που σε φίλαγε όλο το πρωί στο στόμα, στα μαλλιά και να βλέπεις την γερόντισσα να σκαλίζει τον κάδο με τα δυο της τα χεράκια και να ντρέπεσαι και να σου γαμιέται η διάθεση, είναι βία οι άνθρωποι καταγής, οι τοξικοεξαρτημένοι, ημιθανείς, φαντασματένιοι συμπολίτες μας, αδέρφια μας, τριγύρω στο κέντρο, στους σκοτεινούς δρόμους, στην πλατεία Βάθη και την ανθρωποφάγα Μάρνη, είναι βία να μην μπορείς να συνδράμεις εσύ, ο του χιλιοπεντακοσάρικου, γιατί τα’ χεις μετρημένα. Είναι βία να νιώθεις τύψεις που πήρες ταξί, αντί την δόση του παλικαριού με τα πράσινα μάτια και τα τρύπια παπούτσια που σε κοιτά και κουβαλάς το βλέμμα του μέρες και νύχτες στα όνειρά σου και τους εφιάλτες.
Είναι βία να θεωρείται η ποίηση και η μουσική και το θέατρο και το σινεμά πολυτέλεια. Είναι βία να θεωρείται ο έρωτας πολυτέλεια και χόμπυ για όσους έχουν ελεύθερο χρόνο. Είναι βία όλη αυτή η βρόμα και η αποφορά, οι ξέχειλοι κάδοι, η κρίση που δεν πέρασε ποτέ, αλλά ήρθε ο κόβιντ να την παρφουμαρίσει σαν άρωμα ψεκασμένο πάνω σε κουράδα, γιατί «η υγεία πάνω απ’ όλα». Είναι βία να γεννιέται αυτή την στιγμή ένα παιδί, οπουδήποτε πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Βία για το παιδί, για τον μελλοντικό ενήλικα που θα γίνει αυτό το παιδί, μέσα σε πολεμικά συντρίμμια δυο σύνορα παρακεί, μέσα σε γυάλες και γύρω κάμερες που παρακολουθούν μέχρι και την ροή του αίματός του, μέσα σε κόσμο φιμωμένο, λαβωμένο, ηττημένο για τα καλά.
Είναι βία αυτό το κείμενο να μην είναι απαισιόδοξο, αλλά απλώς ρεαλιστικό. Είναι βία να το γράφει άνθρωπος νέος, ορεξάτος που πιστεύει στη νίκη του καλού και στην ομορφιά, που πιστεύει το ταλέντο και τον μόχθο τον δικό του και των άλλων ανθρώπων, αλλά παίρνει συνήθως τ’ αρχίδια του. Άνθρωπος με μάτια να τρέχουν μες στο φρεσκοβαμμένο διαμέρισμά του, με θέα τέντα αστική, χεσμένη από τα περιστέρια που θα πνιγούν στα χημικά των επερχόμενων διαδηλώσεων. Εμείς θα ζήσουμε, κι ας είμαστε φτωχοί;
Εμείς θα ζήσουμε, κι ας είμαστε φτωχοί. Ναι, την ευτυχία της απόλαυσης ενός ποτηριού κρασί και μιας μακαρονάδας που πέτυχε στην θαλπωρή του καναπέ που αγόρασες όσο όσο από το Market Place με τα κουρασμένα πόδια μαλακά κουρνιασμένα πίσω από τα μαξιλάρια και κάτι να παίζει σε μια οθόνη, δεν είμαι βέβαιη ότι μπορούν να τη διανοηθούν οι πλούσιες. Όμως, πολλές φτωχές θα προτιμούσαν πιο ξεκούραστα σώματα, λιγότερα άγχη και έννοιες, από την ιερή στιγμή που απολαμβάνουν την πανάκριβη ξεκούρασή τους. Είναι πανάκριβη γιατί, για να κατακτηθεί, χρειάζονται χιλιόμετρα διανυμένα από σόλες που πονούν.
Η ευτυχία είναι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και ζήτημα ταξικό. Και όσο πιο χαμηλά βρίσκεσαι στην οικονομική στιβάδα, τόσο πιο έντονα μυρίζει το χνώτο της λύπης, της κόπωσης, της απελπισίας. Η φτώχεια συνθλίβει και πολτοποιεί νιάτα, ομορφιά, όνειρα, έρωτες ακόμα. Κι αν όλα αυτά νικούν ενίοτε, είναι επειδή η ψυχή των ανθρώπων στέκει πολλές φορές παράξενα δυνατή κι ανεπηρέαστη από τις εξωτερικές συνθήκες. Βρίσκει καταφύγιο και επιβιώνει, ξεπετάγεται, αναπνέει. Μέχρι που μπορεί και να ηττηθεί πλήρως, να λαβωθεί από τόσα πολλά σκάγια και να πεθάνει αργά και βασανιστικά. Το αίμα της στάζει εν είδει μαρτυρίου σταγόνας και λερώνει ολόκληρη την ζωή.
Η βία δεν έρχεται πάντοτε με θόρυβο, με ιαχές και πλακωμούς και νύχια που γρατζουνούν και πιάτα που σπάνε σε τοίχους. Έρχεται συρτά, φιδίσια, σιωπηλά, σε τυλίγει γύρω από το λαιμό και, λίγο πριν σου κοπεί η ανάσα, πέφτεις πάνω σε ένα Instagram reel που σου εξηγεί ότι είναι στο χέρι σου η ευτυχία, η επιτυχία και η ευμάρεια -αν δεν τις έχεις, είναι που δεν τις πίστεψες πολύ.
Είναι βία να σαρδελιαζόμαστε στα λεωφορεία, να κολλάμε τα σώματά μας πάνω σε άγνωστα, εξίσου ταλαιπωρημένα, σώματα μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι. Είναι βία να μας απομυζά τόσο πολύ το οκτάωρο που εκτελούμε για να μην πεθάνουμε της πείνας ή για να μην μείνουμε άστεγοι. Το σχεδόν χιλιάρικό μας λίγο πάνω λίγο κάτω αρκεί απλώς για να μας συντηρεί ζωντανούς, να εργαζόμαστε, να κινούμε το σύστημα και, αν προλάβουμε, να ζήσουμε και λίγο από τις χαρές της φιλίας, του έρωτα, της δημιουργικότητας. Είναι βία να μην μπορούμε να έχουμε ελεύθερο χρόνο, να μην μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε διακοπές, εξοχή, μικρές, αναγκαίες πολυτέλειες. Είναι βία να βλέπουμε μεγάλες πολυεθνικές να κάνουν pink washing και να το παίζουν φιλάνθρωπες με ξένα κόλλυβα (μειονότητες, ανθρώπους άλλων χωρών), ενώ στους δικούς τους ανθρώπους, τους εργαζόμενούς τους, φέρονται άθλια, θεωρούν ότι ευεργετούν ανθρώπους που τους δίνουν εφτακόσια ευρώ. Είναι βία να αρχίσεις να συζητάς όλα αυτά με τους γονείς σου που γερνάνε και στέκονται ανήμποροι, πλέον, στον αναγκεμό σου, τον συνεχή, αδυσώπητο αναγκεμό σου, κι ας έχεις χιλιοσπουδάσει, χιλιοπροσπαθήσει, χιλιοδουλέψει. Είναι βία η θλίψη μες στα μάτια τους, να συμπυκνώνει την αμήχανη στάση μιας ολόκληρης γενιάς απέναντι στην επόμενη: «Μα, τόσο σκατά τα κάναμε, πια;».
Είναι βία να βλέπεις καλογυαλισμένους πολιτικούς να τάζουν και να στάζουν σάλια και υποσχέσεις. Δημάρχους πολλά υποσχόμενους που δείχνουν με την σειρά τους πόσο γραμμένη έχουν στ’ αλήθεια την Αθήνα και τους ανθρώπους που αληθώς ζουν, εργάζονται και κινούνται σε αυτήν -με το μηχανάκι τους, το μετρό και τα ποδαράκια τους και τις γεμάτες τσάντες και σακούλες τους.
Είναι βία ο ξέχειλος νεροχύτης ενός νοικοκυριού όπου όλοι δουλεύουν μανιωδώς για να βγει κι αυτός ο μήνας. Βία η σύγκριση των καλογυαλισμένων νοικοκυριών στις διαφημίσεις και στα προφίλ των influencers με τα φλάφι μαξιλάρια και τα πάλλευκα χαλιά και τα ευτυχισμένα παιδιά τους με το δικό σου πλαστικό, σκορδάτο νοικοκυριό και το δικό σου παιδί που σου θυμώνει με το παραμικρό, που θέλει κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα κι εσύ που τρέχεις με ένα κλάμερ στα μαλλιά και με μανικιούρ ξεφλουδισμένο να εξοικονομήσεις για να παρέχεις, να στερηθείς για να μη στερηθεί. Και πάλι μηδέν στο πηλίκο, λαχανιαστά να βγουν οι γιορτές, ξέπνοα να έρθει το Πάσχα και η κάλπικη, μισή ανάσα του καλοκαιριού.
Είναι βία να μη βγαίνουν τα μαθηματικά. Να είναι ανθρωπίνως αδύνατο να κάνεις και τρίτη ή τέταρτη δουλειά, αν θες, όχι να έχεις ζωή, απλώς να κοιμάσαι έστω πέντε ώρες τη μέρα. Είναι βία να μην μπορείς, να μην αντέχεις να κόψεις τις κακές συνήθειες, γιατί αν στερηθείς κι αυτές τις μικρούτσικες, βλαβερές ηδονές, τότε θα δυστυχήσεις ακόμα πιο βαθιά. Είναι βία ο ψυχολόγος 50 ευρώ, το σούπερ μάρκετ στο θεό, είναι βία τα σκοτεινιασμένα μάτια των παιδιών που βυθίζονται στα τάμπλετ σαν υποβρύχια, είναι βία να μη σου κάθεται γκόμενα επειδή δεν έχεις να κεράσεις, είναι βία να έχεις τα ωραιότερα πόδια της Αθήνας και να μην μπορείς να πληρώσεις λέιζερ να τα κάνεις βελουδένια, παρά τα ξυρίζεις ή τα αποτριχώνεις, κι όταν εκείνος τα πιάνει τη λάθος στιγμή, τα χέρια του (τα ωραιότερα χέρια της Αθήνας) λαβώνονται ελαφρά από τη σκληράδα. Είναι βία να πνίγεται η καύλα και η σηκωμάρτα μας μες στα ψυχοφάρμακα που μας κρατούν στη ζωή και στην υποτιθέμενη ισορροπία που χρειαζόμαστε για να υπάρξουμε κοινωνικά.
Είναι βία να κρυώνεις, να πεινάς, να πονάς, να αρρωσταίνεις, να ψαλιδίζεις τα φτερά σου, να μη φτάνεις εκεί που είναι για να φτάσεις ως άνθρωπος, ζώντας σε μια χώρα που, at least, είναι δημοκρατική (μέχρι να κάνεις κάποιο @ρχιδάτο ρεπορτάζ που θα βγάλει στη φόρα επικίνδυνα άπλυτα, οπότε τότε η δημοκρατία μετατρέπεται σε οργανωμένη μαφία εναντίον σου, βλέπε παράδειγμα Θοδωρή Χονδρόγιαννου) και, at least, είναι όμορφη (μόνο που τις ομορφιές της τις χαίρονται κυρίως οι τουρίστες, γιατί εμείς ας διαβάσουμε Ελύτη και Γκάτσο, μια χαρά σε ταξιδεύει και η ποίηση στις Μικρές Κυκλάδες, τι να την κάνεις την παραθαλάσσια ταβέρνα με τα καλαμαράκια εννιάμιση ευρώ;) και, at least, είναι η μάνα του πολιτισμού (μόνο που οι προτάσεις σου στο Φεστιβάλ και στα Ιδρύματα δεν περνάνε, γιατί δεν είσαι αρκετά γνωστός κάποιου ή συγκλονιστικά queer προνομιούχ@ και φυσικά δεν είσαι ο καλλιτέχνης που κατάφερε να ζει εξολοκλήρου από την τέχνη του στην οποία αφοσιώθηκε, μένοντας σε δικό του σπίτι και λαμβάνονται και ένα δυο ενοικιάκια τακτικά μες στα χρόνια, ο οποίος/η οποία έχει συνεχώς και γενναιόδωρα τηλεοπτικό χρόνο να στηλιτεύει την πατριαρχία, την ανισότητα και την ασχήμια αυτής της πλάσης).
Είναι βία να αναγκάζουν τα αφεντικά τις πωλήτριες και τους πωλητές να στέκονται όρθιες και όρθιοι στις βάρδιές τους στα μαγαζιά «γιατί έτσι», είναι βία να βγάζουν τη μάνα με τα δύο παιδιά από το σπίτι που νοικιάζει, εκτός κι αν αρχίσει να δίνει από 350 ευρώ, 500 -το σπίτι, εν τω μεταξύ, έχει κρεμάμενους σοβάδες, χαλασμένα υδραυλικά και παράθυρα που μπάζουν καύσωνα και παγωνιά. Είναι βία να μην μπορούν τα νιάτα να αυτονομηθούν, όπως κουτσά στραβά συνέβαινε μέχρι πριν κάποια χρόνια, γιατί τα σπίτια κοστίζουν ποσά παράλογα που δεν αντιστοιχούν σε καμία νορμάλ δουλειά που μπορεί ή θέλει να κάνει ένα εικοσιπεντάχρονο, το οποίο παράλληλα δικαιούται να σπουδάζει και δικαιούται να είναι ανέμελο, να ξενυχτά ερωτευμένο σε μια αγκαλιά ή να ξενυχτά πάνω από το τετράδιό του ή την κιθάρα του και δικαιούται να μην μπορεί να χορτάσει με ένα σουβλάκι, αλλά τα δύο κάνουν εφτά ευρώ και μετά δεν θα έχει καπνό και γάμησέ τα, καλύτερα νηστικός, παρά άκαπνος, ρε μαλάκες.
Είναι βία να κατεβαίνεις φρεσκολουσμένη και ανάλαφρη από το σπίτι του καλού σου που σε φίλαγε όλο το πρωί στο στόμα, στα μαλλιά και να βλέπεις την γερόντισσα να σκαλίζει τον κάδο με τα δυο της τα χεράκια και να ντρέπεσαι και να σου γαμιέται η διάθεση, είναι βία οι άνθρωποι καταγής, οι τοξικοεξαρτημένοι, ημιθανείς, φαντασματένιοι συμπολίτες μας, αδέρφια μας, τριγύρω στο κέντρο, στους σκοτεινούς δρόμους, στην πλατεία Βάθη και την ανθρωποφάγα Μάρνη, είναι βία να μην μπορείς να συνδράμεις εσύ, ο του χιλιοπεντακοσάρικου, γιατί τα’ χεις μετρημένα. Είναι βία να νιώθεις τύψεις που πήρες ταξί, αντί την δόση του παλικαριού με τα πράσινα μάτια και τα τρύπια παπούτσια που σε κοιτά και κουβαλάς το βλέμμα του μέρες και νύχτες στα όνειρά σου και τους εφιάλτες.
Είναι βία να θεωρείται η ποίηση και η μουσική και το θέατρο και το σινεμά πολυτέλεια. Είναι βία να θεωρείται ο έρωτας πολυτέλεια και χόμπυ για όσους έχουν ελεύθερο χρόνο. Είναι βία όλη αυτή η βρόμα και η αποφορά, οι ξέχειλοι κάδοι, η κρίση που δεν πέρασε ποτέ, αλλά ήρθε ο κόβιντ να την παρφουμαρίσει σαν άρωμα ψεκασμένο πάνω σε κουράδα, γιατί «η υγεία πάνω απ’ όλα». Είναι βία να γεννιέται αυτή την στιγμή ένα παιδί, οπουδήποτε πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Βία για το παιδί, για τον μελλοντικό ενήλικα που θα γίνει αυτό το παιδί, μέσα σε πολεμικά συντρίμμια δυο σύνορα παρακεί, μέσα σε γυάλες και γύρω κάμερες που παρακολουθούν μέχρι και την ροή του αίματός του, μέσα σε κόσμο φιμωμένο, λαβωμένο, ηττημένο για τα καλά.
Είναι βία αυτό το κείμενο να μην είναι απαισιόδοξο, αλλά απλώς ρεαλιστικό. Είναι βία να το γράφει άνθρωπος νέος, ορεξάτος που πιστεύει στη νίκη του καλού και στην ομορφιά, που πιστεύει το ταλέντο και τον μόχθο τον δικό του και των άλλων ανθρώπων, αλλά παίρνει συνήθως τ’ αρχίδια του. Άνθρωπος με μάτια να τρέχουν μες στο φρεσκοβαμμένο διαμέρισμά του, με θέα τέντα αστική, χεσμένη από τα περιστέρια που θα πνιγούν στα χημικά των επερχόμενων διαδηλώσεων. Εμείς θα ζήσουμε, κι ας είμαστε φτωχοί;