Τα πράγματα είναι απλά: πράγματα που στα άγρια νιάτα μας (μιλάμε για εφηβεία, ας πούμε) βρίσκαμε ultra cringe, προτού μάθουμε καν να χρησιμοποιούμε την εν λόγω λέξη, και πράγματα που μας φαίνονταν κιτς επίσης, τώρα κάπως έχει συμβεί και αυτά λανσάρονται ως η επιτομή του coolness-τόσο που νιώθουμε και λίγο uncool σε περίπτωση που δεν μας αρέσουν. Τι έχει παίξει τα τελευταία χρόνια με την αισθητική μας; Μοιάζει ν’ αλλάζουν ραγδαία κάποια πράγματα, ακολουθώντας την λογική και τις ταχύτητες της εποχής.

O Στέφανος Ροζάνης έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “Το τέλος της αισθητικής”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηριδανός. Δείτε ένα απόσπασμα:

“Ο Schoenberg έγραφε: «Για να συλλάβει κανείς την πραγματική ουσία της δημιουργίας, θα πρέπει να παρατηρήσει ότι δεν υπήρχε φως πριν ο Κύριος πει Γεννηθήτω φως. Και επειδή δεν υπήρχε φως, συνέλαβε η πανσοφία του Κυρίου ένα όραμα (Vision), το οποίο μόνο η παντοδυναμία του μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Όταν εμείς οι φτωχές ανθρώπινες υπάρξεις λέμε για τα μεγάλα πνεύματα που κυκλοφορούν ανάμεσά μας ότι είναι δημιουργοί, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τι είναι ένας δημιουργός στην πραγματικότητα. Ένας δημιουργός έχει ένα όραμα για κάτι, το οποίο πριν από το όραμα αυτό δεν υπήρχε. Και ένας δημιουργός έχει τη δύναμη τούτο το όραμα να το φέρει στη ζωή, να το πραγματοποιήσει». Ο Shoenberg μιλά για τις αισθητικές κατηγορίες πέραν της Αισθητικής, ή ακόμη και εναντίον της Αισθητικής. Μιλά για ένα πρόταγμα μορφής ως προφητείας και συγχρόνως ως Αποκάλυψης, η οποία εποπτεύει τη δημιουργία και εποπτεύοντας την αποδίδει στην εξωτερικότητα ως δημιουργημένη μορφή, ως αποκαλυμμένο Θεό (Deus Revelatus). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, κατά τον Schoenberg, η μορφή, τουλάχιστον καταγωγικά, δεν εμπίπτει στις αισθητικές κατηγορίες. Διότι οι αισθητικές κατηγορίες είναι πάντα κατηγορίες εκ των υστέρων, δηλαδή κατηγορίες οι οποίες επιβάλλονται όταν η μορφή έχει υποστεί το πεπρωμένο της εκκοσμίκευσής της, ή, με άλλα λόγια, της κρυστάλλωσής της μέσα στην εξωτερικότητα, από τη στιγμή που έχει πραγματωθεί και έχει ενταχθεί ως θετικότητα στην ιστορία των αισθητικών κατηγοριών. Ο Schoenberg, άλλωστε, έχει υποδείξει αυτή τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης των μορφών και της υπαγωγής τους σε αισθητικές κατηγορίες: «Μια και θεραπευτήκαμε», γράφει, «από την πλάνη ότι ο σκοπός του καλλιτέχνη είναι να δημιουργήσει το ωραίο, και εφ’ όσον αναγνωρίσαμε ότι η ανάγκη να παράγει τον ωθεί να προχωρήσει στην παραγωγή αυτού που εκ των υστέρων θα χαρακτηρισθεί ως ομορφιά, θα καταλάβουμε επίσης ότι το κατανοητό και το σαφές δεν είναι συνθήκες που ο καλλιτέχνης είναι υποχρεωμένος να επιβάλει στο έργο του, αλλά που ο παρατηρητής θα επιθυμούσε να τις δει να εκπληρώνονται»”.

Αν αυτά τα κατά τα άλλα υπέροχα σας φαίνονται αρκετά ακαδημαϊκά, δεν έχετε άδικο. Ας απλοποιήσουμε λίγο τα πράγματα και ας αναρωτηθούμε τι είναι Αισθητική; Τι είναι κιτς; Αισθητική είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με τον ορισμό του ωραίου και αν μπορεί καταρχάς να υπάρξει ορισμός για το τι είναι ωραίο, αλλά και σε τι χρησιμεύει ένας τέτοιος ορισμός.

Η αισθητική ως κλάδος μελέτης προκύπτει κατά τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα από τον Γερμανό φιλόσοφο Alexander Gottlieb Baumgarten, ο οποίος επινόησε τον όρο στο έργο του Φιλοσοφικές σκέψεις για το ποίημα (1735). Στο έργο αυτό περιγράφει την αισθητική ως την επιστήμη του αισθητού, καθώς και των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ της τέχνης και της ομορφιάς. Ο όρος “αισθητική” προέρχεται από την ελληνική λέξη “αίσθησις”, που σημαίνει “ευαισθησία” ή “αίσθηση”.

Στην Αρχαία Ελλάδα, ο Πλάτωνας διατύπωσε θεωρίες για την ομορφιά και την τέχνη σε έργα όπως: Το συμπόσιο και Η Δημοκρατία. Σε αυτά τα έργα, επιβεβαίωσε ότι η ομορφιά είναι μια αιώνια, άυλη και αμετάβλητη ιδέα που μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο από την ψυχή και που αντανακλάται στην ικανότητα του ανθρώπου να δημιουργεί αντικείμενα. Ο Αριστοτέλης επιβεβαίωσε ότι αυτό που θεωρείται όμορφο πρέπει να έχει μια συμμετρική και διατεταγμένη σύνθεση. Στον Μεσαίωνα, από την άλλη πλευρά, η αισθητική συνδεόταν με τη θρησκευτική τέχνη, οπότε η λειτουργία της περιοριζόταν στην εξήγηση των χριστιανικών αποκαλύψεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, φιλόσοφοι όπως ο Άγιος Αυγουστίνος του Ιππώνος και ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης προβληματίστηκαν σχετικά με την ομορφιά. Στη σύγχρονη εποχή, και αφού ο Baumgarten δημιούργησε επίσημα την αισθητική ως κλάδο, εμφανίστηκαν αρκετοί φιλόσοφοι που ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό, με σημαντικότερο τον Kant, ο οποίος επικεντρώθηκε στην υποκειμενικότητα των συναισθημάτων σχετικά με το τι θεωρείται όμορφο. Ο Kant πίστευε ότι η ομορφιά δεν είναι μετρήσιμη επειδή προέρχεται από ένα συναίσθημα. Κατά καιρούς, έχουν αναδειχθεί διάφοροι τρόποι ερμηνείας της έννοιας της αισθητικής, της ευαισθησίας της και της αναπαράστασής της. Αναπόφευκτα, εμφανίστηκε και το ρεύμα της αντι-αισθητικής, υποδηλώνοντας την απόρριψη της καθιερωμένης αισθητικής, η οποία νοείται ως μόδα ή προσωπική άποψη για το τι είναι ωραίο. Άλλωστε, η αντίληψη της ομορφιάς αλλάζει από εποχή σε εποχή. Εξαιτίας αυτού, αυτό που σήμερα θεωρούμε ελκυστικό ή όμορφο δεν ήταν έτσι σε άλλες εποχές και μπορεί να μην είναι έτσι σε μερικές ακόμη δεκαετίες.

Κιτς και απενοχοποίηση

Ο όρος έκανε την πρώτη εμφάνισή του περίπου το 1870 στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου και υπάρχουν αρκετές εκδοχές για την προέλευσή του. Η μια εκδοχή είναι πως προέρχεται από τον όρο sketch που στα αγγλικά σημαίνει σκίτσο, μια λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Αγγλόφωνοι επισκέπτες του Μονάχου όταν ήθελαν να ζητήσουν από ντόπιους καλλιτέχνες σχέδια τοπίων ή άλλων θεμάτων. Μια άλλη ετυμολογική προέλευση είναι το γερμανικό ρήμα«kitschen» που σημαίνει «μαζεύω λάσπη στο δρόμο», και αναφέρεται στους τουρίστες που συνήθιζαν να μαζεύουν “ό, τι να’ ναι” έργα ζωγραφικής ή σχέδια. Παρ’ όλο που ο όρος είχε ξεχαστεί για αρκετά χρόνια, επανήλθε ως διεθνής πλέον τη δεκαετία του ’30. Έκτοτε, άρχισε να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που στερείται αισθητικής και έχει ως μοναδικό στόχο την τέρψη του θεατή για οικονομικό όφελος κάτι που βέβαια συνέβη και με το κίνημα του Μανιερισμού, του Ροκοκό και του Μπαρόκ. Ενώ στην αρχή το κιτς χαρακτήριζε μόνο έργα ζωγραφικής, αργότερα, το 1970, εξαπλώθηκε και στην αρχιτεκτονική αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης. Η απενοχοποίηση ήρθε, τρόπον τινά, από τον Odd Nerdrum: «Yπάρχουν περισσότερα να κερδίσεις μέσω της σοβαρότητας παρά μέσω της ειρωνείας». Η πραγματική αποκατάσταση του Κιτς κινήματος ξεκίνησε πριν μερικά χρόνια, όταν ο Odd Nedrum «έχρησε» τον εαυτό του κιτς ζωγράφο, στο opening μιας ναδρομικής έκθεσης των έργων του στο μουσείο Astrup Fearnley του Όσλο, το 1998. Τότε ήταν που ο Nedrum παραδέχτηκε ότι όσοι αποκαλούσαν του πίνακες του «κιτς» ήταν σωστοί. «Ο στόχος του Κιτς», αναφέρει ο Nerdrum, «είναι να δημιουργήσει μια σοβαρότητα στη ζωή, στην καλύτερη περίπτωση τόσο υπέροχη που θα κάνει κάθε γέλιο να επέλθει σε σίγαση. Το Κιτς ψάχνει ζωή και επομένως ψάχνει το ανεξάρτητο, σε αντίθεση με την ειρωνεία και την απάθεια της τέχνης».

Μες στα χρόνια, η λέξη κιτς άρχισε να χαρακτηρίζει το κακόγουστο, χωρίς ουδέν άλλο σημαίνον ή σημαινόμενο. Καρακιτσαριό, κιτσάτος, κιτσαρία κτλ μπήκαν ως λέξεις στην ποπ κουλτούρα δια μέσου και των τηλεοπτικών σήριαλ, των πάνελ στα πρωινάδικα (όπου ο ορισμός του meta ήταν να βλέπουμε περσόνες-αρχέτυπα του κιτς να σχολιάζουν έτερα άτομα ως κιτς). Δεν υπάρχει πουθενά ένας ακριβής ορισμός του κιτς, αλλά όλοι, για να συνεννοηθούμε, μιλάμε για κάτι μάλλον υπερφορτωμένο, αταίριαστο χρωματικά, too loud, πολύ γκλιτεράτο. Κακογουστιά, ακαλαισθησία, υπερβολή ή αλόγιστο mix & match. Σκεφτείτε ένα σπίτι με πλαστικό ρολόι τοίχου, κιτρινισμένες αφίσες παικτών της ΑΕΚ, έναν πίνακα-απομίμηση της Γκερνίκα του Πικάσο και έναν σκαλιστό καθρέφτη από ελεφαντόδοντο πιο κει. Όλα αυτά στο σαλόνι. Σκεφτείτε τα τώρα όλα αυτά σε ένα μπαρ που παίζει ελληνικά. Ή στο επόμενο βίντεο κλιπ της Nalyssa Green-μιας που η συγκεκριμένη καλλιτέχνης έχει συνεισφέρει πολλά στην επανεφεύρεση του κιτς ως coolness, με τρόπο που δύσκολα κατανοείται ως αμιγώς ειρωνικός ή (αυτο)σαρκαστικός. Τι έχετε ας πούμε να σχολιάσετε επ’ αυτού;

Ο ΓιώργοςΤζιρτζιλάκης έχει πει κάτι ωραίο και χρήσιμο επί του θέματος: «Η νέα συνθήκη ανάγνωσης του κιτς συνδέεται υποχρεωτικά με την μαζική κουλτούρα. Τα μίντια, η συναισθηματική υπερφόρτιση, η ειδυλλιακή αλαζονεία, το “εκσυγχρονιστικό” παραλήρημα της λαϊκο-ντίσκο διασκέδασης και ο ενδημικός κυνισμός τους αποκτούν πλέον προβάδισμα απέναντι σε κάθε είδους περιεχόμενο». Και ο Δημήτρης Ποτηρόπουλος: «Στην εποχή μας η κακογουστιά στην χώρα μας είναι τόσο διάχυτη, που το μάτι αλλά και το μυαλό έχουν πλέον εθιστεί σε αυτή. Το κριτήριο ενός ολόκληρου λαού, στην πλειοψηφία του τουλάχιστον, έχει διαβρωθεί τόσο, που δεν μπορούμε πια να διακρίνουμε το κιτς και τελικά το αποδεχόμαστε ανατροφοδοτώντας συνεχώς με ”σκουπίδια” την τοξική αυτή “πολιτισμοποίηση” του νέο-Έλληνα. Τοξική, τόσο σε πραγματολογικό όσο και σε σημειολογικό και συμπεριφεριολογικό επίπεδο.»

Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συμφωνήσουμε μάλλον στο τι είναι κιτς και ακαλαίσθητο έναντι του είναι κιτς αλλά με άποψη ή όχι κιτς αλλά βαρετό. Όλα αυτά είναι υποκειμενικές αναγνώσεις και θεωρίες. Ούτε κινδυνεύει κανείς ή καμιά μας, επί της ουσίας, που τα κρύσταλλα Murano τείνουν να θεωρηθούν βήτα ή πασέ έναντι των πλαστικών σκευών από τα Tiger. Μπορεί η εποχή μας να βαφτίζει γαμάτα όσα απλώς μπορεί να παράξει και να διαθέσει. Τα άλλα, αυτά που δεν φτάνει η αλεπού ή αυτά που ξεπέρασαν την αλεπού, τα λέει (η αλεπού, ντε) κρεμαστάρια. This is a very old story, γαρ.

 

Με πληροφορίες από: meygeia.gr, frapress.gr, andro.gr