Ο θάνατος, όπως και η γέννηση αν και αποτυπώνουν με βιολογικούς όρους την ανθρώπινη διαδρομή, αποκτούν νόημα μόνο μέσα στα πλαίσια του πολιτισμού και της ανθρώπινης σκέψης. Στο πλαίσιο της σύγχρονης οικογενειακής ζωής, το στερεότυπο της γυναίκας-μητέρας και το ανάθρεμμα των παιδιών, είναι σαν γόρδιος δεσμός για τις γυναίκες, που τους υπαγορεύει μια αγάπη άνευ όρων. Είναι άπειρες οι απεικονίσεις στην τέχνη, το σινεμά και τη λογοτεχνία που υμνούν τη «μάνα» που κάνει μεγάλες θυσίες για τα παιδιά της. Αποθεώνοντας την όταν κάνει την ύστατη.
Για να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση, σκοπός μου εδώ δεν είναι να καταγγείλω τις μητέρες που κάνουν όντως τα αδύνατα δυνατά για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, ούτε να ισχυριστώ πως η πράξη αυτή δεν είναι αξιοθαύμαστη. Αντιθέτως, θεωρώ πως είναι άξια μεγάλου θαυμασμού. Και ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζουμε με δέος όποιο άτομο κι αν την πράξει.
Η μητρότητα, η αναπαραγωγική δηλαδή ικανότητα της γυναίκας, δεν είναι προϋπόθεση της αγάπης που θα εκφράσει ύστερα. Δεν υπάρχει, – κατά τη γνώμη μου – μια εγγενής προϋπόθεση αγάπης στη φράση «σάρκα εκ της σαρκός της». Αντιθέτως αυτό το πρότυπο, που τόσο στενά μας έχει φορεθεί και τόσο ασφυκτικό το νιώθουν πολλές γυναίκες προέκυψε πολιτισμικό πρότυπο, μέσα από αιώνες σχέσεων εξουσίας, ως κοινωνική πρακτική που υπαγορεύει τη φροντίδα. Έτσι καθορίστηκαν οι έμφυλοι ρόλοι μέσα στην παραδοσιακή οικογένεια. Έτσι ο κόσμος της φροντίδας (έγνοια, προστασία, θαλπωρή, αυτοθυσία, ασχολία, ντάντεμα κ.α.), φαίνεται να είναι θηλυκοποιημένη έννοια στην κοινωνία μας, και συνδέεται κατά τρόπο «φυσικό» με τη γυναίκα. Κάτι τέτοιο φαίνεται και από τα επαγγέλματα φροντίδας: οι πελάτες προτιμούν γυναίκες, ενώ οι άντρες δεν τα προτιμούν σαν επαγγέλματα.
Σίγουρα οι απάνθρωπες εικόνες πέρα από το αίσθημα τρόμου για τις ηθικές ανθρώπινες επιταγές που διαρρηγνύονται, δημιουργούν πολλά ερωτήματα γύρω από την παθολογία, αλλά και τα εγγενή παθογενή κοινωνικά αίτια.
Τα παραδείγματα που ανατρέπουν αυτό το αφήγημα είναι όμως πολλά, πολλές φορές τραγικά, όπως αυτό που συνέβη στην Πάτρα, το οποίοι δεν είναι και το μόνο. Στη σύγχρονη ιστορία υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια γυναίκα στη Νότια Καρολίνα έπνιξε τους δύο γιους τους, μια άλλη έπνιξε τα πέντε της παιδιά στη μπανιέρα, ενώ μια άλλη στην Καλιφόρνια σκότωσε τους τέσσερις γιους της για να εκδικηθεί τον πρώην άντρα της. Μια μητέρα έψησε στο φούρνο το βρέφος της, και μία άλλη έπνιξε τα παιδιά της, κλείνοντάς τους το στόμα με πανάκι. Ο τύπος θα τις ονομάσει «τέρατα», «σύγχρονες Μήδειες», «άκαρδες» και «ψυχρές». Σίγουρα οι απάνθρωπες εικόνες προκαλούν ανασφάλεια για τις ηθικές ανθρώπινες επιταγές που διαρρηγνύονται, δημιουργώντας πολλά ερωτήματα γύρω από την παθολογία, αλλά και τα εγγενή παθογενή κοινωνικά αίτια. Παρόλα αυτά αυτό που οφείλουμε να παραδεχτούμε, είναι το γεγονός ότι καταρρίπτουν περίτρανα είναι το κυρίαρχο ιδεολόγημα του «μητρικού ενστίκτου» (μιας εγγενούς συγκινησιακής και τρυφερής τάσης της μητέρας προς το ανήμπορο παιδί της).
Στον αντίποδα αυτών των περιπτώσεων, έφερα στο μυαλό μου κάποιες άλλες μητέρες, τις «Μητέρες της Πλατείας Μάϊου», μια οργάνωση στην Αργεντινή που διεκδίκησε ενεργά, υπό την ταυτότητα της μητέρας όπως λέει το όνομα, να βρεθούν τα «εξαφανισμένα παιδιά» της δικτατορίας. Οι μητέρες αυτές, κόντρα στα θρησκευτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα της αργεντίνικης κοινωνίας αντιστάθηκαν στην εσωτερίκευση του πένθους και την εθνική λήθη.
«Πολλοί θέλουν να κλείσει η πληγή κι έτσι να ξεχάσουμε. Εμείς θέλουμε να συνεχίσει να αιμορραγεί γιατί αυτός είναι μοναδικός τρόπος να συνεχίσει κανείς να έχει δύναμη να παλεύει. Πάνω απ’ όλα, όμως, η πληγή αυτή είναι απαραίτητο να αιμορραγεί για να καταδικαστούν οι δολοφόνοι, όπως τους αξίζει και να μη ξανασυμβεί αυτό που συνέβη» έλεγαν οι μητέρες. Μετά το νόμο του 1987 που παρείχε ασυλία στους περισσότερους εγκληματίες της χούντας, η ομάδα ριζοσπαστικοποιήθηκε, αποφασίζοντας να ενστερνιστεί το πολιτικό πρόγραμμα των εξαφανισμένων παιδιών της κι έτσι έγινε αναπόσπαστο κομμάτι των αγώνων ενάντια στη φτώχεια, τις ιδιωτικοποιήσεις, την αστυνομική βαρβαρότητα.
Εκεί λοιπόν, διατύπωσε και την ιδέα της «κοινωνικοποίησης» της μητρότητας τους: «Όταν καταλάβαμε ότι τα παιδιά μας δεν επρόκειτο να εμφανιστούν, κοινωνικοποιήσαμε τη μητρότητα και αισθανθήκαμε πως ήμασταν μητέρες του καθενός, πως όλοι ήταν παιδιά μας» έλεγαν οι μητέρες.
Διάβαζα πρόσφατα αυτή την ιστορία και σκέφτηκα πως αν υπάρχει ένα κοινωνικό ανάλογο της εδώ είναι σίγουρα οι άνθρωποι εκείνοι που επιλέγουν την οικογένειά τους, πέρα από τους βιολογικούς δεσμούς. Είναι οι άνθρωποι που επιλέγουν να υιοθετήσουν, οι τρανς μητέρες, και τα γκέι ζευγάρια. Έτσι όπως οι Μητέρες της πλατείας Μαΐου δεν άφησαν να ξεθωριάσουν οι εικόνες των δολοφονημένων τους παιδιών, μετενσάρκωσαν τα ιδανικά τους και έγιναν μητέρες όλων των παιδιών, νεκρών και ζωντανών. Σίγουρα η ιστορία στην Πάτρα είναι εξίσου ανατριχιαστική και τρομακτική. Ακόμα και η σκέψη ότι στο δικαστήριο μπορεί να αποδειχτεί η παιδοκτονία, μας τρομάζει και κλονίζει αυτή την άρρητη σύνδεση της γυναίκας με την μητρότητα που έχει ριζωθεί βαθιά στην ανθρώπινη συνείδηση, αλλά από την άλλη είναι και ένα προβληματικό στεγανό το οποίο θα πρέπει να αναθεωρήσουμε σαν ανθρωπότητα, γιατί ακριβώς όλες αυτές οι αποτρόπαιες εικόνες μητέρων που δολοφονούν τα παιδιά τους, έρχονται να συμπληρώσουν το επιχείρημα ότι δεν είναι όλες οι γυναίκες γεννημένες για να γίνουν μανάδες και δεν είναι αυτό το πεπρωμένο τους. Αντιθέτως, κάποιες άλλες που επιλέγουν συνειδητά να είναι μανάδες όλων των παιδιών που χρειάζονται φροντίδα πέρα από κάποιο βιολογικό δεσμό, αξίζουν σίγουρα μια ευκαιρία.