Στη ζωή μου έχω κάνει, συνολικά, τέσσερις δουλειές: σερβιτόρος (στα πολύ νιάτα μου), dj σε μπαρ, ραδιοφωνικός παραγωγός και δημοσιογράφος/συγγραφέας.
Από αυτές τις τέσσερις, η πιο δύσκολη και η πιο απαιτητική μακράν, ήταν όταν κλήθηκα, στα 18 μου χρόνια, να εργαστώ ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο στην πόλη που σπούδαζα, τα Γιάννενα, προκειμένου να «τσοντάρω» χρήματα για το νοίκι του σπιτιού που έμενα (και φυσικά την διατροφή και την διασκέδασή μου).
Ήμουν στα ντουζένια μου από άποψης κουράγιου, αντοχής και ψυχοσωματικής ανθεκτικότητας και πολλές φορές βρήκα τον εαυτό μου «κωλυώμενο». Να παθαίνει σκοτοδίνες. Να ζαλίζεται από το τρέξιμο πέρα δώθε. Ήμουν 18 και μετά από ένα χρόνο που συνέχισα να κάνω την δουλειά αυτή ταυτόχρονα με το διάβασμα για τις εξεταστικές, ένιωσα ότι είχα γεράσει δέκα χρόνια. Ότι δεν ήμουν ένας 19χρονος φοιτητής Ιστορίας-Αρχαιολογίας, αλλά ένας 30χρονος που οδεύει προς την μέση ηλικία.
Εκείνη η χρονιά αποτέλεσε «σχολείο» για μένα ως προς την παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς των θαμώνων ενός εστιατορίου. Παρατηρούσα συνήθειες, ήθη και έθιμα στο νεαρό ή πιο ηλικιωμένο πληθυσμό μιας, φύσει και θέσει, συντηρητικής επαρχιακής πόλης. Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα είναι το ότι οι πιο «ματσωμένοι» θαμώνες ήταν αυτοί που, παραδοσιακά, άφηναν τα μικρότερα φιλοδωρήματα μετά το πέρας του γεύματός τους.
Ενω, αντίστροφα, οι λιγότεροι οικονομικά προνομιούχοι και οι πιο λαϊκοί τύποι, ήταν αυτοί που άφηναν πάντα το μεγαλύτερο φιλοδώρημα. Όμοιος ομοίω πελάζει. Και κατανοεί και καταλαβαίνει.
Δυο πράγματα επίσης συνειδητοποίησα τότε: το πρώτο ήταν ότι όσα tips και αν παίρναμε, το φιλοδώρημα το έπαιρνε πάντα το μαγαζί και ποτέ οι σερβιτόροι – σιγά μην ασχοληθεί ο «παγουράς» ιδιοκτήτης με το να αποδώσει «τα του Κάισαρος τω Κάισαρι» στον 18χρονο φοιτητή που ήρθε από την Αθήνα στην «πόλη του» για σπουδές. «Περαστικός είναι, περαστικός θα μείνει», πιθανώς να σκεφτόταν.
Το δεύτερο είναι ότι, σε μια εντελώς παρά φύσει συμπεριφορά του ψυχισμού μου, δεν παρεξηγιόμουν καθόλου, σε σχέση με άλλους συναδέλφους μου, ως προς το ποσό που θα μας άφηνε ένα «τραπέζι» ως φιλοδώρημα.
Και εγώ, πριν γίνω σερβιτόρος, ήμουν πρώτα απ’ όλα θαμώνας ενός άλλου εστιατορίου, οπότε το έβρισκα λίγο άκομψο μέσα μου να κρίνω (και να κατακρίνω) τον τάδε πελάτη, ο οποίος άφησε 500 δραχμές φιλοδώρημα (μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του ’90 τώρα), ενώ ο δείνα άφησε 1.000 δραχμές.
Τόσο μπορούσε ο καθένας, τόσο έδωσε. Τόσο τον «έπαιρνε» η τσέπη του, τόσο μπορούσε. Και αν δεν μπορούσε καθόλου και βλέπαμε ένα απλό κατοστάρικο πάνω στο τραπέζι εν είδη tip, και πάλι δεν ένιωθα ότι ήμουν σε θέση να επικρίνω κάποιον για το τι είδους κουμάντο κάνει στην τσέπη του. Μπορεί γι’ αυτόν, η συγκεκριμένη νύχτα, να αποτελούσε, λόγω φτώχειας ή ανέχειας, την μοναδική του έξοδο για όλο τον μήνα. Που να ξέρω τι συμβαίνει στα οικονομικά του;
Πολλοί συνάδελφοί μου, ωστόσο, τα «έπαιρναν στο κρανίο» με μηδενικά ή απειροελάχιστα φιλοδωρήματα. «Μα να τρέχουμε πέρα δώθε σαν τους τρελούς όλο το βράδυ και ούτε καν ένα κατοστάρικο; Δηλαδή δεν σκέφτονται τον κόπο μας;»
Τώρα, πείτε με κυνικό, πείτε με πραγματιστή, αλλά δεν μπήκα στο χώρο της εστίασης προκειμένου να κάνω καριέρα. Ο άνθρωπος που με προσέλαβε, μού πλήρωνε τον βασικό μισθό τότε (γύρω στα 170.000 δρχ. αν δεν κάνω λάθος) και τα ενσημά μου και τέλος. Τα φιλοδωρήματα ήταν ένα πολύ όμορφο «παρελκόμενο» της όλης φάσης, που ωστόσο δεν περνούσε ποτέ από το νου μου ότι θα αποτελεί την βασική πηγή του βιοπορισμού μου.
«Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε», μού λέει ο Γιώργος Κ., ο οποίος εργάζεται σήμερα σε ένα μεγάλο εστιατόριο στο κέντρο της Αθήνας. Ο Γιώργος είναι γύρω στα 40, είναι επαγγελματίας γραφίστας, που άνοιξε το δικό του γραφείο, το οποίο ωστόσο δεν παίρνει αρκετές δουλειές, οπότε, με μια γυναίκα και ένα μικρό παιδί να έχει να φροντίσει, αναγκάζεται και στα 40 του μπλέχτηκε με τον χώρο της εστίασης.
«Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει στην ζωή μου. Ο χώρος είναι ένα πραγματικό μπουρδέλο. Εχω και άλλους φίλους που εργάζονται σε εστιατόρια ως σερβιτόροι και ακούω από αυτούς τα ίδια παράπονα: είναι υποπληρωμένοι, εργάζονται υπό δυσχερείς συνθήκες, με εξαντλητικά ωράρια και υπό την διεύθυνση πολύ κακών ιδιοκτητών ή προϊσταμένων, και πάλι δουλεύουν με τον κατώτατο μισθό, ενώ φυσικά το βαζάκι των φιλοδωρημάτων [το γνωστό tips jar] όταν γεμίζει, στο τέλος της κάθε βάρδιας, το περιέχόμενό του δεν ισομοιράζεται μεταξύ όλων των υπαλλήλων, κατά τα συμφωνηθέντα, αλλά κατά το δοκούν», μου επισημαίνει εμφατικά ο Γιώργος.
Όταν τον ρωτάω ποιο είναι το «κατά το δοκούν», κάνει μια παύση στο τηλέφωνο και μού απαντάει «έλα ρε μαλάκα, μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Το αφεντικό τα παίρνει όλα. Ή σχεδόν όλα. Μάς αφήνει εκεί κάτι ξεροκόμματα. Αν, π.χ. τα φιλοδωρήματα είναι συνολικά 2.000 ευρώ, το ένα χιλιάρικο θα το τσεπώσει αυτός και εμείς οι υπόλοιποι 5-6 σερβιτόροι θα μοιραστούμε τα υπόλοιπα. Και ενώ είναι ξεκάθαρο εξαρχής ότι τα φιλοδωρήματα απευθύνονται αποκλειστικά στο προσωπικό και όχι στην διεύθυνση του μαγαζιού».
Όταν το φιλοδώρημα βγαίνει εκτός ελέγχου
Ας μιλήσω λοιπόν για τις προσωπικές μου συνήθειες: δεν είμαι ο πιο γαλαντόμος και large tipper του κόσμου, αλλά πάντα, μα πάντα αφήνω φιλοδώρημα σε εστιατόριο, μπαρ και ντελιβερά. Δεν είμαι δηλαδή ο Mr. Pink από το «Reservoir Dogs» που αρνείται πεισματικά να αφήσει φιλοδώρημα στις γκαρσόνες και τον κράζουν όλοι. Αφήνω πάντα, έστω ένα μικρό ποσό. Αλλά, σόρυ, δεν είμαι ο Ελον Μασκ να αφήνω κάτι υπέρογκα tips, όπως π.χ. κάνει μέχρι και σήμερα μια αμερικανοθρεμμένη φίλη μου, η οποία αφήνει πάντα το 20% του συνολικού λογαριασμού σε tip.
Τις προάλλες που είχαμε βγει για φαγητό, κάναμε έναν λογαριασμό 42 ευρώ. Εκείνη άφησε 8 ευρώ φιλοδώρημα, εγώ 4. Συνολικά 12 ευρώ tips σε έναν λογαριασμό 42 ευρώ. (Δεν ξέρω ποιος πήρε τα 12 αυτά ευρώ, αλλά εύχομαι η κοπέλα που μας σέρβιρε, γιατί ήταν άψογη και τής άξιζε να τα πάρει σπίτι της και να τα «φάει» όπως ήθελε η ίδια).
Η φίλη μου σηκώθηκε από την καρέκλα της και με στραβοκοίταξε. «Δώσε κάτι παραπάνω ρε τσίπη, τρέχουν τα παιδιά», μού είπε, γιατί έχει το θάρρος να το κάνει. Και εγώ αντίστοιχα, είχα το θάρρος να της υπενθυμίσω ότι, σε αντίθεση με εκείνη, που δεν έχει παιδιά, σκυλιά, γατιά να φροντίσει, εγώ έχω να δίνω μηνιαίως και μια αρκετά μεγάλη διατροφή στην πρώην γυναίκα μου για να είναι εκείνη και το παιδί μου οκ ως προς τις ανάγκες τους.
Δεν ξέρω αν το κατάλαβε. Πιθανώς και όχι, γιατί υπάρχει και το εξής παράδοξο: αυτός που δίνει το μεγαλύτερο φιλοδώρημα, έχει και ένα (παράλογο) αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στους άλλους. Ότι, και καλά, «φροντίζει τους συνανθρώπους του». Ότι «κάνει το χρέος του απέναντι στην κοινωνία».
Τι παπάρια μάντολες, αλήθεια. Τι ανήθικη αίσθηση ηθικής ανωτερότητας είναι αυτή.
Και εδώ έγκειται το πρώτο πρόβλημα με την έννοια του φιλοδωρήματος: ότι δημιουργεί σε μια παρέα ή γενικα στους άλλους ένα τεράστιο ψυχολογικό peer pressure. Ότι «πρέπει» όχι μόνο να αφήσεις φιλοδώρημα, αλλά μάλιστα αυτό να είναι και «εντυπωσιακό», προκειμένου να θεωρηθείς (γιατί άραγε;) ότι είσαι «κιμπάρης».
Για να το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: όπως η πατρότητα και η μητρότητα, έτσι και το φιλοδώρημα ΔΕΝ είναι υποχρέωση. Είναι ξεκάθαρη επιλογή του καθενός από εμάς.
Είναι στην διακριτική ευχέρεια του άλλου αν θα αφήσει tip, βάσει συγκεκριμένων παραγόντων. Αν η εξυπηρέτηση ήταν καλή, αν έμεινε ευχαριστήμενος από την συνολική εμπειρία του μέσα στο χώρο και, ασφαλώς, αν του περισσεύουν. Το υπενθυμίζω ξανά αυτό, γιατί ζούμε σε εποχές ύποπτες, που δεν περισσεύει τίποτα από κανέναν μας, ενώ αντιθέτως έχουμε και το πανούργο «shrinkflation».
Δηλαδή είδη, αγαθά και υπηρεσίες που διαρκώς μικραίνουν και «συρρικνώνονται» προς αποκλειστικό όφελος εκείνου που τις παρέχει, με το οικονομικό βάρος να μετακυλίεται αποκλειστικά στον πελάτη / θαμώνα / καταναλωτή.
Επίσης, έχει αρχίσει στην Αθήνα και εμφανίζεται το εξής ανησυχητικό φαινόμενο: tips jars παντού, είτε κάνουν ντελίβερι, είτε όχι. Κάτω από τα γραφεία του Olafaq υπάρχει μια καφετέρια, στην οποία μπαίνεις εσύ ο ίδιος να αγοράσεις τον καφέ σου -αν μου τον έκαναν ντελίβερι, ασφαλώς και ο διανομέας θα έπαιρνε φιλοδώρημα.
Αλλά μπαίνοντας μέσα και περιμένοντας να μου δώσουν το πλαστικό ποτήρι με τον φρέντο εσπρέσο, δεν σταμάτησα να κοιτάω αυτό το βαζάκι με τα ελάχιστα κέρματα που καθόταν δίπλα στο ταμείο. Αναρωτήθηκα ποιοι είναι αυτοί που, όπως και εγώ, μπήκαν μέσα στο μαγαζί, πήραν τον (καταφανώς υπερτιμημένο) καφέ των συνολικά 6 γουλιών και 8 χοντρών παγακίων (προκειμένου να φαίνεται το ποτήρι γεμάτο) αξίας άνω των 3.5 ευρώ και κατόπιν άφησαν και φιλοδώρημα.
Μια κοινωνική αδικία που πρέπει να διορθωθεί
Η μόνιμη επωδός όλων αυτών είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί που δουλεύουν στην εστίαση «στέκονται όρθιοι τόσες ώρες και τρέχουν πέρα δώθε για να σε εξυπηρετήσουν, ρε γαμημένο άνιωθο ζωντόβολο».
Στην συγκεκριμένη καφετέρια, υπήρχε μονο μια ταμίας -γιατί να δώσω φιλοδώρημα στην ταμία; Αν είναι έτσι, να αφήσω φιλοδώρημα και στην ταμία στα McDonalds που θα μου δώσει το μπέργκερ μου.
Ομως θα σας δώσω δυο παραδείγματα που συνέβησαν πρόσφατα μπροστά στα μάτια μου, ως απόδειξη της υπολανθάνουσας λογικής όλων αυτών, γιατί, ξέρετε, δεν «στέκονται όρθιοι και τρέχουν πέρα δώθε» μόνο οι άνθρωποι που εργάζονται στην εστίαση (και οι οποίοι, επαναλαμβάνω, δικαιούνται φυσικά να λαμβάνουν φιλοδώρημα. Για να μην παρεξηγηθώ ως προς αυτό).
Υπάρχουν πολλά επαγγέλματα εκεί έξω που είναι για ώρες υπό καθεστώς ορθοστασίας και δυσχερών συνθηκών δουλειάς και έχουν τον κάθε μαλάκα πελάτη να τους πρήζουν τα ούμπαλα και κανείς δεν μιλάει γι’ αυτά τα επαγγέλματα, για το ότι δεν λαμβάνουν φιλοδώρημα για το επίσης τεράστιο τρέξιμο που κάνουν.
Τις προάλλες είχα πάει στο Σύνταγμα, σε μια γνωστή αλυσίδα βιβλιοπωλείων και σχολικών ειδών. Το σχολείο του 6χρονου γιου μου μάς έστειλε μια λίστα με 20 (!) ξενόγλωσσα βιβλία, με το αίτημα να αγοράσουμε 2-3 από αυτά για να τα έχουν στο μάθημα των αγγλικών.
Με εξυπηρέτησε μια ευγενικότατη κοπέλα ούτε 20 ετών (που, πάω στοίχημα το σπίτι μου, ότι πληρώνεται με τον βασικό μισθό, όπως και χιλιάδες ακόμη εργαζόμενοι στην Ελλάδα σε όλους τους χώρους, από την εστίαση μέχρι την ένδυση και την υπόδυση), η οποία αφού πήρε το χαρτί με τα 20 βιβλία, έψαξε, επί περίπου 25 λεπτά στις προθήκες, τα ράφια αλλά και τις αποθήκες και τελικά κατάφερε, μετά κόπων και βασάνων (και με 2-3 ακόμη γονείς να περιμένουν υπομονετικά την σειρά τους πίσω από εμένα και τον γιο μου), να μας βρει ένα ξενόγλωσσο βιβλίο.
Σε αυτήν την κοπέλα γιατί δεν άξιζε να της δώσω φιλοδώρημα; Δεν έτρεξε; Δεν ενδιαφέρθηκε; Δεν πάσχισε να κάνει σωστά και με αξιοπρέπεια την δουλειά της; Γιατί δεν υπήρχε λοιπόν ένα tips jar και γι’ αυτούς τους υπαλλήλους;
Δεύτερο παράδειγμα: βρίσκομαι στο Mall και είμαι σε ένα κατάστημα με ανδρικά παπούτσια. Δυο υπάλληλοι – αμφότερες γυναίκες – εξυπηρετούν τους πελάτες. Δίπλα μου, σε έναν καναπέ τρία μέτρα από μένα, κάθεται ένας 50αρης που το λιγότερο που μπορώ να τον χαρακτηρίσω είναι «μαλάκας». Είναι προσβλητικός απέναντι στην κοπέλα που του φέρνει να δοκιμάσει ένα ζευγάρι παπούτσια, όλο απορρίπτει αυτό, «μα είναι δυνατόν κοτζάμ τέτοια μάρκα να μην έχετε το νούμερό μου;», γενικά ένας μαλάκας και μισός, με ένα τεράστιο entitlement ότι όλα του ανήκουν και ότι όλοι πρέπει να τον εξυπηρετούν.
Εγώ αγόρασα τα παπούτσια μου, αφού δοκίμασα 1-2 ζευγάρια, πήγα στο ταμείο, περίμενα στωικά την σειρά μου να πληρώσω και ο τύπος από πίσω μου ακόμη μανούριαζε με την υπάλληλο – που, ειλικρινά, είμαι σίγουρος ότι αν καθόταν λίγο ακόμη να τα ακούει από αυτόν, θα έβαζε τα κλάματα.
Τελικά, ευτυχώς, ο ανδρας αυτός αποφάσισε, μετά από καμια 20αριά ζευγάρια παπούτσια που δοκίμασε, ότι θα αγόραζε το ένα και στήθηκε λίγο πιο πίσω μου στην ουρά για το ταμείο.
Αυτή η ευγενικότατη κοπέλα των ούτε 30 ετών η οποία τον εξυπηρέτησε επί σχεδόν 20 λεπτά, τρέχοντας σαν την μουρλή πάνω κάτω, λες και είχε απέναντί της τον Βασιλιά Ήλιο της Γαλλίας (και που, πάω στοίχημα το σπίτι μου, ότι και αυτή, όπως και η κοπέλα από το βιβλιοπωλείο, πληρώνεται με τον βασικό μισθό), δεν άξιζε φιλοδώρημα; Δεν έτρεξε; Δεν ενδιαφέρθηκε; Δεν πάσχισε να κάνει σωστά και με αξιοπρέπεια την δουλειά της; Γιατί δεν υπήρχε λοιπόν ένα tips jar και γι’ αυτούς τους υπαλλήλους στο συγκεκριμένο κατάστημα υπόδυσης;
Οπότε, ναι: δίνουμε φιλοδώρημα σε όλους τους εργαζόμενους στο χώρο της εστίασης. Δεν το συζητάμε αυτό. Εννοείται.
Αλλα, ταυτόχρονα, έχουμε στο νου μας ότι αυτή την στιγμή συντελείται μια άνευ προηγουμένου κοινωνική αδικία απέναντι σε τόσους άλλους εργαζομένους σε παρεμφερείς χώρους εργασίας, σε υπαλλήλους που εργάζονται το ίδιο σκληρά με τους εργαζόμενους της εστίασης και οι οποίοι, δικαίως, πρέπει να νιώθουν παραπονεμένοι από ένα καθεστώς, βασικά μια κακοφορμισμένη «παράδοση», η οποία διαιωνίζεται και από την οποία σχεδόν κανείς δεν βγαίνει κερδισμένος: ούτε εμείς, ως καταναλωτές, ούτε οι εργαζόμενοι στο χώρο της εστίασης (αφού η διεύθυνση του εστιατορίου συνήθως τούς παίρνει τα tips), ούτε οι εργαζόμενοι σε παρεμφερείς κλάδους.
Ξέρετε ποιοι βγαίνουν κερδισμένοι; Αποκλειστικά και μόνο τα αφεντικά.
Που, με βασικό επιχείρημα και ικανή συνθήκη το «έλα να δουλέψεις στο μαγαζί μου, γιατί θα πάρεις καλά φιλοδωρήματα», τα αφεντικά αυτά ουσιαστικά μετακυλίουν σε όλους εμάς, στην κοινωνία συνολικά, την ψυχολογική «ευθύνη» για τον βιοπορισμό αυτών των εργαζομένων.
Που αντί να τους δίνουν, όπως στην Ισλανδία ή τη Νέα Ζηλανδία (όπου το φιλοδώρημα απαγορεύεται δια ροπάλου και μάλιστα κατακρίνεται και κοινωνικά) κάτι παραπάνω από τους βασικούς μισθούς προκειμένου να πληρώσουν νοίκια και λογαριασμούς και αντί να τούς προσφέρουν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, επαφίενται στην «καλή θέληση» και, συχνά, την κοινωνική πίεση απέναντι στον πελάτη / καταναλωτή, προκειμένου αυτός να βγάλει το «φίδι» από την… οικονομική τρύπα γι’ αυτούς.
«Ναι, εννοείται πως έχω ακούσει από ιδιοκτήτη μπαρ αυτό το “έλα να δουλέψεις με 40 ευρώ το 10ωρο, αλλά θα έχεις και περίπου 40 ευρώ σε φιλοδωρήματα”, αλλά εννοείται επίσης ότι δεν πήγα», καταλήγει με νόημα ο Γιώργος.
Θα κλείσω με ένα πείραμα / αστείο που έκανα κάποτε, όταν εργαζόμουν ως dj σε ένα μπαρ στο Γκάζι: ένα βράδυ, πριν αρχίσω το dj set μου, έβαλα μπροστά στο booth του dj ένα πλαστικό ποτηράκι, γράφοντας πάνω με έναν κόκκινο μαρκαδόρο «tips».
Κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποιος για μια παραγγελιά του στυλ «ρε φίλε, βάλε αυτό το τραγούδι αν το έχεις, να το ακούσουμε, να γουστάρουμε», τού έδειχνα με το βλέμμα μου το ποτήρι.
Εκείνο το βράδυ δεν έβγαλα ούτε ένα ευρώ σε φιλοδωρήματα.