Το να μοιράζεσαι τη ζωή σου online δεν είναι κάτι καινούργιο, συμβαίνει εδώ και χρόνια και δυστυχώς έχει γίνει σχεδόν προϋπόθεση για να υπάρχεις για τον έξω κόσμο. Αν δεν ανεβάζεις περιεχόμενο είναι σαν να μην ζεις στον κόσμο μαζί με όλους τους άλλους. Το “oversharing”, δηλαδή η υπερβολική κοινοποίηση προσωπικών σκέψεων, συναισθημάτων ή στιγμών, είναι το νέο κοινωνικό νόμισμα. Όμως, όσο πιο πολύ δείχνουμε, τόσο πιο πολύ χάνουμε τον έλεγχο της αφήγησης.
Αν έχεις TikTok, σίγουρα έχεις δει το trend “Get ready with me while I cry” ή κάποια άλλη εξομολόγηση σε βίντεο με tag #traumadump. Λοιπόν αυτή είναι η νέα κανονικότητα και σε καλωσορίζουμε στην oversharing era, δηλαδή την εποχή που το να μιλάς πάρα πολύ για τη ζωή σου δεν είναι πια παράξενο είναι κάτι που το κάνουν όλοι. Μοιραζόμαστε τις αγωνίες μας, τις θεραπείες μας, τους χωρισμούς, τους έρωτες, όλα όσα μας ενοχλούν, όλα όσα λέμε στην ψυχοθεραπεία, και όλα γίνονται σε πραγματικό χρόνο, σε απευθείας μετάδοση με φίλτρα ή χωρίς. Η αυθεντικότητα είναι trend, και όλοι θέλουμε να είμαστε «αληθινοί και αυθεντικοί» χωρίς στόχο να γίνουμε viral.
Όμως πότε πραγματικά το αυθεντικό μετατρέπεται σε «πάρα πολύ»
Η ανάγκη να μοιραζόμαστε δεν είναι καινούργια και είναι εντελώς ανθρώπινη, από τα ημερολόγια μέχρι τα podcasts, πάντα ψάχναμε τρόπους να ακουστούμε και να εκφράσουμε όσα μας συμβαίνουν. Η διαφορά είναι ότι τώρα το κάνουμε δημόσια, μπροστά σε χιλιάδες αγνώστους και πολλές φορές, χωρίς να προλάβουμε να επεξεργαστούμε και εμείς οι ίδιοι αυτά που ζούμε και συμβαίνουν γύρω μας. Η Gen Z έφερε την ειλικρίνεια στο προσκήνιο και δεν ντρεπόμαστε να μιλήσουμε για ψυχική υγεία, τοξικές σχέσεις ή προσωπικά βιώματα. Αλλά το oversharing δεν είναι το ίδιο με το ευαλωτότητα. Το να είσαι ευάλωτος είναι συνειδητό, το oversharing, συχνά, είναι αυθόρμητο και μια έκρηξη συναισθημάτων που ανεβαίνει στα social πριν καν το σκεφτούμε.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μερικές φορές, αφήνουμε τους άλλους να δουν πάρα πολλά χωρίς να έχουμε βάλει φραγμούς και όρια, όταν το κοινό (ή οι followers) απαντούν με σχόλια, κριτική ή αδιαφορία, ο αντίκτυπος είναι ότι μπορεί να πονέσει πραγματικά.
Αν αναρωτηθούμε γιατί το κάνουμε, γιατί μπαίνουμε στην διαδικασία να βγάζουμε τη ζωή μας στο διαδίκτυο, η απάντηση δεν είναι απλή αλλά είναι πολύ ανθρώπινη. Ένας ψυχολόγος θα σου πει ότι το oversharing συνδέεται με την ανάγκη για επιβεβαίωση και σύνδεση. Όταν όλα γίνονται online το να μην μοιραστείς κάτι μπορεί να μοιάζει σαν να μην συνέβη, διότι τα likes είναι ένα μικρό σημάδι αποδοχής, και το σχόλιο που μπορεί αν ταυτίζεται μαζί μάς, μας κάνει να νιώθουμε λιγότερο μόνοι.
Βέβαια υπάρχει και η πλευρά της αυτοθεραπείας που όταν μιλάμε για όσα μας πονούν, νιώθουμε ότι τα απελευθερώνουμε, τα ξορκίζουμε και δεν μπορούν πια να μας πληγώσουν. Αλλά το internet δεν είναι θεραπευτής και δεν είναι πάντα φιλικό. Το oversharing μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι, γιατί τα δεδομένα μένουν για πάντα εκεί έξω και έχουν δύναμη αν κάποιος θελήσει να τους την δώσει.
Οι πλατφόρμες έχουν γεμίσει με βίντεο ανθρώπων που μας ανοίγονται για τα πάντα και ενώ στην αρχή νιώθουμε ενσυναίσθηση, μετά από λίγο κουραζόμαστε. Οι ψυχολόγοι μιλούν πλέον compassion fatigue, δηλαδή τη συναισθηματική εξάντληση από την υπερβολική έκθεση σε ιστορίες πόνου. Σχεδόν όλες οι ηλικίες, αλλά κυρίως η Gen Z ζει σε μια διαρκή ροή συναισθηματικού περιεχομένου και κάθε scroll μπορεί να σε πάει από ένα βίντεο αυτοβελτίωσης σε ένα εξομολογητικό βίντεο για απώλεια ή τραύμα, και κάπως έτσι, μαθαίνουμε να κάνουμε scroll ακόμα και στον ανθρώπινο πόνο και σίγα-σίγα φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να μας αγγίξει. Το oversharing, αντί να μας φέρνει πιο κοντά, μπορεί να μας κάνει πιο αναίσθητους και να είναι το ίδιο ότι και αν προβάλλεται μπροστά μας, είτε έχει να κάνει με πόνο, καταστροφή, είτε με χαρά το συναίσθημα να είναι ένα, δηλαδή ανύπαρκτο.
Το μεγάλο ερώτημα είναι, πού τραβάμε τη γραμμή και που μπαίνουν τελικά τα όρια του προσωπικού με το δημόσιο. Δεν υπάρχει απόλυτη απάντηση, αλλά υπάρχουν μερικά red flags που καλό θα είναι να προσέξουμε, για παράδειγμα: Όταν ανεβάζεις κάτι για να νιώσεις στιγμιαία καλύτερα ή όταν αποκαλύπτεις πληροφορίες που μπορεί να σε βλάψουν ή και κυρίως όταν βασίζεις την αυτοεκτίμησή σου στις αντιδράσεις των άλλων. Η αυθεντικότητα δεν χρειάζεται να σημαίνει διαφάνεια 100% στην προσωπική σου ζωή και άμεση πρόσβαση στον καθένα για να την κρίνει. Μπορείς να είσαι αληθινός και ταυτόχρονα να έχεις όρια, να επιλέγεις τι θα μοιραστείς και με ποιον. Το ότι δεν είναι όλα για όλους δεν είναι έλλειψη ειλικρίνειας, είναι πράξη αυτοσεβασμού.
Πριν τη επόμενη ανάρτηση μπορείς να αναρωτηθείς «γιατί θέλω να το ανεβάσω αυτό», αν η απάντηση είναι «για να νιώσω καλύτερα άμεσα», σταμάτα και πάρε λίγο χρόνο. Είναι σημαντικό να κρατάμε χώρο για στιγμές που δεν θα μοιραστούμε στα social, δεν χρειάζεται να καταγράψεις κάθε εμπειρία σου, αρκεί αν είσαι παρών για να την απολαύσεις. Αν έχεις την ανάγκη να εκφραστείς, υπάρχουν η οικογένεια σου, οι φίλοι σου, ο ψυχολόγος, ή ακόμα και το ημερολόγιο σου. Αφιέρωσε λίγο από τον χρόνο σου, αποδέξου τη σιωπή και άρχισε να γράφεις, μερικές φόρες είναι αρκετό για να σε κάνει καταλάβεις τι πραγματικά θέλεις και αισθάνεσαι. Δεν χρειάζεται να έχεις τη γνώμη του κοινού για όλα ούτε να εξηγείς κάθε σου κίνηση. Η σιωπή δεν είναι αδυναμία είναι ένδειξη αυτοπεποίθησης.
Η κουλτούρα του oversharing μάς έμαθε κάτι πολύτιμο, ότι η ειλικρίνεια μπορεί να θεραπεύσει. Αλλά μάς δίδαξε και κάτι άλλο, ότι η ειλικρίνεια χωρίς όρια μπορεί να καταστρέψει. Το Internet δεν ξεχνά, και η ψυχή χρειάζεται ιδιωτικότητα για να ανασάνει.
Η ισορροπία βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο θέλω να μοιραστώ και στο θέλω να προστατεύσω τον εαυτό μου. Ο κόσμος δεν χρειάζεται να ξέρει τα πάντα για σένα για να σε θεωρήσει αυθεντικό. Μπορεί κάποιες ιστορίες να είναι πιο δυνατές όταν μένουν μόνο δικές μας και μακριά από τα κοινωνικά μέσα.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.





