«Δεν έχει πλάκα πώς μέρα με τη μέρα τίποτα δεν αλλάζει, αλλά όταν κοιτάς πίσω, όλα είναι διαφορετικά;». Αυτή η γνωστή φράση του C. S. Lewis αντικατοπτρίζει πλήρως την παράδοξη φύση του Δεκεμβρίου, όπου η ρουτίνα της καθημερινότητας παραμένει αμετάβλητη, ενώ ταυτόχρονα οι γιορτινές ημέρες φέρνουν στο φως παλιές αναμνήσεις και συναισθήματα. Κάθε Δεκέμβριος στην Αθήνα είναι μια παράξενη εποχή. Η πόλη φωτίζεται από λαμπιόνια που αναβοσβήνουν νωχελικά στα παράθυρα των μπαλκονιών, μα η λάμψη τους μοιάζει σαν να θέλει να καλύψει την ψύχρα που κουβαλά η ψυχή του αστικού τοπίου. Και εδώ σε αυτούς τους γνώριμους δρόμους, όπως και μέσα σε πολλά σπίτια, η μελαγχολία δεν είναι μόνο μια αίσθηση – είναι το ίδιο το ύφασμα που ράβει τον Δεκέμβριο με τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ένας διάλογος ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που ήταν.
Στην Αθήνα του 2024, ο χειμώνας δεν έχει την αίγλη της νοσταλγικής μαγείας που απεγνωσμένα ψάχνει κανείς στις ταινίες. Εδώ, το χιόνι είναι μια υπόσχεση που δεν κρατήθηκε ποτέ, ή άντε πιο σπάνια τα τελευταία χρόνια. Οι δρόμοι γεμίζουν από την καθημερινή βουή: κίνηση, κορναρίσματα, και ένας αργόσυρτος ρυθμός μιας πόλης που δεν ξέρει που στέκεται. Μέσα σε αυτό το χάος, έρχονται και τα κάλαντα, έρχονται και οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες από τα ηχεία των καταστημάτων, και όλα μαζί, σε λίγες μέρες, θα ακούγονται σαν παράταιρες νότες σε μια ήδη χαοτική παρτιτούρα.
Αλλά, αλήθεια, πότε γίναμε τόσο κυνικοί; Θυμάμαι κάποτε να στέκομαι στην πλατεία Συντάγματος και να νιώθω ότι το δέντρο εκεί έλαμπε σαν πυξίδα για κάτι μεγαλύτερο, κάτι πιο φωτεινό. Ναι, λίγα χρόνια αργότερα το θυμάμαι και καμένο. Αλλά τώρα, ακόμα κι αν το καινούργιο δέντρο στηθεί υπέρλαμπρο, σαν να θέλει να αγγίξει τον ουρανό, ο ουρανός της πόλης παραμένει θολός, και ανίκανος να αγκαλιάσει, όχι μόνο το δένδρο, αλλά κι εμάς τους ίδιους.
Ο Δεκέμβριος είναι, ίσως, ο πιο σκληρός μήνας για τη μνήμη των Αθηναίων. Ευτυχώς που σήμερα μπορεί να υπάρχουν και κάποιες φωτογραφίες από προηγούμενες γιορτές, που εμφανίζονται στα κινητά μας σαν φαντάσματα, υπενθυμίζοντάς μας εποχές που τα πράγματα έμοιαζαν πιο απλά. Τα παιδιά κάποτε περίμεναν τον Άγιο Βασίλη χωρίς να γνωρίζουν πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του, και οι μεγάλοι έβρισκαν χρόνο να μαζεύονται γύρω από τραπέζια γεμάτα με κρασί και ζεστά φαγητά. Αλλά έτσι ήταν πάντα. Έτσι θα είναι και φέτος. Τα Χριστούγεννα είναι σαν μια πινακίδα προς την οποία κατευθυνόμαστε κάθε χρόνο, αναγκάζοντας μας να σκεφτούμε όλους τους τρόπους με τους οποίους έχουν αλλάξει τα πράγματα. Και οι διακοπές, σαν κι αυτές των Χριστουγέννων, είναι πασίγνωστες για το ότι ρίχνουν φως στα κενά της ζωής μας. Το κενό στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Μια λιγότερη χριστουγεννιάτικη κάρτα που πρέπει να στείλουμε. Ένα αγαπημένο πιάτο που δεν θα έχει ποτέ την κατάλληλη γεύση, επειδή κάποιος συγκεκριμένος δεν είναι εδώ για να το φτιάξει.
Φέτος, το φαγητό ίσως είναι λιγότερο, και τα τραπέζια πιο μικρά. Αλλά, οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να μαζεύονται, γιατί δεν θέλουν να αφήσουν τη μοναξιά να κυριαρχήσει. Είναι αυτή η επιμονή που, ίσως, κάνει αυτήν την πόλη ξεχωριστή: μια Αθήνα που, παρά τις αντιξοότητες, επιμένει να προσπαθεί.
Σκόρπιες σκέψεις που κάνω καθώς κατεβαίνω την Ερμού, και παρατηρώ τα πρόσωπα των περαστικών. Άνθρωποι όλων των ηλικιών: κάποιοι βιαστικοί, άλλοι χαμένοι στις σκέψεις τους, άλλοι χαρούμενοι με τα παιδιά τους. Η Αθήνα είναι γεμάτη καθρέφτες. Καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν αυτό που είμαστε: μια κοινωνία που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στις φιλοδοξίες και στις πραγματικότητες.
Και μέσα σε αυτή τη γλυκιά μελαγχολία, υπάρχει κάτι το ανθρώπινο. Ένα παιδί που τραγουδάει άτσαλα κάποιο τραγούδι που δεν μπορείς να θυμηθείς ποιο είναι, αλλά εκείνο το παλεύει, και προσπαθεί με ένα ξεκούρδιστο μπαγλαμαδάκι, και επιμένει να τρέχει πίσω σου παράφωνο, για κάνα περίσσιο ευρώ. Ένας καστανάς που ζεσταίνει τα χέρια του πάνω από τα κάρβουνα (πόσο παλιά, και τι ωραία εικόνα)… Ένας ηλικιωμένος που χαμογελά στο κενό καθώς θυμάται τις δικές του βόλτες σε μια γιορτινή πόλη, πολύ πριν εκείνη γεμίσει με φωτεινές επιγραφές και άχαρα selfies.
Βέβαια, μέσα σε όλη αυτήν την αβέβαιη προετοιμασία για μια ακόμη χριστουγεννιάτικη πανδαισία, η μελαγχολία του Δεκεμβρίου και των γιορτών μπορεί να είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι είμαστε ζωντανοί. Επειδή, τελικά, η μελαγχολία δεν είναι παρά η αδυναμία μας να αγκαλιάσουμε το τώρα όσο θυμόμαστε το χθες. Και αυτό είναι, ίσως, το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει η πόλη αυτή την εποχή: μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τι σημαίνει «χαρά». Αυτή τη στιγμή που βαδίζω και χαζεύω τον κόσμο, όμως, δεν ξέρω πως…
Και σκέφτομαι ότι για μερικούς, ο κόσμος μεγαλώνει. Νέες σχέσεις. Μικρά παιδιά. Χαοτικά σπίτια. Γεμάτες καρδιές. Για άλλους, ο κόσμος μικραίνει. Τα παιδιά μεγαλώνουν και ξεκινούν νέες συνήθειες. Οι σχέσεις χαλάνε. Τα γραφεία αδειάζουν. Οι αγαπημένοι φεύγουν. Οι καρδιές σπάνε. Η περίοδος των Χριστουγέννων φέρνει μαζί της ένα κράμα συναισθημάτων που αντικατοπτρίζει αυτές τις αντίθετες εμπειρίες. Για όσους τυχερούς βλέπουν τον κόσμο τους να μεγαλώνει, οι γιορτές γίνονται μια ευκαιρία να γιορτάσουν τα νέα ξεκινήματα, τις αγάπες που ανθίζουν και τις χαρούμενες στιγμές με την οικογένεια και τους φίλους. Τα σπίτια γεμίζουν με γέλια, παιχνίδια και μια αίσθηση πληρότητας που αλλού έρχεται με την προσθήκη νέων μελών, νέων σχέσεων και εμπειριών στη ζωή τους.
Αντιθέτως, για άλλους, τα Χριστούγεννα εντείνουν την μοναξιά του κόσμου τους. Οι παραδόσεις που κάποτε έφερναν χαρά χάθηκαν καθώς τα παιδιά μεγάλωσαν και τράβηξαν τους δρόμους τους. Οι σχέσεις που κάποτε ήταν στενές μπορεί να χαλάρωσαν με την πάροδο του χρόνου, και η λαχτάρα να δεις έναν παλιό φίλο μπορεί, τελικά, να σου φέρνει μια πίκρα στο στόμα, μια ναυτία. Αλλά, στο φινάλε, όλες οι καρδιές ραγίζουν όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν τη νοσταλγία για το παρελθόν. Οπότε σκέφτομαι πόσο σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι τόσο το «άπλωμα» όσο και το «μάζεμα» του κόσμου μας αποτελούν φυσικούς σπασμούς της ύπαρξης μας. Και όλοι μας είναι πιθανό να βιώσουμε αυτές τις αλλαγές σε κάποιο σημείο της ζωής μας. Εξάλλου υπάρχει για όλους ένα κοινό έδαφος στις ανατροπές και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Και κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, αυτή η αντίθεση γίνεται ιδιαίτερα αισθητή, καθώς η καταναγκαστική γιορτινή διάθεση, μπορεί να μην αντικατοπτρίζει πάντα την εσωτερική μας αληθινή διάθεση.
Υποτίθεται ότι μπορούμε να βρούμε αγάπη και υποστήριξη ο ένας στον άλλον. Η κατανόηση ότι οι αισθήσεις μας, είτε είναι χαράς είτε μελαγχολίας, είναι μέρος μιας ευρύτερης ανθρώπινης εμπειρίας, μας λένε οι ψυχολόγοι. Αρκεί αυτή η σκέψη για να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της περιόδου με μεγαλύτερη ευελιξία και συμπόνια; Πιθανόν, μέσα από αυτήν την αντίληψη, τα Χριστούγεννα να μπορούν να γίνουν μια περίοδος όχι μόνο γιορτής, αλλά και βαθιάς συναισθηματικής σύνδεσης, και προσωπικής αναζήτησης. Το θέμα είναι πόσο κοντά πρέπει να κοιτάξουμε στους δικούς μας συγγενείς, φίλους, συνεργάτες, εραστές, γιατί η πόλη και όλοι αυτοί οι άγνωστοι καθρέφτες δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται για καμία ευελιξία ή συμπόνια, και ειδικά αυτές τις μέρες που οι γιορτές θα έπρεπε να μαλακώνουν τις καρδιές μας. Ναι, υπάρχει ένα κοινό έδαφος στις ανατροπές και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην Αθήνα. Αυτή η πόλη, «με την ιστορία της και την πολιτιστική της κληρονομιά», προσφέρει μια πλούσια ποικιλία εμπειριών, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλει και τις δικές της προκλήσεις.
Η Αθήνα, όπως κάθε μεγάλη πόλη, είναι ένα μίγμα αντιθέσεων. Η εχθρικότητά της δεν είναι απόλυτη, αλλά αποτελεί μέρος της πολυπλοκότητας της αστικής μας ύπαρξης. Η οικονομική πίεση που συνοδεύει τις γιορτές, οι προσδοκίες για δώρα, εορταστικά γεύματα, πάρτυ, συναυλίες, μπουζούκια, δημιουργούν ένα αίσθημα πίεσης που ναι, μπορεί να οδηγήσει σε άγχος και ανικανοποίηση. Και τα Χριστούγεννα είναι μια σκληρή περίοδος όταν ζεις κάτω από το όριο της φτώχειας.
Εκεί που η Ευαγγελιστρίας κόβει την Ερμού, περνάω δίπλα από μια γυναίκα με ένα μικρό κορίτσι. Καταλαβαίνω ότι η μικρή ζητούσε κάτι που δεν πήρε ποτέ. Κάτι μικρό, ίσως ένα φτηνό παιχνίδι, και τώρα κλαίει αφού δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τίποτα από όλα αυτά που ήθελε «δεν ήταν καλό» για εκείνη… «Τα Χριστούγεννα είναι μια θλιμμένη περίοδος όταν είσαι φτωχός…», σκέφτομαι. Και δεν το σκέφτηκα επειδή είδα την απόγνωση εκείνης της μάνας. Η φτώχεια της σύγχρονης εποχής δεν παίζει μόνο στα πορτοφόλια μας, παίζει και στις καρδιές μας. Απώλεια συναισθημάτων σε μια κρύα πόλη. Όπως μια πόλη χωρίς ζεστασιά χάνει την ανθρωπιά της, έτσι και η φτώχεια απορροφά την ελπίδα και το όνειρο από τις ζωές των ανθρώπων, αφήνοντάς τους να περιπλανιούνται σε ατελείωτες γιορτινές νύχτες απομόνωσης. Και δυστυχώς, σε αυτή την μοντέρνα σύγκλιση μιας οικονομικής και συναισθηματικής παγωνιάς, οι άνθρωποι χάνουν την ικανότητα να ζεσταίνουν ο ένας τον άλλον με την παρουσία ή την καλοσύνη τους, καθιστώντας τον κόσμο γύρω τους τόσο άδειο όσο και η καρδιά μιας κρύας Αθήνας.
Έχω φτάσει λίγο πιο κάτω, στην Αγίας Ειρήνης… Κάνω στην άκρη να περάσουν οι βιαστικοί οδηγοί, κοντοστέκομαι για λίγο στο στενό της Αβραμιώτου. Κοιτάζω προς τα μέσα, στο δρομάκι… Θυμάμαι, εκείνη την ανάμνηση που μου έρχεται πάντα στο μυαλό όταν περνάω από εκεί. Δεκέμβριος του 2008, έχει τελειώσει το gig στο παλιό, Kinky, πριν ακόμα γίνει Six D.O.G.S… Βγαίνω από τη σκηνή στο δρόμο για ένα τσιγάρο, νιώθω μια παράξενη ανησυχία γύρω, ρωτάω τι συμβαίνει… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Γιάννη να μου λέει «Μην γυρίσετε από το κέντρο παιδιά, παίζει πόλεμος. Ένας μπάτσος σκότωσε πριν λίγο ένα παιδί στα Εξάρχεια…».
«Δεν έχει πλάκα πώς μέρα με τη μέρα τίποτα δεν αλλάζει, αλλά όταν κοιτάς πίσω, όλα είναι διαφορετικά;». Αυτή η γνωστή φράση του C. S. Lewis αντικατοπτρίζει πλήρως την παράδοξη φύση του Δεκεμβρίου, όπου η ρουτίνα της καθημερινότητας παραμένει αμετάβλητη, ενώ ταυτόχρονα οι γιορτινές ημέρες φέρνουν στο φως παλιές αναμνήσεις και συναισθήματα. Κάθε Δεκέμβριος στην Αθήνα είναι μια παράξενη εποχή. Η πόλη φωτίζεται από λαμπιόνια που αναβοσβήνουν νωχελικά στα παράθυρα των μπαλκονιών, μα η λάμψη τους μοιάζει σαν να θέλει να καλύψει την ψύχρα που κουβαλά η ψυχή του αστικού τοπίου. Και εδώ σε αυτούς τους γνώριμους δρόμους, όπως και μέσα σε πολλά σπίτια, η μελαγχολία δεν είναι μόνο μια αίσθηση – είναι το ίδιο το ύφασμα που ράβει τον Δεκέμβριο με τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, ένας διάλογος ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που ήταν.
Στην Αθήνα του 2024, ο χειμώνας δεν έχει την αίγλη της νοσταλγικής μαγείας που απεγνωσμένα ψάχνει κανείς στις ταινίες. Εδώ, το χιόνι είναι μια υπόσχεση που δεν κρατήθηκε ποτέ, ή άντε πιο σπάνια τα τελευταία χρόνια. Οι δρόμοι γεμίζουν από την καθημερινή βουή: κίνηση, κορναρίσματα, και ένας αργόσυρτος ρυθμός μιας πόλης που δεν ξέρει που στέκεται. Μέσα σε αυτό το χάος, έρχονται και τα κάλαντα, έρχονται και οι χριστουγεννιάτικες μελωδίες από τα ηχεία των καταστημάτων, και όλα μαζί, σε λίγες μέρες, θα ακούγονται σαν παράταιρες νότες σε μια ήδη χαοτική παρτιτούρα.
Αλλά, αλήθεια, πότε γίναμε τόσο κυνικοί; Θυμάμαι κάποτε να στέκομαι στην πλατεία Συντάγματος και να νιώθω ότι το δέντρο εκεί έλαμπε σαν πυξίδα για κάτι μεγαλύτερο, κάτι πιο φωτεινό. Ναι, λίγα χρόνια αργότερα το θυμάμαι και καμένο. Αλλά τώρα, ακόμα κι αν το καινούργιο δέντρο στηθεί υπέρλαμπρο, σαν να θέλει να αγγίξει τον ουρανό, ο ουρανός της πόλης παραμένει θολός, και ανίκανος να αγκαλιάσει, όχι μόνο το δένδρο, αλλά κι εμάς τους ίδιους.
Ο Δεκέμβριος είναι, ίσως, ο πιο σκληρός μήνας για τη μνήμη των Αθηναίων. Ευτυχώς που σήμερα μπορεί να υπάρχουν και κάποιες φωτογραφίες από προηγούμενες γιορτές, που εμφανίζονται στα κινητά μας σαν φαντάσματα, υπενθυμίζοντάς μας εποχές που τα πράγματα έμοιαζαν πιο απλά. Τα παιδιά κάποτε περίμεναν τον Άγιο Βασίλη χωρίς να γνωρίζουν πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του, και οι μεγάλοι έβρισκαν χρόνο να μαζεύονται γύρω από τραπέζια γεμάτα με κρασί και ζεστά φαγητά. Αλλά έτσι ήταν πάντα. Έτσι θα είναι και φέτος. Τα Χριστούγεννα είναι σαν μια πινακίδα προς την οποία κατευθυνόμαστε κάθε χρόνο, αναγκάζοντας μας να σκεφτούμε όλους τους τρόπους με τους οποίους έχουν αλλάξει τα πράγματα. Και οι διακοπές, σαν κι αυτές των Χριστουγέννων, είναι πασίγνωστες για το ότι ρίχνουν φως στα κενά της ζωής μας. Το κενό στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Μια λιγότερη χριστουγεννιάτικη κάρτα που πρέπει να στείλουμε. Ένα αγαπημένο πιάτο που δεν θα έχει ποτέ την κατάλληλη γεύση, επειδή κάποιος συγκεκριμένος δεν είναι εδώ για να το φτιάξει.
Φέτος, το φαγητό ίσως είναι λιγότερο, και τα τραπέζια πιο μικρά. Αλλά, οι άνθρωποι θα συνεχίζουν να μαζεύονται, γιατί δεν θέλουν να αφήσουν τη μοναξιά να κυριαρχήσει. Είναι αυτή η επιμονή που, ίσως, κάνει αυτήν την πόλη ξεχωριστή: μια Αθήνα που, παρά τις αντιξοότητες, επιμένει να προσπαθεί.
Σκόρπιες σκέψεις που κάνω καθώς κατεβαίνω την Ερμού, και παρατηρώ τα πρόσωπα των περαστικών. Άνθρωποι όλων των ηλικιών: κάποιοι βιαστικοί, άλλοι χαμένοι στις σκέψεις τους, άλλοι χαρούμενοι με τα παιδιά τους. Η Αθήνα είναι γεμάτη καθρέφτες. Καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν αυτό που είμαστε: μια κοινωνία που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στις φιλοδοξίες και στις πραγματικότητες.
Και μέσα σε αυτή τη γλυκιά μελαγχολία, υπάρχει κάτι το ανθρώπινο. Ένα παιδί που τραγουδάει άτσαλα κάποιο τραγούδι που δεν μπορείς να θυμηθείς ποιο είναι, αλλά εκείνο το παλεύει, και προσπαθεί με ένα ξεκούρδιστο μπαγλαμαδάκι, και επιμένει να τρέχει πίσω σου παράφωνο, για κάνα περίσσιο ευρώ. Ένας καστανάς που ζεσταίνει τα χέρια του πάνω από τα κάρβουνα (πόσο παλιά, και τι ωραία εικόνα)… Ένας ηλικιωμένος που χαμογελά στο κενό καθώς θυμάται τις δικές του βόλτες σε μια γιορτινή πόλη, πολύ πριν εκείνη γεμίσει με φωτεινές επιγραφές και άχαρα selfies.
Βέβαια, μέσα σε όλη αυτήν την αβέβαιη προετοιμασία για μια ακόμη χριστουγεννιάτικη πανδαισία, η μελαγχολία του Δεκεμβρίου και των γιορτών μπορεί να είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι είμαστε ζωντανοί. Επειδή, τελικά, η μελαγχολία δεν είναι παρά η αδυναμία μας να αγκαλιάσουμε το τώρα όσο θυμόμαστε το χθες. Και αυτό είναι, ίσως, το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει η πόλη αυτή την εποχή: μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τι σημαίνει «χαρά». Αυτή τη στιγμή που βαδίζω και χαζεύω τον κόσμο, όμως, δεν ξέρω πως…
Και σκέφτομαι ότι για μερικούς, ο κόσμος μεγαλώνει. Νέες σχέσεις. Μικρά παιδιά. Χαοτικά σπίτια. Γεμάτες καρδιές. Για άλλους, ο κόσμος μικραίνει. Τα παιδιά μεγαλώνουν και ξεκινούν νέες συνήθειες. Οι σχέσεις χαλάνε. Τα γραφεία αδειάζουν. Οι αγαπημένοι φεύγουν. Οι καρδιές σπάνε. Η περίοδος των Χριστουγέννων φέρνει μαζί της ένα κράμα συναισθημάτων που αντικατοπτρίζει αυτές τις αντίθετες εμπειρίες. Για όσους τυχερούς βλέπουν τον κόσμο τους να μεγαλώνει, οι γιορτές γίνονται μια ευκαιρία να γιορτάσουν τα νέα ξεκινήματα, τις αγάπες που ανθίζουν και τις χαρούμενες στιγμές με την οικογένεια και τους φίλους. Τα σπίτια γεμίζουν με γέλια, παιχνίδια και μια αίσθηση πληρότητας που αλλού έρχεται με την προσθήκη νέων μελών, νέων σχέσεων και εμπειριών στη ζωή τους.
Αντιθέτως, για άλλους, τα Χριστούγεννα εντείνουν την μοναξιά του κόσμου τους. Οι παραδόσεις που κάποτε έφερναν χαρά χάθηκαν καθώς τα παιδιά μεγάλωσαν και τράβηξαν τους δρόμους τους. Οι σχέσεις που κάποτε ήταν στενές μπορεί να χαλάρωσαν με την πάροδο του χρόνου, και η λαχτάρα να δεις έναν παλιό φίλο μπορεί, τελικά, να σου φέρνει μια πίκρα στο στόμα, μια ναυτία. Αλλά, στο φινάλε, όλες οι καρδιές ραγίζουν όταν πρέπει να αντιμετωπίσουν τη νοσταλγία για το παρελθόν. Οπότε σκέφτομαι πόσο σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι τόσο το «άπλωμα» όσο και το «μάζεμα» του κόσμου μας αποτελούν φυσικούς σπασμούς της ύπαρξης μας. Και όλοι μας είναι πιθανό να βιώσουμε αυτές τις αλλαγές σε κάποιο σημείο της ζωής μας. Εξάλλου υπάρχει για όλους ένα κοινό έδαφος στις ανατροπές και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Και κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, αυτή η αντίθεση γίνεται ιδιαίτερα αισθητή, καθώς η καταναγκαστική γιορτινή διάθεση, μπορεί να μην αντικατοπτρίζει πάντα την εσωτερική μας αληθινή διάθεση.
Υποτίθεται ότι μπορούμε να βρούμε αγάπη και υποστήριξη ο ένας στον άλλον. Η κατανόηση ότι οι αισθήσεις μας, είτε είναι χαράς είτε μελαγχολίας, είναι μέρος μιας ευρύτερης ανθρώπινης εμπειρίας, μας λένε οι ψυχολόγοι. Αρκεί αυτή η σκέψη για να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της περιόδου με μεγαλύτερη ευελιξία και συμπόνια; Πιθανόν, μέσα από αυτήν την αντίληψη, τα Χριστούγεννα να μπορούν να γίνουν μια περίοδος όχι μόνο γιορτής, αλλά και βαθιάς συναισθηματικής σύνδεσης, και προσωπικής αναζήτησης. Το θέμα είναι πόσο κοντά πρέπει να κοιτάξουμε στους δικούς μας συγγενείς, φίλους, συνεργάτες, εραστές, γιατί η πόλη και όλοι αυτοί οι άγνωστοι καθρέφτες δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται για καμία ευελιξία ή συμπόνια, και ειδικά αυτές τις μέρες που οι γιορτές θα έπρεπε να μαλακώνουν τις καρδιές μας. Ναι, υπάρχει ένα κοινό έδαφος στις ανατροπές και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην Αθήνα. Αυτή η πόλη, «με την ιστορία της και την πολιτιστική της κληρονομιά», προσφέρει μια πλούσια ποικιλία εμπειριών, αλλά ταυτόχρονα επιβάλλει και τις δικές της προκλήσεις.
Η Αθήνα, όπως κάθε μεγάλη πόλη, είναι ένα μίγμα αντιθέσεων. Η εχθρικότητά της δεν είναι απόλυτη, αλλά αποτελεί μέρος της πολυπλοκότητας της αστικής μας ύπαρξης. Η οικονομική πίεση που συνοδεύει τις γιορτές, οι προσδοκίες για δώρα, εορταστικά γεύματα, πάρτυ, συναυλίες, μπουζούκια, δημιουργούν ένα αίσθημα πίεσης που ναι, μπορεί να οδηγήσει σε άγχος και ανικανοποίηση. Και τα Χριστούγεννα είναι μια σκληρή περίοδος όταν ζεις κάτω από το όριο της φτώχειας.
Εκεί που η Ευαγγελιστρίας κόβει την Ερμού, περνάω δίπλα από μια γυναίκα με ένα μικρό κορίτσι. Καταλαβαίνω ότι η μικρή ζητούσε κάτι που δεν πήρε ποτέ. Κάτι μικρό, ίσως ένα φτηνό παιχνίδι, και τώρα κλαίει αφού δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τίποτα από όλα αυτά που ήθελε «δεν ήταν καλό» για εκείνη… «Τα Χριστούγεννα είναι μια θλιμμένη περίοδος όταν είσαι φτωχός…», σκέφτομαι. Και δεν το σκέφτηκα επειδή είδα την απόγνωση εκείνης της μάνας. Η φτώχεια της σύγχρονης εποχής δεν παίζει μόνο στα πορτοφόλια μας, παίζει και στις καρδιές μας. Απώλεια συναισθημάτων σε μια κρύα πόλη. Όπως μια πόλη χωρίς ζεστασιά χάνει την ανθρωπιά της, έτσι και η φτώχεια απορροφά την ελπίδα και το όνειρο από τις ζωές των ανθρώπων, αφήνοντάς τους να περιπλανιούνται σε ατελείωτες γιορτινές νύχτες απομόνωσης. Και δυστυχώς, σε αυτή την μοντέρνα σύγκλιση μιας οικονομικής και συναισθηματικής παγωνιάς, οι άνθρωποι χάνουν την ικανότητα να ζεσταίνουν ο ένας τον άλλον με την παρουσία ή την καλοσύνη τους, καθιστώντας τον κόσμο γύρω τους τόσο άδειο όσο και η καρδιά μιας κρύας Αθήνας.
Έχω φτάσει λίγο πιο κάτω, στην Αγίας Ειρήνης… Κάνω στην άκρη να περάσουν οι βιαστικοί οδηγοί, κοντοστέκομαι για λίγο στο στενό της Αβραμιώτου. Κοιτάζω προς τα μέσα, στο δρομάκι… Θυμάμαι, εκείνη την ανάμνηση που μου έρχεται πάντα στο μυαλό όταν περνάω από εκεί. Δεκέμβριος του 2008, έχει τελειώσει το gig στο παλιό, Kinky, πριν ακόμα γίνει Six D.O.G.S… Βγαίνω από τη σκηνή στο δρόμο για ένα τσιγάρο, νιώθω μια παράξενη ανησυχία γύρω, ρωτάω τι συμβαίνει… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Γιάννη να μου λέει «Μην γυρίσετε από το κέντρο παιδιά, παίζει πόλεμος. Ένας μπάτσος σκότωσε πριν λίγο ένα παιδί στα Εξάρχεια…».