Την κυρία Ναυσικά την συναντώ σχεδόν κάθε πρωί που πηγαίνω στη δουλειά, να ταΐζει και να φροντίζει τα αδέσποτα γατιά ακριβώς έξω από το νοσοκομείο του «Ερυθρού Σταυρού». Η ίδια πολλές φορές μου λέει: «Όλα τα πλάσματα τα αγαπάω, ακόμα και τα φίδια. Σέβομαι όλη τη φύση που τα περιλαμβάνει όλα», αλλά παράλληλα μου εκφράζει την απογοήτευσή της με από τους θεσμούς που δεν συμβάλλουν σε αυτή την προσπάθεια για την φροντίδα των αδέσποτων ζώων, καθώς και για μια μερίδα συμπολιτών μας που είτε την κακοχαρακτηρίζουν, είτε καταστρέφουν τα αυτοσχέδια σπιτάκια που έστησε για να προστατεύει τα γατιά από το κρύο και τις καιρικές κακουχίες. «Εγώ φροντίζω αυτά τα πλάσματα από το υστέρημά μου», μου λέει, «και κανένας δεν βοηθάει», και συμπληρώνει, «μόνο καμιά φορά οι νοσοκόμοι φέρνουν φαγητό».
«Όλα τα πλάσματα τα αγαπάω, ακόμα και τα φίδια. Σέβομαι όλη τη φύση που τα περιλαμβάνει όλα»
Με αφορμή λοιπόν την «Παγκόσμια Ημέρα Αδέσποτων Ζώων», σκέφτηκα να ρίξω μια πιο προσεκτική ματιά στους αόρατους αυτούς ανθρώπους που φροντίζουν τα αιλουροειδή πλάσματα που δεν ανήκουν σε κανέναν και σε δυσμενείς συνθήκες προσπαθούν να επιβιώσουν, πεινασμένες, διψασμένες, κι εκτεθειμένες τους επικίνδυνους Αθηναϊκούς δρόμους.
Υπάρχει μια μικρή μερίδα ανθρώπων που φροντίζουν και ταΐζουν τις αδέσποτες γάτες. Τους ανθρώπους αυτούς η κοινωνία μας τους συνδέει με διάφορες στερεοτυπικές εκφράσεις όπως η «τρελή cat-lady» ή η «γεροντοκόρη που ταΐζει γάτες». Υπάρχει μια γενικευμένη πεποίθηση ότι οι άνθρωποι που φροντίζουν αδέσποτα είναι κυρίως γυναίκες, ηλικιωμένες, μοναχικές και κοινωνικά απομονωμένες. Αντιθέτα με την άποψη αυτή, μια μελέτη που διάβασα πρόσφατα καταρρίπτει αυτό το στερεότυπο, αποκαλύπτοντας μια δημογραφική ποικιλομορφία. Άνθρωποι που συνήθως ζουν με την οικογένειά τους όλων των ηλικιών και ανεξαρτήτου φύλου αποδεικνύεται ότι είναι αυτοί που φροντίζουν τις αδέσποτες γάτες.
Οι άνθρωποι που ταΐζουν τα αδέσποτα το κάνουν από στοργή, συμπόνια και ενσυναίσθηση για τα ζώα, αλλά κι από μια αίσθηση ευθύνης για τα πεινασμένα, τραυματισμένα ή εξαθλιωμένα ζώα που ζουν ανάμεσά μας. Οι αφοσιωμένοι φροντιστές παρέχουν τροφή σε καθημερινή βάση, ξοδεύοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για την αγορά της τροφής τους, αλλά και για κτηνιατρική περίθαλψη και στειρώσεις.
Σίγουρα βέβαια απόλυτη ανιδιοτέλεια ποτέ δεν υπάρχει. Από την πράξη τους αυτή, οι φροντιστές έχουν ψυχολογικά οφέλη, όπως συναισθηματική ικανοποίηση, χαλάρωση και αύξηση της αυτοεκτίμησής τους. Επιπλέον, οι αδέσποτες γάτες μπορούν να εκπληρώσουν σημαντικές κοινωνικές ανάγκες των ηλικιωμένων και των μοναχικών ανθρώπων, καθώς μπορούν να αναπτύξουν συναισθηματικούς δεσμούς με τις γάτες που ταΐζουν.
Υπάρχουν ακόμα διάφορα έθιμα και παραδόσεις σε όλο τον κόσμο που σχετίζονται με τη φροντίδα των αδέσποτων γατιών, όπως για παράδειγμα στο Ισραήλ, όπου το τάισμα των αδέσποτων σε ορισμένες οικογένειες αποτελεί παράδοση που περνά από γενιά σε γενιά, ενώ σε ορισμένες ιταλικές πόλεις, οι γάτες διατελούν έναν σημαντικό αισθητικό ρόλο, που οι Ιταλοί το αποκαλούν «patrimonio bioculturale» (που θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε ως «βιοπολιτιστική κληρονομιά») ως αναγνώριση της θετικής συμβολής τους στη ζωή και στην εικόνα της πόλης. Ακόμη, σε ένα πανεπιστήμιο στο Λίβανο ταΐζουν καθημερινά εκατοντάδες γάτες που ζουν στην πανεπιστημιούπολη θεωρώντας ότι παρέχουν χαλάρωση και αισθητικά οφέλη στους φοιτητές. Στην Ταϊλάνδη καθώς η στείρωση δεν συμπλέει με τις βουδιστικές πεποιθήσεις, οι πολίτες παροτρύνονται να τις ταΐζουν επαρκώς ώστε να αναπαραχθούν. Η προσφορά τροφής είναι συμβατή με τον βουδισμό που λέει ότι έτσι δημιουργείται μια αμοιβαία σχέση ανάμεσα στις γάτες και τους φροντιστές, όπου και οι τελευταίοι θα έχουν ως ανταμοιβή της πράξης τους αυτής, την βελτίωση της ζωής τους.
Στον αντίποδα, υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που απεχθάνεται τις αδέσποτες γάτες, θεωρώντας τες παράσιτα, ενοχλούμενοι από τις ανεπαρκείς δημόσιες υπηρεσίες για την διαχείρισή τους. Εκφράζουν ανησυχία για τον υπερπληθυσμό τους, και τις αντιλαμβάνονται ως απειλή για την δημόσια υγεία. Είναι συνήθως εκείνοι οι γείτονες που ενοχλούνται από τη σίτιση των αδέσποτων και αντιδρούν φωνάζοντας, κλωτσώντας δοχεία τροφής και το νερού, βρίζοντας τους ανθρώπους που τα φροντίζουν. Σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να προχωρήσουν και σε πιο ακραίες πράξεις, όπως να δηλητηριάσουν τα δύσμοιρα αυτά ζώα.
Σίγουρα οι δημόσιες υπηρεσίες καλούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να διαθέσουν τους απαιτούμενους πόρους και προγραμματισμό ώστε να μην είναι κανένα ζώο αδέσποτο ή κακοποιημένο, και να υπάρξει μέριμνα και φροντίδα για την ευζωία των αδέσποτων, αλλά και τον περιορισμό του πληθυσμού τους, μέσω ενός αποτελεσματικού συστήματος υιοθεσίας και μέσω ενός νέου πλαισίου αναπαραγωγής με κανόνες. Αυτό θα ήταν εφικτό μέσω της κρατικής συνεργασίας με την τοπική αυτοδιοίκηση, επιστημόνων, φιλοζωικών οργανώσεων και πολιτών για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ζώων συντροφιάς και την προστασία των αδέσποτων ζώων όπως άλλωστε προέβλεπε και το σχετικό νομοσχέδιο.
Συμπερασματικά, η φροντίδα των αδέσποτων αιλουροειδών που ζουν στη πόλη μας, σίγουρα αποτελεί ένδειξη ενσυναίσθησης αλλά και υψηλής ανθρωπινότητας, και οι φροντιστές με τη σειρά τους λαμβάνουν πολλά συναισθηματικά οφέλη από την πράξη τους αυτή. Για τους υπόλοιπους που απλά εκφράζουν ένα παθιασμένο μένος για οτιδήποτε δεν τους ανήκει και τους χαλάει την εικόνα «καθαριότητας» και «τάξης», δεν είναι απλά ότι μου προκαλούν θλίψη και αποστροφή, αλλά παράλληλα μου προκαλούν φόβο, ότι αντίστοιχα με τον ίδιο ίσως τρόπο θα αντιδρούσαν πιθανώς και προς άλλους ανθρώπους που τους χαλάνε την εικόνα. Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο η πολιτεία οφείλει και έχει υποχρέωση να βοηθήσει ανθρώπους σαν την κυρία Ναυσικά, που από το υστέρημά της φροντίζει τις αδέσποτες γάτες έξω από τον «Ερυθρό Σταυρό» και μας δείχνει πως έχει μια μεγάλη καρδιά που τα χωράει όλα, «ακόμα και τα φίδια» όπως η ίδια λέει.