Υπάρχει μια μορφή δικαιοσύνης που δεν έχει γραφτεί σε κανέναν νόμο, δεν έχει εκφωνηθεί από καμία έδρα, και το πιο βασικό δεν έχει καταχωρηθεί σε κανένα πρωτόκολλο. Μια δικαιοσύνη προφορική, αδέκαστη, βρώμικη και τίμια. Τη λένε “δικαιοσύνη του δρόμου”. Συχνά, κατακτιέται. Άλλα τις περισσότερες φορές, επιβάλλεται.
Στους δρόμους, οι κανόνες δεν είναι πουθενά γραμμένοι· είναι περισσότερο μια βιωματική κατάσταση. Ένα βλέμμα ή ένα γύρισμα του κεφαλιού κι ένα χαμόγελο αρκούν για να πεις «συγγνώμη». Μια χειραψία μπορεί να σπάσει περισσότερες συμφωνίες απ’ ό,τι πέντε δικηγόροι. Και, βασικά, η προδοσία δεν συγχωρείται με ένα «ωχ, συγγνώμη, δεν ήξερα τι έκανα». Οι κώδικες αυτοί είναι αρχαίοι, σχεδόν πρωτόγονοι. Μπορεί να είναι απλοϊκοί, αλλά επειδή αγγίζουν τη ρίζα του ανθρώπινου ενστίκτου αντιμετωπίζουν το δίκαιο ως ανταπόδοση, και την πράξη ως ταυτότητα χαρακτήρα.
Η δικαιοσύνη του δρόμου δεν είναι καθόλου πολιτικά ορθή. Σε ένα παιχνίδι επιβίωσης, οι πολιτικά ορθές απόψεις, συχνά ξεχνιούνται. Γιατί κάπου εκεί που το κράτος μπορεί να καθυστερεί ή να αδιαφορεί, εκεί αναδύονται, αναγκαστικά, άλλες μορφές ισορροπίας. Άλλες ιεραρχίες. Άλλες ποινές. Κι αν αυτό ακούγεται τρομακτικό, είναι. Αλλά συχνά είναι και το μόνο λειτουργικό σύστημα σε μια κοινωνία που καταρρέει από τη γραφειοκρατία, την ανισότητα ή την εθελοτυφλία.
Δες την Ομόνοια. Όχι όπως τη βλέπει ο οδηγός του λεωφορείου ή του τρόλεϊ, αλλά όπως τη βιώνει εκείνος που κοιμάται πίσω από έναν κάδο, δίπλα στα συρματοπλέγματα των χλιδάτων ξενοδοχείων. Εκεί που οι τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη βγαίνουν για βόλτα από τα καλογυαλισμένα λόμπι κι αντικρίζουν το πραγματικό καλωσόρισμα της πόλης: άστεγοι που ψάχνουν τα απομεινάρια από τα brunch, ηρωινομανείς που στήνουν τελετές επιβίωσης, κόβοντας επιδέξια την πρέζα πάνω στο δρόμο, με μια σύριγγα στο στόμα, κι ευγενικοί επαίτες, με τα πιο καθαρά «παρακαλώ» που έχεις ακούσει ποτέ, σε κάθε γωνία. Κι όμως, μέσα σ’ αυτόν τον ρημαγμένο χάρτη, υπάρχουν ακόμα κοινότητες και ομάδες. Όχι διαχωρισμένες σε Airbnb και Boutique Hotel, αλλά φτιαγμένες από ανάγκη. Άγραφοι νόμοι, σιωπηλές συμφωνίες, πρόχειρα ντιλ μεταξύ ψυχών που δεν έχουν τίποτα, αλλά μοιράζονται. Τα graffiti-μανιφέστα στους τοίχους της 3ης Σεπτεμβρίου λένε περισσότερη αλήθεια απ’ όση χωράει σε δέκα δελτία ειδήσεων. Nαι, υπάρχουν και πιτσιρίκια, παίζουν με μπάλες ξεφούσκωτες και παπούτσια των 10 ευρώ απ΄τον Κινέζο, αλλά με μια υπερηφάνεια που γελοιοποιεί κάθε στημένο πρωτάθλημα.
Για τον μέσο κάτοικο του σημερινού αστικού χάους (είτε μιλάμε για την Αθήνα, το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη) η πιο απτή μορφή κρατικής ισχύος δεν είναι ούτε τα υπουργεία ούτε τα βουλευτικά έδρανα· είναι η στολή που στέκεται αμίλητη στη γωνία. Ο αστυνομικός της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. με την ασπίδα και το χέρι στον σκανδάλη. Ο ελεγκτής στο μετρό που απαιτεί απόδειξη ύπαρξης. Ο security στα Zara που σε κοιτά σαν να έχεις ήδη κάτι αρπάξει. Αυτοί είναι οι σημερινοί “Street Judges”, φυσικά όχι με τη θεατρικότητα του Mega-City One, αλλά με την ίδια αρμοδιότητα: να κρίνουν επί τόπου, να τιμωρούν χωρίς αναστολή, να μετατρέπουν τον δημόσιο χώρο σε ιδιωτικό τους βασίλειο. Γιατί στον κόσμο του σήμερα, ο νόμος εκτελείται αυτομάτως. Κι αυτό όχι μόνο στις επικίνδυνες ζώνες του υποκόσμου, αλλά και σε κάθε πλατεία ή δρόμο που γεμίζει με μετανάστες, ρομά, άνεργους, drag queens ή απλώς “ακατάλληλους”. Εκεί που η κοινωνία ξεχνά να διαπραγματευτεί το τι σημαίνει δίκαιο, εκεί που τη θέση της Δικαιοσύνης παίρνει η Επιβολή. Είτε με ένα γκλομπ, είτε με ένα πρόστιμο. Αλλά πάντα με ένα βλέμμα που σε σκιαγραφεί ως ύποπτο.
Μια αλήθεια που σέρνεται στους δρόμους, σταθερά, είναι πως όποιος ζει εκτός νόμου, ζει και εκτός προστασίας. Όσοι κινούνται στα περιθώρια το ξέρουν πολύ καλά. Μικροπαραβάτες, dealers, άνθρωποι που ζουν από χάρες και απειλές, ξέρουν καλά πως δεν μπορούν να στηριχτούν στο ποινικό σύστημα για να τους σώσει όταν μια γροθιά (ή ένα μαχαίρι στη χειρότερη) στραφεί εναντίον τους. Η αστυνομία δεν θα είναι εκεί για αυτούς. Ή αν βρεθεί κοντά τους, θα είναι μάλλον αδιάφορη. Έτσι, η εκδίκηση γίνεται εργαλείο. Απαραίτητο και ωμό.
Στην Αθήνα του 2025, όπως και στο Μπρονξ του ’90, η αντεκδίκηση δεν μπορεί να θεωρηθεί πια μια παράλογη αντίδραση, αλλά μέρος ενός άτυπου κώδικα: γιατί πρέπει να εκδικηθείς για να εξασφαλίσεις ότι δεν θα σου ξανασυμβεί το κακό. Για να κρατήσεις το status σου ζωντανό, να μη σε περάσουν για αδύναμο, να επιβιώσεις σε ένα σύστημα που επιβραβεύει όχι μόνο τον φόβο αλλά και την απειλή. Ένα σύστημα όπου η βία είναι το βασικό πρωτόκολλο.
Παράδοξο, ίσως, μα σχεδόν ταμπού για την ακαδημαϊκή σκέψη: η «αντι-δικαιοσύνη» των γκέτο και των ξεχαρβαλωμένων γειτονιών που πνίγονται ανάμεσα σε εγκατάλειψη και gentrification. Ελάχιστοι κοινωνιολόγοι τολμούν να την αγγίξουν, ίσως γιατί δεν χωράει στα ερωτηματολόγιά τους. Κι όμως, εκεί, κάτω απ’ το ραντάρ της κάθε θεσμικής αφήγησης, στήνεται μια ολόκληρη υποδομή εκδίκησης. Ποιος έχει το άγραφο δικαίωμα στην ανταπόδοση, ποιος θεωρείται «δικαιωμένος» να σηκώσει το χέρι, τι όρια έχει η βία όταν γίνεται αυτοάμυνα. Η “δικαιοσύνη του δρόμου” δεν μοιάζει με κανένα σύνταγμα, είναι ρευστή, υπόγεια, αλλά τρομακτικά αποτελεσματική. Και όπως είπαμε δεν θα επικαλεστεί ποτέ άρθρα και νόμους, μόνο φόβο, φήμη και ανταπόδοση. Και πάνω απ’ όλα, μια σιωπή η οποία λειτουργεί σαν άτυπη νομολογία. Μια σιωπή που προστατεύει, καταδικάζει και θάβει, χωρίς ποτέ να καταγράφεται.
Η δικαιοσύνη. Όχι σαν έννοια, αλλά σαν εμμονή. Κάτι ανάμεσα σε καλοκαιρινή αλλεργία του ιδρώτα και φαγούρα. Την κουβαλάω μαζί μου κάθε πρωί, κολλημένη στα δάχτυλά μου, όταν σκρολάρω σε μια κόλαση αλγοριθμικά επιμελημένη και περνάω από τον ίδιο γνώριμο άνθρωπο, κάθε μέρα την ίδια ώρα, να μου απλώνει το χέρι και μου λέει καλημέρα: από τη μία εκείνος, [σκρολ] μια βόμβα διαλύει έναν πατέρα και το παιδί του στη Ράφα, [σκρολ] ένας αλιγάτορας αρπάζει ένα χέρι που ήθελε να τον ταΐσει, [σκρολ] κορίτσια σε BDSM κολάν να επιδεικνύουν την απόλυτη ελαστικότητα της ευτυχίας στο Βερολίνο. Ανάμεσά τους, συνταγές, σύμβουλοι γονεϊκότητας, προϊόντα, παύσεις, κι άλλος θάνατος.
Και μετά δουλειά. Μια οθόνη, ένας καφές, μια κανονικότητα που προσποιείται ότι δεν έσπασε τίποτα. Αλλά εγώ ήδη κουβαλάω τη μυρωδιά του αίματος από το προηγούμενο swipe. Και κάθομαι στο γραφείο μου με το κεφάλι γεμάτο κραυγές που δεν ακούγονται. Όχι από λύπηση. Από οργή. Από εκείνο το είδος θυμού που δεν ξέρει πού να στραφεί, γιατί κανένας ένοχος κάπου εδώ δεν έχει πρόσωπο. Έχει σύστημα. Έχει αλγόριθμο. Έχει, και mute, θα μου πεις…
Αλλά εγώ το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, με τη σκέψη στο παιδί που προσπαθεί να σηκώσει τον πατέρα του μέσα στη σφαγή, είναι πως η δικαιοσύνη δεν έχει καμία σχέση με το δίκαιο. Είναι μια υπόσχεση που έγινε όπλο και ένα βίντεο στο οποίο δεν μπορεί να αντιδράσει κανείς…
Και το θέμα είναι, πως συνεχίζεις να γράφεις;
Ή έστω, πώς ξεγελάς τον εαυτό σου ότι γράφεις, ενώ στην πραγματικότητα μαζεύεις λέξεις μισοκαμένες, μισοχρήσιμες, φορτωμένες με απόγνωση και αηδία. Απλά, γράφεις για να μη φωνάξεις. Ή γιατί φοβάσαι πως αν σταματήσεις, θα σε καταπιεί αυτή η γ#μημένη σιωπή που υποτίθεται ότι παλεύεις να σπάσεις.
Κι όμως, συνεχίζεις. Όχι δεν πρόκειται να αλλάξεις τίποτα με αυτά που γράφεις. Αλλά, τουλάχιστον, αρνείσαι να το αποδεχτείς έτσι εύκολα. Γράφεις για να καταγράψεις, να μαρτυρήσεις, να δηλώσεις πως ήσουν εδώ και είδες. Ότι δεν γύρισες το βλέμμα αλλού. Ότι έστω και για μια στιγμή, στάθηκες στο πλάι αυτού του αγοριού στη Ράφα ενώ περνούσες δίπλα από έναν πεινασμένο στην Αθήνα. Και τι να λέει αυτό; Όχι, η γραφή δεν είναι πράξη θάρρους. Στις μέρες μας είναι μια ταπεινή, αδέξια, αλλόκοτη μορφή πένθους. Ένας τρόπος να πεις: «είμαι ακόμα άνθρωπος» έστω και ηττημένος από τη δικαιοσύνη του δρόμου.
Αλλά ακόμα κι αυτό, κάποιες μέρες, είναι αρκετό.
➳ Διαβάστε επίσης: Ωδή στην οκνηρία
Υπάρχει μια μορφή δικαιοσύνης που δεν έχει γραφτεί σε κανέναν νόμο, δεν έχει εκφωνηθεί από καμία έδρα, και το πιο βασικό δεν έχει καταχωρηθεί σε κανένα πρωτόκολλο. Μια δικαιοσύνη προφορική, αδέκαστη, βρώμικη και τίμια. Τη λένε “δικαιοσύνη του δρόμου”. Συχνά, κατακτιέται. Άλλα τις περισσότερες φορές, επιβάλλεται.
Στους δρόμους, οι κανόνες δεν είναι πουθενά γραμμένοι· είναι περισσότερο μια βιωματική κατάσταση. Ένα βλέμμα ή ένα γύρισμα του κεφαλιού κι ένα χαμόγελο αρκούν για να πεις «συγγνώμη». Μια χειραψία μπορεί να σπάσει περισσότερες συμφωνίες απ’ ό,τι πέντε δικηγόροι. Και, βασικά, η προδοσία δεν συγχωρείται με ένα «ωχ, συγγνώμη, δεν ήξερα τι έκανα». Οι κώδικες αυτοί είναι αρχαίοι, σχεδόν πρωτόγονοι. Μπορεί να είναι απλοϊκοί, αλλά επειδή αγγίζουν τη ρίζα του ανθρώπινου ενστίκτου αντιμετωπίζουν το δίκαιο ως ανταπόδοση, και την πράξη ως ταυτότητα χαρακτήρα.
Η δικαιοσύνη του δρόμου δεν είναι καθόλου πολιτικά ορθή. Σε ένα παιχνίδι επιβίωσης, οι πολιτικά ορθές απόψεις, συχνά ξεχνιούνται. Γιατί κάπου εκεί που το κράτος μπορεί να καθυστερεί ή να αδιαφορεί, εκεί αναδύονται, αναγκαστικά, άλλες μορφές ισορροπίας. Άλλες ιεραρχίες. Άλλες ποινές. Κι αν αυτό ακούγεται τρομακτικό, είναι. Αλλά συχνά είναι και το μόνο λειτουργικό σύστημα σε μια κοινωνία που καταρρέει από τη γραφειοκρατία, την ανισότητα ή την εθελοτυφλία.
Δες την Ομόνοια. Όχι όπως τη βλέπει ο οδηγός του λεωφορείου ή του τρόλεϊ, αλλά όπως τη βιώνει εκείνος που κοιμάται πίσω από έναν κάδο, δίπλα στα συρματοπλέγματα των χλιδάτων ξενοδοχείων. Εκεί που οι τουρίστες με τα σακίδια στην πλάτη βγαίνουν για βόλτα από τα καλογυαλισμένα λόμπι κι αντικρίζουν το πραγματικό καλωσόρισμα της πόλης: άστεγοι που ψάχνουν τα απομεινάρια από τα brunch, ηρωινομανείς που στήνουν τελετές επιβίωσης, κόβοντας επιδέξια την πρέζα πάνω στο δρόμο, με μια σύριγγα στο στόμα, κι ευγενικοί επαίτες, με τα πιο καθαρά «παρακαλώ» που έχεις ακούσει ποτέ, σε κάθε γωνία. Κι όμως, μέσα σ’ αυτόν τον ρημαγμένο χάρτη, υπάρχουν ακόμα κοινότητες και ομάδες. Όχι διαχωρισμένες σε Airbnb και Boutique Hotel, αλλά φτιαγμένες από ανάγκη. Άγραφοι νόμοι, σιωπηλές συμφωνίες, πρόχειρα ντιλ μεταξύ ψυχών που δεν έχουν τίποτα, αλλά μοιράζονται. Τα graffiti-μανιφέστα στους τοίχους της 3ης Σεπτεμβρίου λένε περισσότερη αλήθεια απ’ όση χωράει σε δέκα δελτία ειδήσεων. Nαι, υπάρχουν και πιτσιρίκια, παίζουν με μπάλες ξεφούσκωτες και παπούτσια των 10 ευρώ απ΄τον Κινέζο, αλλά με μια υπερηφάνεια που γελοιοποιεί κάθε στημένο πρωτάθλημα.
Για τον μέσο κάτοικο του σημερινού αστικού χάους (είτε μιλάμε για την Αθήνα, το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη) η πιο απτή μορφή κρατικής ισχύος δεν είναι ούτε τα υπουργεία ούτε τα βουλευτικά έδρανα· είναι η στολή που στέκεται αμίλητη στη γωνία. Ο αστυνομικός της ομάδας ΔΙ.ΑΣ. με την ασπίδα και το χέρι στον σκανδάλη. Ο ελεγκτής στο μετρό που απαιτεί απόδειξη ύπαρξης. Ο security στα Zara που σε κοιτά σαν να έχεις ήδη κάτι αρπάξει. Αυτοί είναι οι σημερινοί “Street Judges”, φυσικά όχι με τη θεατρικότητα του Mega-City One, αλλά με την ίδια αρμοδιότητα: να κρίνουν επί τόπου, να τιμωρούν χωρίς αναστολή, να μετατρέπουν τον δημόσιο χώρο σε ιδιωτικό τους βασίλειο. Γιατί στον κόσμο του σήμερα, ο νόμος εκτελείται αυτομάτως. Κι αυτό όχι μόνο στις επικίνδυνες ζώνες του υποκόσμου, αλλά και σε κάθε πλατεία ή δρόμο που γεμίζει με μετανάστες, ρομά, άνεργους, drag queens ή απλώς “ακατάλληλους”. Εκεί που η κοινωνία ξεχνά να διαπραγματευτεί το τι σημαίνει δίκαιο, εκεί που τη θέση της Δικαιοσύνης παίρνει η Επιβολή. Είτε με ένα γκλομπ, είτε με ένα πρόστιμο. Αλλά πάντα με ένα βλέμμα που σε σκιαγραφεί ως ύποπτο.
Μια αλήθεια που σέρνεται στους δρόμους, σταθερά, είναι πως όποιος ζει εκτός νόμου, ζει και εκτός προστασίας. Όσοι κινούνται στα περιθώρια το ξέρουν πολύ καλά. Μικροπαραβάτες, dealers, άνθρωποι που ζουν από χάρες και απειλές, ξέρουν καλά πως δεν μπορούν να στηριχτούν στο ποινικό σύστημα για να τους σώσει όταν μια γροθιά (ή ένα μαχαίρι στη χειρότερη) στραφεί εναντίον τους. Η αστυνομία δεν θα είναι εκεί για αυτούς. Ή αν βρεθεί κοντά τους, θα είναι μάλλον αδιάφορη. Έτσι, η εκδίκηση γίνεται εργαλείο. Απαραίτητο και ωμό.
Στην Αθήνα του 2025, όπως και στο Μπρονξ του ’90, η αντεκδίκηση δεν μπορεί να θεωρηθεί πια μια παράλογη αντίδραση, αλλά μέρος ενός άτυπου κώδικα: γιατί πρέπει να εκδικηθείς για να εξασφαλίσεις ότι δεν θα σου ξανασυμβεί το κακό. Για να κρατήσεις το status σου ζωντανό, να μη σε περάσουν για αδύναμο, να επιβιώσεις σε ένα σύστημα που επιβραβεύει όχι μόνο τον φόβο αλλά και την απειλή. Ένα σύστημα όπου η βία είναι το βασικό πρωτόκολλο.
Παράδοξο, ίσως, μα σχεδόν ταμπού για την ακαδημαϊκή σκέψη: η «αντι-δικαιοσύνη» των γκέτο και των ξεχαρβαλωμένων γειτονιών που πνίγονται ανάμεσα σε εγκατάλειψη και gentrification. Ελάχιστοι κοινωνιολόγοι τολμούν να την αγγίξουν, ίσως γιατί δεν χωράει στα ερωτηματολόγιά τους. Κι όμως, εκεί, κάτω απ’ το ραντάρ της κάθε θεσμικής αφήγησης, στήνεται μια ολόκληρη υποδομή εκδίκησης. Ποιος έχει το άγραφο δικαίωμα στην ανταπόδοση, ποιος θεωρείται «δικαιωμένος» να σηκώσει το χέρι, τι όρια έχει η βία όταν γίνεται αυτοάμυνα. Η “δικαιοσύνη του δρόμου” δεν μοιάζει με κανένα σύνταγμα, είναι ρευστή, υπόγεια, αλλά τρομακτικά αποτελεσματική. Και όπως είπαμε δεν θα επικαλεστεί ποτέ άρθρα και νόμους, μόνο φόβο, φήμη και ανταπόδοση. Και πάνω απ’ όλα, μια σιωπή η οποία λειτουργεί σαν άτυπη νομολογία. Μια σιωπή που προστατεύει, καταδικάζει και θάβει, χωρίς ποτέ να καταγράφεται.
Η δικαιοσύνη. Όχι σαν έννοια, αλλά σαν εμμονή. Κάτι ανάμεσα σε καλοκαιρινή αλλεργία του ιδρώτα και φαγούρα. Την κουβαλάω μαζί μου κάθε πρωί, κολλημένη στα δάχτυλά μου, όταν σκρολάρω σε μια κόλαση αλγοριθμικά επιμελημένη και περνάω από τον ίδιο γνώριμο άνθρωπο, κάθε μέρα την ίδια ώρα, να μου απλώνει το χέρι και μου λέει καλημέρα: από τη μία εκείνος, [σκρολ] μια βόμβα διαλύει έναν πατέρα και το παιδί του στη Ράφα, [σκρολ] ένας αλιγάτορας αρπάζει ένα χέρι που ήθελε να τον ταΐσει, [σκρολ] κορίτσια σε BDSM κολάν να επιδεικνύουν την απόλυτη ελαστικότητα της ευτυχίας στο Βερολίνο. Ανάμεσά τους, συνταγές, σύμβουλοι γονεϊκότητας, προϊόντα, παύσεις, κι άλλος θάνατος.
Και μετά δουλειά. Μια οθόνη, ένας καφές, μια κανονικότητα που προσποιείται ότι δεν έσπασε τίποτα. Αλλά εγώ ήδη κουβαλάω τη μυρωδιά του αίματος από το προηγούμενο swipe. Και κάθομαι στο γραφείο μου με το κεφάλι γεμάτο κραυγές που δεν ακούγονται. Όχι από λύπηση. Από οργή. Από εκείνο το είδος θυμού που δεν ξέρει πού να στραφεί, γιατί κανένας ένοχος κάπου εδώ δεν έχει πρόσωπο. Έχει σύστημα. Έχει αλγόριθμο. Έχει, και mute, θα μου πεις…
Αλλά εγώ το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, με τη σκέψη στο παιδί που προσπαθεί να σηκώσει τον πατέρα του μέσα στη σφαγή, είναι πως η δικαιοσύνη δεν έχει καμία σχέση με το δίκαιο. Είναι μια υπόσχεση που έγινε όπλο και ένα βίντεο στο οποίο δεν μπορεί να αντιδράσει κανείς…
Και το θέμα είναι, πως συνεχίζεις να γράφεις;
Ή έστω, πώς ξεγελάς τον εαυτό σου ότι γράφεις, ενώ στην πραγματικότητα μαζεύεις λέξεις μισοκαμένες, μισοχρήσιμες, φορτωμένες με απόγνωση και αηδία. Απλά, γράφεις για να μη φωνάξεις. Ή γιατί φοβάσαι πως αν σταματήσεις, θα σε καταπιεί αυτή η γ#μημένη σιωπή που υποτίθεται ότι παλεύεις να σπάσεις.
Κι όμως, συνεχίζεις. Όχι δεν πρόκειται να αλλάξεις τίποτα με αυτά που γράφεις. Αλλά, τουλάχιστον, αρνείσαι να το αποδεχτείς έτσι εύκολα. Γράφεις για να καταγράψεις, να μαρτυρήσεις, να δηλώσεις πως ήσουν εδώ και είδες. Ότι δεν γύρισες το βλέμμα αλλού. Ότι έστω και για μια στιγμή, στάθηκες στο πλάι αυτού του αγοριού στη Ράφα ενώ περνούσες δίπλα από έναν πεινασμένο στην Αθήνα. Και τι να λέει αυτό; Όχι, η γραφή δεν είναι πράξη θάρρους. Στις μέρες μας είναι μια ταπεινή, αδέξια, αλλόκοτη μορφή πένθους. Ένας τρόπος να πεις: «είμαι ακόμα άνθρωπος» έστω και ηττημένος από τη δικαιοσύνη του δρόμου.
Αλλά ακόμα κι αυτό, κάποιες μέρες, είναι αρκετό.
➳ Διαβάστε επίσης: Ωδή στην οκνηρία