Τα social media όλο και συχνότερα αναλύονται από την πλευρά του ναρκισσισμού. Ενώ ο ναρκισσισμός δεν είναι καινούριο φαινόμενο, και από την ψυχανάλυση και την αναπτυξιακή ψυχολογία γνωρίζουμε ότι μια δόση ναρκισσισμού είναι αναγκαία για την ανάπτυξη μιας αίσθησης του εαυτού, τα social media προσφέρουν ένα ειδικό περιβάλλον για την υπερτροφικότητα του φαινομένου, κι εδώ θα επιχειρήσω να προσεγγίσω την ψηφιακή του μορφή του.
Ο Νάρκισσος είναι ένα χαρακτηριστικό πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, το οποίο, σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ήταν καταδικασμένο απ’ τους Θεούς να «αιχμαλωτίζεται» στη θέα του καθρεφτιζόμενου ειδώλου του. Αιώνια και αποκλειστικά ερωτευμένος με τον εαυτό του, ο Νάρκισσος καθρέφτιζε το είδωλό του στα νερά των ποταμών και γοητευόταν απ’ την ομορφιά του, αδυνατώντας να «δει» πραγματικά ή να αγαπήσει κάποιο πλάσμα έξω από αυτόν.
Ο ναρκισσισμός, απ’ την άλλη, ετυμολογικά προερχόμενος από τον Νάρκισσο της μυθολογίας, αποτελεί μια έννοια που έχουν κατά κόρον χρησιμοποιήσει ειδικοί στην ψυχολογία, προκειμένου να περιγράψουν έναν συγκεκριμένο τύπο διαταραχής της προσωπικότητας -ναρκισσιστική διαταραχή. Οι νάρκισσοι, επομένως, δεν είναι παρά άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από υπέρμετρο εγωκεντρισμό, αποκτώντας μια εμμονική σχέση με το «εγώ» τους, το οποίο υπερισχύει όλων των υπολοίπων.
Στη σύγχρονη εποχή της -σχεδόν φετιχιστικής- υπερέκθεσης του εαυτού στα social media, το μοτίβο του νάρκισσου έχει κατά έναν -όχι και τόσο περίεργο- τρόπο, απενοχοποιηθεί και συναντάται πολύ συχνά, χάρη στην ευκολία της selfie και των πολυάριθμων εφαρμογών ωραιοποίησης της εικόνας.
Ουσιαστικά όμως, ο ναρκισσισμός έγκειται πράγματι στη «σκοτεινή» πλευρά ανάμεσα στον ατομικισμό και τον εγωκεντρισμό, χαρακτηρίζοντας όσους διψάνε για αυτοπροβολή και δημοσιότητα, αναζητώντας κοινότυπους και μη τρόπους για να έρχονται στο προσκήνιο και να αφήνουν το αποτύπωμά τους στην ενέργεια, την προσοχή και τη σκέψη μας.
Αυτό που προσφέρουν τα social media είναι κάτι το οποίο δεν υπήρχε πριν, αφενός δημιουργούν μια εικόνα για το άτομο η οποία ταξιδεύει και αρχειοθετείται, είναι δυνατόν να τη δεις, πέρα από το ζωντανό άτομο. Αφετέρου αυτή η εικόνα δεν ανεξαρτητοποιείται εντελώς (όπως πχ η φήμη, η φημολογία, ή μια φωτογραφία που σε τράβηξε κάποιος) αλλά είναι προσβάσιμη και διαρκώς επιμελούμενη από το ίδιο το άτομο. Έτσι τα social media καλλιεργούν μια λογική – η οποία μετατοπίζεται στη συνέχεια και σε άλλους τομείς της ζωής – που το άτομο καλείται να επιμελείται διαρκώς μια εικόνα δική του, η οποία διαρκώς προηγείται της πραγματικής διάδρασης. Έτσι καλλιεργείται μια λογική που διαρκώς επιμελούμαστε το πώς μπορεί να μας δει ο άλλος οποιαδήποτε στιγμή, και αυτό γίνεται με πρακτικά εργαλεία (πχ ποσά likes συγκεντρώνουμε κτλ., χαρακτηριστικά που επίσης ποτέ δεν υπήρχαν. Ποτέ πριν τα άτομα δεν είχαν το μέσο να μετρήσουν ακριβώς τον βαθμό αποδοχής τους). Το πιο εντυπωσιακό είναι ίσως ότι τα social media δεν καλλιεργούν απλά τον ναρκισσισμό, αλλά μια ιδιαίτερη μορφή του, όπου το άτομο δεν ασχολείται καν με τον πραγματικό του εαυτό, αλλά με τον virtual εαυτό του. Στο βαθμό όμως που τα ψηφιακά μέσα παίζουν όλο και μεγαλύτερο βαθμό στη ζωή (στις γνωριμίες στη δουλειά, στο σεξ, στη καριέρα, στη δικτύωση) τελικά η ψηφιακή εκδοχή του εαυτού απορροφά την πραγματική. Από αυτό προέρχεται και μια πολύ συγκεκριμένη για τα social media κρίση άγχους, το ότι πολλοί χρήστες νιώθουν ότι πλέον στην πραγματική ζωή «πρέπει να σταθούν στο ύψος των προσδοκιών» που έχει δημιουργήσει το ψηφιακό τους image.
Παρουσιάζουμε την καθημερινότητά μας, περιμένοντας να λάβουμε τα «εύσημα» του «κοινού μας», αναπαράγοντας με ίσως τον πιο γλαφυρό τρόπο εκείνο το τσιτάτο που κυκλοφορούσε ένα φεγγάρι στα social media: “ Photo or never happened”, μια λογική που παροτρύνει τους χρήστες σε μια τάση υπερέκθεσης και μια ατέρμονη αλληλουχία αυτοπροβολής, της επινίκιας καθημερινότητάς μας επί της παγκόσμιας μιζέριας. Φωτογραφίες από τις διακοπές, το φαγητό μας, την βραδιά μας στην ταβέρνα, την τούρτα γενεθλίων μας, τα ερωτικά μας ενσταντανέ, τις επιτυχίες των παιδιών μας στο σχολείο, το καινούργιο μας αμάξι κοκ., την προβολή της ομορφιάς και της τελειότητας σε ένα μανιώδες ευγονικό κυνήγι της επίπλαστης περσόνας μας που νοηματοδοτείται περισσότερο από τον αριθμό σχολίων, emoji και likes που θα λάβουν, παρά οι ίδιες οι επιτυχίες ως συναίσθημα είτε ολοκλήρωσης, είτε απόλαυσης ή εσωτερικευμένης και βαθιάς ευτυχίας που μοιραζόμαστε με τους αγαπημένους μας. Αντιθέτως, η αυτοπροβολή ταΐζει την αδηφάγα επιθυμία μας για ναρκισσισμό και αυτοπροβολή, μια παθογένεια που εν τέλει καταλήγει στην διαιώνιση μιας γενικευμένης ματαιοδοξίας. Το τραγικό εδώ πέρα είναι ότι πλέον είναι δυσδιάκριτο το αν τα σημαντικά αυτά γεγονότα τα δημοσιεύουμε για τα likes, ή αν έχουμε φτάσει στο έσχατο σημείο να τα οργανώνουμε με πρωταρχικό αυτοσκοπό τα likes και την αυτοπροβολή. Ξεκάθαρη απάντηση δεν έχω στο μυαλό μου, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι οι δύο αυτοί παράμετροι συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται.