Για τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης ο θάνατος ήταν κάτι απλό και συνεχώς αναμενόμενο. Όταν ο Λάνσελοτ, τραυματίας, απομονωμένος στο έρημο δάσος, διαπιστώνει ότι έχει χάσει τον έλεγχο του σώματός του, πιστεύει ότι θα πεθάνει. Το μόνο που κάνει είναι να ξαπλώσει ήρεμα στο έδαφος: έπρεπε να ’ναι στο κρεβάτι του. Γυρίζει το κεφάλι προς την ανατολή, προς την Ιερουσαλήμ. Όταν η Ιζόλδη βρίσκει τον Τριστάνο νεκρό, ξέρει ότι και η ίδια θα πεθάνει. Ξαπλώνει δίπλα του και στρέφεται προς την Ανατολή.
Παλαιότερα, στη Γαλλία μέχρι και τη δεκαετία του ’30, ο ετοιμοθάνατος προετοιμαζόταν για τον επερχόμενο θάνατό του: κανόνιζε τις υποθέσεις του, έκανε σαφείς τις τελευταίες του επιθυμίες, μοίραζε τα υπάρχοντά του στους κληρονόμους ώστε να μην υπάρξουν αργότερα αμφισβητήσεις. Σήμερα, το πρώτο μέλημα της οικογένειας και του γιατρού μοιάζει να είναι να κρύψουν από τον ετοιμοθάνατο την κρισιμότητα της κατάστασης και τον επερχόμενο θάνατο. Ο ασθενής δεν έχει πλέον το δικαίωμα (παρά σε σπάνιες εξαιρέσεις) να γνωρίζει το τέλος του. Τα νέα ήθη επιβάλλουν την άγνοια του θανάτου. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη (τον) σύζυγο του νεκρού να εξομολογείται στους οικείους της (του): «Τουλάχιστον έχω την ικανοποίηση ότι δεν αισθάνθηκε καθόλου ότι θα πεθάνει». Πεθαίνουμε, λοιπόν, σχεδόν στα κρυφά. Το 1944 ακόμα, οι μισοί Αμερικανοί πεθαίνουν στα σπίτια τους, το ένα τέταρτο στη Νέα Υόρκη του 1980. Στη Γαλλία, το 1976, περίπου το 80% των κατοίκων των πόλεων πέθαιναν σε κάποιο νοσοκομείο.
«Νεκρή η Ξένια από το Κωνσταντίνου και Ελένης –Η είδηση που είχε (sic) σοκάρει το Πανελλήνιο» (22/6/22). Πεθαίνουν πιο συχνά οι προσωπικότητες στις μέρες μας; Μήπως η διάδοση του κορωνοϊού μείωσε το προσδόκιμο όριο ζωής; Η μήπως είναι απλώς τα Μέσα κοινωνικής Δικτύωσης που μας ενημερώνουν ακατάπαυστα; Είμαστε πλέον ενήμεροι για το ποιος πεθαίνει στον χώρο του πολιτισμού, του θεάματος και της τέχνης, κυριολεκτικά λεπτά μετά την ανακήρυξή του από τον γιατρό εν υπηρεσία. Ακόμη και δευτερεύουσες περιπτώσεις, υποσημειώσεις στο ιστορικό φαινόμενο, μας γίνονται γνωστές. Ο ντράμερ ενός μικρού 60s garage συγκροτήματος ή ένας ξεχασμένος ζωγράφος. Κάποιες φορές τα social media εξέπληξαν με την ανακήρυξη σε μεγάλων μορφών περιπτώσεων που δεν θα φανταζόσουν ποτέ, όπως μέχρι πρότινος περιθωριακοί ποιητές ή φωτορεπόρτερ. Είναι γνωστό ότι το γεγονός του θανάτου καλεί σε εξωραϊσμό των προσωπικοτήτων. Είθισται. Έτσι ο χαμός του Μίκη Θεοδωράκη διέγραψε εν μια νυκτί την τελευταία τετρακονταετία του βίου του. Ξεχάστηκε η σταδιακή αρτηριοσκλήρωση του μουσικού του έργου, η μετατροπή της πολιτικής του περιόδου σε καρικατούρα και, ακόμη, τα φλερτ των γηρατειών του από τον πατέρα Μητσοτάκη έως τη Χρυσή Αυγή και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Ο νεκρός ενενηνταπεντάρης Μίκης ξαναέγινε ο νεολαίος της ΕΔΑ και των 60s λαϊκών τραγουδιών του. Με μεγάλη έκπληξή (μου) είδαμε προχωρημένους χίπστερς που δεν βάζουν στο πικάπ τους τίποτα λιγότερο από Stockhausen ή αιθιοπική τζαζ να πενθούν επί βδομάδες (ανακριβές: τίποτα δεν διαρκεί βδομάδες στα social media, μέρες ή ώρες ίσως) για τον νεκρό μουσικοσυνθέτη, αλλά και την πάντοτε προχώ Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση να φωτίζει την πρόσοψή της με το πρόσωπο του πάλαι ποτέ αριστερού μουσικοσυνθέτη. Μια πρόσοψη που συχνά αφιερώνεται σε αδικοχαμένους νεκρούς, από τον Παύλο Φύσσα έως τον Ζακ Κωστόπουλο.
Α, ήταν και ο Δάκης! Ή ακόμη κι ο Vangelis, ένα πρόσωπο ουδέποτε ιδιαίτερα δημοφιλές στη χώρα μας μετά τη διάλυση των Aphrodite’s Child, δημιούργησε μαζικό θρήνο. Ξεχάστηκε η κιτς περίοδός του (τα τελευταία τριάντα χρόνια πάνω κάτω), τα φλερτ με τους Ελ Γκρέκο, Εθνικές πινακοθήκες και κυβερνητικές παράτες και ανασύρθηκε ο προπάτορας της ηλεκτρονικής πρωτοπορίας. Αληθές, εν μέρει, ασφαλώς αλλά, όπως είθισται να κάνει το γεγονός του θανάτου μαζικά εξωραϊσμένο και επιλεκτικό. Τη μεγαλύτερη εντύπωση, δεν σας κρύβω, μου την έκανε το μοιρολόι για τον θάνατο του ζωγράφου Αλέκου Φασιανού. Ώρες πριν τον θάνατό του θα έπαιρνα όρκο ότι ο εξαιρετικά πετυχημένος γηραιός ζωγράφος εξέφραζε όσο τίποτα άλλο τη μικροαστική αλλοτρίωση της σύγχρονης Ελλάδας, το Νεοπλουτισμό, τον υφέρποντα Εθνικισμό, τον Συντηρητισμό και την υπέρμετρη εμπορευματοποίηση της ζωγραφικής διαδικασίας (για την ακρίβεια, τη μετατροπή της σε εν σειρά παραγωγή). Όμως όχι. Μπροστά στα έκπληκτα μου μάτια οι διαδικτυακοί τοίχοι φεησμπουκικών μου φίλων είχαν γεμίσει με εικόνες του ζωγράφου και λυγμούς για τον χαμό του. Αυτοί οι φίλοι μου, κατά την κατασκευή του προφίλ που έχουν επιλέξει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβάλλονταν ως αντιρατσιστές, φεμινίστριες, ακτιβιστές ή ριζοσπαστικοί πολιτικά. Και πάλι όμως οι τοίχοι τους ήταν γεμάτοι με τη γλυμμένη καλλιέπεια και τη Μετάλλαξη της λαϊκής τέχνης σε ντεκόρ βίλας στο Χαλάνδρι. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήμουν όμως σίγουρος αν αυτό που δεν ήταν ακριβές ήταν η εν ζωή εκδοχή της πραγματικότητας. Μήπως ήταν η μετά θάνατον;
Μετά από εβδομάδες προβληματισμού κατέληξα ότι οι μέρες του πένθους εξωραΐζουν τον νεκρό. Και ότι δεν αποτελούν αλλαγή της πορείας της ιστορίας αλλά απλώς ένα κομφορμιστικό φαινόμενο που ίσχυε πάντοτε και σήμερα τα social media το έχουν απλώς διογκώσει. Τίποτε δεν με προετοίμαζε γι’ αυτό που θα συνέβαινε πριν μερικές μέρες. Η επί μακρόν διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα πέθανε αιφνίδια (;). Το γεγονός έφθασε στην αντίληψή μου και πάλι μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Λεπτά, ίσως, μετά την ανακοίνωση του θανάτου της διαδικτυακοί μου φίλοι άρχισαν να αναρτούν τους συνήθεις αγιογραφικούς επικήδειους. Ο ένας μετά τον άλλον. Για μερικές ώρες όλα φαίνονταν ότι θα ακολουθήσουν την πορεία του θρήνου των Θεοδωράκη, Vangelis και Φασιανού. Και πράγματι ο ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος ακολούθησε αυτή τη γραμμή με μια μικρή, ως συνήθως, ποιητική εθνικοπατριωτική υπερβολή: «Φεγγάρι ανέβαινε ολόγιομο, μαλαματένιο απόψε… H Μαρίνα… δίδαξε όλες τις γενιές, χιλιάδες μαθητές της μέσα κι έξω απ’ τη Σχολή Καλών Τεχνών, ποτάμι ενθουσιασμού οι αγάπες της, ευτύχησε να ολοκληρώσει το έργο της Εθνικής Πινακοθήκης και να την αποδώσει όπως επιθυμούσε πάλι στο κοινό της… κι ήρθε ο καιρός, ο χρόνος που όλα τα ορίζει -σκαιός τεχνίτης- της έγνεψε ν’ ανοίξει τα φτερά της γι’ άλλο ταξείδι… ολόχρυση, να πάει τώρα αλλού… Μαρίνα, Χαίρε!»
Τα πράγματα ήταν όλα όπως τα ξέραμε. Ή περίπου. Έως τη στιγμή που έκανε την πρώτη ανάρτηση ο Μάνος Στεφανίδης. Ο ιστορικός τέχνης Στεφανίδης διετέλεσε επιμελητής της Εθνικής Πινακοθήκης και συνυπήρξε με τη διευθύντρια. Δεν ήταν μυστικό ότι οι σχέσεις τους είχαν εντάσεις που, ίσως, τον οδήγησαν σε παραίτηση από εκείνη τη θέση. Όπως επίσης είναι ευρέως γνωστό ότι ο Μάνος Στεφανίδης, κάποτε μέσα από τα έντυπα μέσα των περιοδικών και εφημερίδων, πιο πρόσφατα μέσα από τα ηλεκτρονικά μέσα των blogs και social media δεν διστάζει να γίνεται ιδιαίτερα επικριτικός σε πρόσωπα της εξουσίας. Και πάλι όμως, φαίνεται ότι ήρθε ως σοκ η ανάρτησή του εκείνης της ημέρας: «Μόλις πληροφορήθηκα τον θάνατο της Μαρίνας Λαμπράκη και αισθάνομαι θλίψη. Παρ’ ότι υπήρξε ένας άνθρωπος που με κυνήγησε απηνώς με κάθε τρόπο και παντού ίσως γιατί δεν μπήκα ποτέ στην αυλή της. Όπως λ.χ συνέβη με τους ζωγράφους της μόδας του σήμερα και της λήθης του αύριο, τους καριερίστες ή τους συλλέκτες που την είχαν ως αξεπέραστο υπόδειγμα, την επιτομή του μικροαστικά ωραίου… Με κυνήγησε, κυρίως υπόγεια, όταν υπηρετούσα στην Πινακοθήκη ή όταν ήμουν διευθυντής του παραρτήματος της στην Κέρκυρα. Με κυνήγησε και μετά σε κάθε πανεπιστημιακή εκλογή μου, για την, συχνά, ανελέητη, δημόσια κριτική που της ασκούσα. Με πολύ προσωπικό κόστος. Όμως δεν με εξαφάνισε! Τώρα η ιστορία μένει να πει ποιος από τους δύο μας υπήρξε σωστός. […] Η διαπλοκή με ονοματεπώνυμο. Οφείλω πάντως να αποδεχτώ ότι η Λαμπράκη είχε και γνώσεις και ικανότητες. Τα βιβλία της για την Αναγέννηση και τον Αλμπέρτι θα μείνουν. Όπως είχε και ακόρεστη φιλοδοξία, κοινωνικό απωθημένο και ένα ιδιότυπο μίσος που προέκυπτε ίσως από βαθιάν ακατανοησία, προς τη μοντέρνα τέχνη. Με τους φοιτητές της στην ΑΣΚΤ σταματούσε στην Αναγέννηση, τον Γκρέκο και τους ιμπρεσιονιστές. Όπως κι ο δάσκαλος της, ο αυτοδίδακτος εστέτ Παντελής Πρεβελάκης. […] Έκλεισε, τέλος, την Εθνική Πινακοθήκη για περισσότερα από δέκα χρόνια κι ενώ η ανακαίνιση της στοίχισε ένα ποσό δυσβάσταχτο, η επαναλειτουργία της είναι αληθινή απογοήτευση. Καμία ανανέωση και συγχρόνως άθλια, κοινωνικά ρουσφέτια. Αληθινή διαστρέβλωση της ιστορίας της τέχνης μας υπέρ ενός ρηχού νεοακαδημαϊσμού (Π.χ Φιλοπούλου ή Θεοχαράκης)!
Οφείλω να ομολογήσω όμως ότι η επί τριάντα τόσα χρόνια διευθύντρια της Πινακοθήκης αποδείχτηκε πολύ πιο ικανή από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες τις οποίες χειραγωγούσε μεθοδικά: Προέδρους της Δημοκρατίας, πρωθυπουργούς, υπουργούς πολιτισμού αλλά και την ηγεσία της εγχώριας μασονίας. Η Ελλάς ευγνωμονούσα έχει έτοιμη, ήδη, την διάδοχο της. Tale quale! Η οποία διαθέτει ισάξια φιλοδοξία αλλά όχι ανάλογες γνώσεις ή ικανότητες. Ούτως ή άλλως πάντως διανύουμε περίοδο εκπτώσεων. Οπότε…
Μαρινάκι γαίαν έχοις ελαφράν. Φεύγεις απόλυτα χορτασμένη. Αλλά και βαθιά ανικανοποίητη. Και πολύ μόνη. Παρά τους κόλακες. Κάθε εξουσία παρέρχεται, φευ. Είναι η τελευταία φορά που τα λέμε. Το μίσος δεν ήταν, δεν είναι ποτέ ο καλύτερος οδηγός. Σε διαφήμισα (έμμεσα) όσο κι εσύ με δυσφήμισες άμεσα. Εύχομαι ο χρόνος να μιλήσει κάποτε με επιείκεια. Και για τους δύο μας…»
Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, εν αντιθέσει με τις εφημερίδες και τα περιοδικά, το σοκ των αναγνωστών είναι ορατό. Γράφεται κάτω από τις αναρτήσεις με λάικ και σχόλια. Τρεις μέρες μετά την ανάρτηση είχε αθροίσει 310 λάικ, 69 σχόλια και 31 κοινοποιήσεις. Από τα σχόλια, όπως θα περίμενε κανείς, κάποιοι αναγνώστες έσπευσαν να συμφωνήσουν παινεύοντας τον γράφοντας ότι έδωσε φωνή στις σκέψεις τους και άλλοι τον κατηγόρησαν για ασέβεια προς τους νεκρούς: «Εμένα η μάνα μου μου έμαθε το εξής: Οι νεκροί δεδικαίονται. Ουδείς αναμάρτητος κ. Στεφανίδη. Η μακαρίτισσα ήταν αυτή που ήταν του κατεστημένου. Το να μιλάς και να λες ότι λες όταν ο άλλος δεν μπορεί να σου απαντήσει πια αν δεν το έλεγα δειλία θα το έλεγα κακό κουτσομπολιό και μάλιστα από καθηγητή πανεπιστημίου να πέφτει τόσο χαμηλά. Ναι την είχα καθηγήτρια και από αυτήν παραδόξως έμαθα για τη μοντέρνα γλυπτική τότε που φοιτούσα ήταν ένα φως στο σκοτάδι. Μετά που έφυγε τα πράγματα στην ιστορία της τέχνης έγιναν καλύτερα γιατί ήρθαν και πιο νέοι άνθρωποι. Όμως δεν μπορείς να μιλάς έτσι ακόμα και για τους εχθρούς σου όταν έχουν πεθάνει. Είστε μόνος κ. Στεφανίδη χωρίς εχθρούς πια.»
Την επόμενη μέρα το πρωί, ενώ δεν είχε κοπάσει ακόμη ο απόηχος της ανάρτησης του Μάνου Στεφανίδη, τη σκυτάλη πήρε ο βετεράνος επιμελητής εκθέσεων Ντένης Ζαχαρόπουλος:
«Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, υπουργός, ακαδημαϊκός, διευθύντρια για 30 χρόνια της Εθνικής Πινακοθήκης, Καθηγήτρια ιστορίας της τέχνης στην ΑΣΚΤ, μέλος του ΕΙΠ, και πολλών άλλων θεσμών, πέθανε όπως έζησε, όρθια. Συλλυπητήρια. Ανήκει αναμφισβήτητα στην ίδια σειρά με άτομα και προφίλ, όπως του Μπαμπινιώτη, της Αρβελέρ, του Γεωργουσόπουλου, και πολλών ανάλογων που ήταν ικανοί να επιβάλλουν το Εγώ τους παράγοντας έργο -γιατί έργο παρήγαγε η Μαρίνα- έργο όμως συμβατικό, λαϊκίστικο, μελοδραματικό, διαπλεκόμενο! Ήταν όμορφη πραγματικά, όμως! Δεν υπάρχει λόγος να λέει κανείς ως επικήδειο όσα έχουμε πει, όσοι τολμήσαμε κατά πρόσωπο όταν ήταν εν ζωή. Τα άκουγε με προσοχή και ήξερε να αποφεύγει όμως τις κακοτοπιές! Βάσισε τη θέση της σε ακαδημαϊκές αναφορές, συμβατικές γνώσεις, κολλημένη σε ότι πιο συντηρητικό τόσο της παιδείας όσο και της κοινωνίας μας, βαθιά αδιάφορη για ότι δεν είχε άμεση χρηστικότητα και μετρήσιμο όφελος. Ήξερε από διαχείριση ανθρωπίνων σχέσεων στα πλαίσια πάντα της διαχείρισης της εξουσίας. Τα βιβλία της είναι λαϊκά αναγνώσματα επιπέδου ένθετων εφημερίδων. Όταν ήθελε η γλώσσα της έσταζε φαρμάκι κι αντίστοιχα, τα σιρόπια έτρεχαν όπου ήθελε να κερδίσει κάτι. Παρόλα αυτά, σε μια χώρα που το προφίλ αυτό κυβερνά και επιβραβεύεται, δε φταίει εκείνη γιατί μπορούσε, αλλά οι θεσμοί που τη χρησιμοποιούσαν, η κοινωνία που βολευόταν, η διαπλοκή που βρήκε την πρέσβειρα της, η τέχνη που έφερε τα κορνιζάδικα στην Πινακοθήκη, ο επαγγελματικός κόσμος που ήξερε να βρίσκει πάτημα για τις αρπαχτές με στιλ και με κύρος, και πολλά ακόμα που πράγματι αφήνουν σήμερα ένα «μεγάλο κενό» γιατί τόσα ταλέντα (αληθινά και ατόφια) στην υπηρεσία της κυρίαρχης μετριότητας δε θα βρουν! […] Κατάφερες να υπάρχουν χιλιάδες αντικαταστάτες ως υπάλληλοι του 5άστερου ξενοδοχείου που έγινε στα χέρια σας η λαϊκή αγορά που θεσπίσατε με τεράστια εργατικότητα κι επιμονή, ως «επίσημη ελληνική τέχνη». Καλό Παράδεισο.
Άλλωστε, η Κόλαση είναι πάντα για τους ζωντανούς.»
Και μετά απ’ αυτά και –πιθανότατα- ως αντίδραση προς αυτά παρενέβη ο λογοτέχνης Χρήστος Χωμενίδης με άρθρο στην εφημερίδα Το Βήμα που τιτλοφορούσε «Στου νεκρού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα»:
«Σούσουρο ξέσπασε επειδή με την αναγγελία του θανάτου της Μαρίνας Λαμπράκη – Πλάκα κάποιοι, αντί να την εγκωμιάσουν, υπενθύμισαν – κομψά ή λιγότερο κομψά – αρνητικές, κατά τη γνώμη τους, πλευρές του χαρακτήρα και της πολιτείας της. ‘Επιτέλους λίγη αιδώς! Το σώμα της δεν έχει καν κρυώσει! Ο νεκρός δεδικαίωται! Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να σας απαντήσει!’. Δεν ανήκω ούτε στους θαυμαστές ούτε στους αρνητές της εκδημήσασας. Δεν τη συνάντησα ποτέ, δεν έχω άποψη σχετικά με το έργο της. Από όσα διαβάζω καταλαβαίνω ότι υπήρξε μια πολύ δυναμική γυναίκα που έζησε στα γεμάτα. Πήρε τα ρίσκα της, συγκρούστηκε, επιβλήθηκε και αμφισβητήθηκε. Αξιώθηκε προσέτι να μακροημερεύσει. Χόρτασε; Στο γήρας θα έπρεπε κανονικά να νιώθεις πλήρης, πρόθυμος να παραχωρήσεις τη θέση σου στους επόμενους. Έχω δει ωστόσο χούφταλα να γραπώνονται από τη φθίνουσα ύπαρξή τους. Να καταντούν τέρατα εγωπάθειας. Να αναμασούν εμμονικά τα περασμένα μεγαλεία. Να μυξοκλαίνε για χαμένες ευκαιρίες. Να παραχαράσσουν την ιστορία – την ιδιωτική ή τη δημόσια – προς το συμφέρον τους. Εικάζω βάσιμα ότι η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα δεν ανήκε στη θλιβερή αυτή συνομοταξία. Το ερώτημα είναι γενικό. Δικαιούμαστε να κρίνουμε, ακόμα και να βρίζουμε τους νεκρούς; Ή οφείλουμε να κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ; Κι άμα δεν νιώθουμε συντριβή, τουλάχιστον να σιωπούμε αξιοπρεπώς, κατά τα πανάρχαια ήθη μας; Πιστεύω ακράδαντα το πρώτο. Αρνούμαι οποιαδήποτε ασυλία, ακόμα και για εκείνον που μόλις έκλεισε τα μάτια του. Κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο εκδημήσας κάθε άλλο παρά είναι ανυπεράσπιστος. Ο θάνατος τον έχει απολύτως θωρακίσει. […]
Κάλλιο να σας βρίζουν οι εχθροί σας ακόμα και όταν θα ‘στε παγωμένοι, ανάσκελα. Ακόμα και τότε σας εύχομαι να τους ενοχλείτε.»
Τι έχει συμβεί; Κάτι έχει αλλάξει; Είναι η εποχή του τέλους του σεβασμού προς τους νεκρούς; Μήπως επιτέλους απελευθερωθήκαμε από τις συμβάσεις του Κομφορμισμού; Υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για μια εικονοκλαστική εποχή που θα διαλύσει τις επιβεβλημένες φιγούρες της εξουσίας και του συστημικού πολιτισμού; Ή μήπως, τέλος, η περίοδος των social media άνοιξε τους Ασκούς του Αιόλου για να λέγονται τα Πάντα. Από Όλους. Παντού. Ανεξέλεγκτα. Τι στο καλό; Προοιωνίζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή…