Στην Ελλάδα του 2025, δεν χρειάζεται να κοιτάξεις πολύ μακριά για να βρεις τι σημαίνει «κουλτούρα επιβίωσης» και πως σχετίζεται με την αξιοπρέπεια. Αρκεί να σταθείς στην ουρά ενός ΚΕΠ, να ανέβεις σε λεωφορείο 8:15 το πρωί ή να διαβάσεις τις μικρές αγγελίες. Εκεί που οι λέξεις «μερική απασχόληση», «ευέλικτο ωράριο», «έξοδα μετακίνησης δικά σας» μοιάζουν πλέον με κανονικότητα, όχι με εξαίρεση. 

Η κουλτούρα επιβίωσης δεν είναι καινούργια. Την κληρονομήσαμε σιωπηλά από τις γενιές που έκλειναν τον φάκελο με τα χαρτιά της μετανάστευσης δίπλα στο εικόνισμα. Τη ζήσαμε στην κρίση του 2010, τη “φτύσαμε” με έναν τρόπο στην πανδημία και την καταπίνουμε ξανά αυτή τη φορά σε μορφή «καινοτομίας», gig economy και «ελεύθερης» αγοράς. 

Πίσω από κάθε freelance πλατφόρμα, κάθε ενοικιαζόμενο σαλόνι που έγινε χώρος εργασίας, κάθε μήνυμα στο κινητό που ρωτά «μπορείς να δουλέψεις λίγες ώρες ακόμη;», κρύβεται μια σκληρή αλήθεια: επιβιώνουμε, δεν ζούμε. Οι ζωές μας λειτουργούν με power-saving mode. Τρώμε κάτι πρόχειρο, κοιμόμαστε λιγότερο, πνίγουμε την ανησυχία με scroll και μουσική. Ό,τι δεν σκοτώνει, απλώς μας κρατάει στο παιχνίδι. 

Και μέσα σε αυτή τη σιωπηλή συμφωνία με την ανάγκη, η αξιοπρέπεια γίνεται ζήτημα αντίστασης. Όχι θεαματικής, όχι πρωτοσέλιδης. Είναι εκείνη η στιγμή που κάποιος αρνείται να δουλέψει δωρεάν «για εμπειρία». Είναι η φοιτήτρια που ακυρώνει ένα μάθημα γιατί προτιμά να ξεκουραστεί, όχι να εξαντληθεί. Είναι η μαμά που ζητά τηλεργασία για να μη μεγαλώσει το παιδί της μία οθόνη αντί αυτής. Η αξιοπρέπεια δεν είναι ουτοπία, είναι η ελάχιστη ζεστασιά στην παγωμένη λογική των αριθμών. 

Ζούμε σε μια εποχή που φτιάχνει πολιτικές για «το καλάθι του νοικοκυριού», αλλά δεν ρωτάει ποτέ το ίδιο το νοικοκυριό πως είναι, που μιλά για ανάπτυξη και ΑΕΠ, την ώρα που ένα στα δύο νέα παιδιά δουλεύει με μπλοκάκι και χωρίς σταθερό ωράριο, που πανηγυρίζει για τουρισμό-ρεκόρ, ενώ οι εργαζόμενοι στον κλάδο κοιμούνται σε κοντέινερ και δεν έχουν ρεπό όλο το καλοκαίρι, που υποστηρίζει ότι «το κράτος δεν μπορεί να τα κάνει όλα», αλλά ξεχνά πως δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν έχουν κανένα. 

Κάπως έτσι διαμορφώνεται μια κουλτούρα: όχι μέσα από μεγάλα αφηγήματα, αλλά από μικρές παραδοχές. Είναι εντάξει να μην έχεις σχέδια, πως δεν πειράζει να συμβιβαστείς, πως η ζωή είναι δύσκολη και άρα δεν μπορείς να περιμένεις πολλά. Μια κουλτούρα που δεν αμφισβητεί τον κόπο, αλλά εξοικειώνει την εξουθένωση. Δεν πολεμά την αδικία, απλώς την αποδέχεται σαν αναπόφευκτη. 

Κι όμως σε πείσμα όλων αυτών βλέπεις ανθρώπους να έχουν πείσμα και διάθεση για πραγματική ζωή. Άνθρωποι που ξαναπιάνουν δουλειά μετά τα 50, χωρίς να ζητούν λύπηση. Άλλοι που αρνούνται να σκύψουν μπροστά σε εργοδότες τύπου «θα το γράψεις στο portfolio σου». Νέοι που ανοίγουν συλλογικές κουζίνες, κοινωνικά παντοπωλεία, αυτοδιαχειριζόμενα στέκια. Μέσα σε όλα η αξιοπρέπεια δεν είναι ιδεολογική πολυτέλεια, αλλά πράξη. Ίσως η μόνη που τους κρατά ανθρώπους. 

Γιατί τι άλλο είναι η αξιοπρέπεια από το να ορίζεις εσύ τη φωνή σου μέσα στον θόρυβο; Να λες «όχι» όταν όλα σου λένε «πες ναι». Να μπορείς να βγεις από μια σύμβαση εργασίας χωρίς να αισθάνεσαι ότι εγκαταλείπεις τη ζωή σου. Να φτιάχνεις το δικό σου μικρό πλαίσιο ασφάλειας σε κάθε συνθήκη και να νιώθεις τελικά σίγουρος για τα κεκτημένα. 

Σε μια κοινωνία που σε εκπαιδεύει να επιβιώνεις, να ζητάς τα βασικά είναι επαναστατικό. Να απαιτείς όχι μόνο φαγητό και στέγη, αλλά και χώρο για ξεκούραση, αγάπη, τέχνη, σχέση, είναι ύβρις στο status quo. Μα αυτή η ύβρις είναι και η αρχή της αλλαγής, γιατί χωρίς αξιοπρέπεια καμιά επιβίωση δεν είναι ζωή. 

Και ίσως αυτό να είναι το μεγάλο στοίχημα των καιρών μας: να ξανακάνουμε την αξιοπρέπεια κανόνα, όχι εξαίρεση. Να θυμηθούμε ότι μπορούμε να είμαστε περισσότερο από χρήσιμοι, μπορούμε να είμαστε ολόκληροι και γεμάτοι. 

Κι ας μη ξεχνάμε: Η επιβίωση είναι ένστικτο. Η αξιοπρέπεια, όμως, είναι επιλογή. Και κάθε μέρα που την επιλέγουμε, φέρνουμε τη ζωή λίγο πιο κοντά. 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.