Όταν ήμουν μικρή, πριν πάω ακόμη σχολείο, θυμάμαι παραμονή Πρωτοχρονιάς μαζευόμασταν στο ένα δωμάτιο του διαμερίσματος, δυαράκι ήταν, και υποτίθεται περιμέναμε τον Άι Βασίλη να αφήσει κάτω από το δέντρο, που ήταν στο άλλο δωμάτιο, τα δώρα. Κάποια στιγμή έκανε ο μπαμπάς μου ότι ακούει θόρυβο, πήγαινε δίπλα τάχα μου να δει, έβαζε τα δώρα κάτω από το δέντρο και επέστρεφε λέγοντας «ναι, ήρθε, τα άφησε, σας περιμένουν». Την είχα καταλάβει την όλη σκηνοθεσία, δεν έλεγα τίποτα για να μην τους χαλάσω το παραμύθι γιατί για κάποιο λόγο εγώ ποτέ δεν βούτηξα στο παραμύθι των Χριστουγέννων, ούτε καν ως παιδί.
Να φταίει αυτό άραγε που ακόμη και τώρα τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά δεν μου αρέσουν; Δεν είναι μόνο ότι δεν τα λατρεύω, όπως πάρα πολύς κόσμος, είναι ότι με μελαγχολούν, για να μην πω με καταθλίβουν και ακουστεί πολύ βαρύ, ενώ ορισμένες πτυχές τους με εκνευρίζουν.
Τι με εκνευρίζει; Η ακραία εμπορευματοποίηση τους που ξεκινά πλέον από τέλη Οκτώβρη. Θα μου πεις γιατί να μην κινηθεί η αγορά; Πώς θα ζήσουν οι καταστηματάρχες, κλέφτες θα γίνουν; Για να πούμε και καμιά αλήθεια, τα μεγάλα πολυκαταστήματα μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης είναι κάπως χειρότερα από κλέφτες, τόσο γιατί και τα ίδια τα προϊόντα παράγονται σε κράτη με άθλιες εργασιακές συνθήκες όσο και γιατί πολλές είναι οι καταγγελίες για τις συνθήκες που επικρατούν εδώ και αφορούν τους υπαλλήλους τους. Τουλάχιστον, αν αποφασίσετε να στολίσετε το σπίτι σας, προτιμήστε να στηρίξετε ένα συνοικιακό μαγαζί της γειτονιάς ή ένα από τα πολυάριθμα bazaar που γίνονται και έχουν κοινωνικό χαρακτήρα κάνοντας έτσι πράξη την αλληλεγγύη. Άλλωστε αντί να αγοράσετε 40 πάμφθηνα μικροαντικείμενα μπορείτε να αρκεστείτε σε 10 ή 20 με λογικές τιμές και καλύτερη αισθητική. Αν είστε και προκομμένοι άνθρωποι, μπορείτε να φτιάξετε και μόνοι σας στολίδια. Τώρα αν βγει ο Άι Βασίλης με κέρατα και οι τάρανδοι με λευκά μούσια, πείτε ότι ήρθε η ώρα να γίνουν πραγματικά συμπεριληπτικά.
Ίσως ακριβώς ότι η περίοδος των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς είναι μια γιορτινή περίοδος με πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές και στεγανά είναι που με καταπιέζει και δεν μπορώ να χαρώ. Εάν σε ρωτήσουν πώς τα πέρασες και δεν απαντήσεις «οικογενειακά» σε κατατάσσουν κατευθείαν στην κατηγορία «Εμπενίζερ Σκρουτζ», γιατί σίγουρα κάτι τρομερά λάθος θα έχεις κάνει για να μη σε βρουν αυτές οι άγιες (μπλιαχ) ημέρες μαζί με μαμά, μπαμπά, παππού, προγιαγιά, μπατζανάκη, συννυφάδα, βαφτιστήρι και το χάμστερ του γείτονα που στο έδωσε να το φυλάς γιατί αυτός «πετάχτηκε» μέχρι Βιέννη κι εσύ αναρωτιέσαι αν θα τη γλιτώσει (το χάμστερ, όχι ο γείτονας) από τα δόντια της Τσικό, της γάτας σου.
Εάν πάλι τολμήσεις να απαντήσεις «ήρεμα, ξεκουράστηκα στο σπίτι» θα εισπράξεις βλέμμα συμπόνοιας λες και εάν δεν χορέψεις τσιφτετέλι σε πίστα δεν τίμησες επαρκώς τη γέννηση του Χριστούλη˙ και να ανοίγουν οι μπουκάλες ουίσκι «στην υγειά, του Θείου Βρέφους» αλλιώς είσαι εκείνος ο γκρινιάρης που δεν μπορεί να χαρεί με τίποτα.
Ναι, με τα Χριστούγεννα είμαι γκρινιάρα, ίσως γιατί δεν αντέχω όλη αυτή τη μαζική, καταναγκαστική χαρά. Αγαπώ τους φίλους μου, αγαπώ κάποιους από τους συγγενείς μου, θέλω να χαίρομαι, θέλω να επιλέγω εγώ τον τρόπο που θα χαίρομαι.
Αγαπώ πιο πολύ από όλους όσους θα μου δώσουν χώρο όταν τους πω «δεν είμαι σε κοινωνική διάθεση σήμερα» και δεν θα με κοιτάξουν με απορία και απαξίωση επειδή το ημερολόγιο γράφει 1η Ιανουαρίου, δεν θα το πάρουν προσωπικά, δεν θα πουν «μα είναι δυνατόν να ξεκινάς έτσι τη χρονιά σου;», ούτε «μα σήμερα βρήκες να είσαι μίζερη;», ίσως πουν «ούτε εγώ, θέλω να κοιμηθώ μέχρι μεθαύριο» ή «αν αλλάξεις γνώμη, πάρε με τηλέφωνο και θα έρθω με ένα πακέτο μελομακάρονα».
Δεν νομίζω ότι κανείς είναι μισάνθρωπος αν δεν γουστάρει τις γιορτές, νομίζω ότι απλώς κάποιοι άνθρωποι έχουν περισσότερο την ανάγκη ή έστω ομολογούν ότι έχουν περισσότερη την ανάγκη να αποσύρονται όταν κάνουν τους απολογισμούς τους ή να μην αισθάνονται άνετα και οικεία μέσα σε έναν ορυμαγδό φαντεζί εορτασμού. Αυτό δεν τους κάνει απαραίτητα καλύτερους ή χειρότερους, μίζερους ή σοφούς, τους κάνει απλώς να είναι αυτοί που είναι.
Φέτος πάντως ομολογώ ότι στόλισα πιο νωρίς από ποτέ, στις 27 Νοεμβρίου συγκεκριμένα. Οι γονείς ήρθαν πρόσφατα από την Κέρκυρα που ζουν μόνιμα, για μια σειρά εξετάσεων και μικροεπεμβάσεων και φιλοξενούνται στην αδερφή μου. Εκείνη την Κυριακή η μαμά ήρθε σπίτι μου, ήξερα ότι θα χαιρόταν αν το έβλεπε στολισμένο, ακόμη κι αν δεν έλεγε τίποτα˙ ευτυχώς είναι διακριτική σε αυτά. Έτσι λοιπόν τα χριστουγεννιάτικα στολίδια κατέβηκαν από το πατάρι και τοποθετήθηκαν στο σαλόνι, παρέα με τον φουσκωτό Άη Βασίλη που είχε παραμείνει εδώ και ένα χρόνο στη θέση του, δίπλα από το έπιπλο της τηλεόρασης, για να υπογραμμίζει αυτό που νιώθω. Γιορτή, παραμύθι και φαντασία υπάρχει στην καθημερινότητα όταν το θελήσω, όχι όταν το θεσμοθετούν όλοι οι άλλοι, ούτε με τον τρόπο που το επιβάλλει η παράδοση. Ειδικά γι’ αυτό τον τελευταίο λόγο, ένα από τα αγαπημένα φινάλε ταινίας είναι εκείνο της «Στρέλλας», που μια οικογένεια -καθόλου, μα καθόλου παραδοσιακή- στολίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο και γιορτάζει την αγάπη με το δικό της τρόπο.
Ευτυχώς κανείς από τους δικούς μου φίλους όταν ερχόταν σπίτι Ιούλιο μήνα δεν με ρώτησε «μα καλά, τι κάνει ο Άη Βασίλης στο σαλόνι σου καλοκαιριάτικα;». Μάλλον έχω κάνει καλή επιλογή σε φίλους και άη βασίληδες.