Όχι, παιδιά, δεν είναι όλες οι παραστάσεις και όλες οι ταινίες αριστουργήματα. Ούτε, φυσικά, όλα τα βιβλία. Προσωπικά, λατρεύω την τέχνη στην Ελλάδα, σιχαίνομαι την φράση «καλό, για τα ελληνικά δεδομένα», βαριέμαι να ακούω ανθρώπους να λένε πως δεν βλέπουν ελληνικές δουλειές, ούτε διαβάζουν Έλληνες συγγραφείς. Στο μεταξύ, τυγχάνει, ενίοτε, να είναι οι ίδιες και οι ίδιοι που τα λένε αυτά δημιουργοί. Απορώ τι κοινό, και πού, προσδοκούν να βρουν για το έργο τους.
Διαβάζω σε site επαγγελματικού προσανατολισμού:
«Ο κριτικός θα πρέπει να έχει ευαισθησία, ερευνητικό και αναλυτικό πνεύμα, δημιουργική και κριτική σκέψη, ευρύτητα ιδεών, χαρακτηριστικό και προσωπικό εκφραστικό ύφος και αυθεντικές απόψεις. Θα πρέπει να διαθέτει ικανότητα να πείθει, καθώς και γλωσσική ικανότητα τόσο στον προφορικό, όσο και στο γραπτό λόγο. Θα πρέπει, επίσης, να έχει οργανωτικές ικανότητες για να μπορεί να καθορίζει προτεραιότητες».
Ελάχιστους κριτικούς έχουμε. Περισσότερο, τις κριτικές στην χώρα μας καλούμαστε να τις γράψουμε εμείς, οι δημοσιογράφοι πολιτιστικού ρεπορτάζ. Αν γράφουμε καλές κριτικές (ορθότερα: reviews) είμαστε καταπληκτικοί, μας λατρεύουν οι δημόσιες σχέσεις των θεάτρων και των εστιατορίων. Αν γράψουμε κάτι πιο σκεπτικιστικό, κάτι αρνητικό, κάτι που δεν μας ξετρέλανε, δεχόμαστε πεσμένα μούτρα και πιθανόν δεν ξαναπροσκαλούμαστε πουθενά.
Μας βγαίνει το όνομα πως είμαστε κακοί-και, μάλιστα, άσχετοι, γιατί «ποια είναι η τάδε και ο δείνα που τολμούν να βάζουν στο αμόρφωτο στόμα τους την παραστασάρα μας;».
Δυστυχώς, αυτή είναι η δουλειά μας-άλλο αν δεν την κάνουμε όλες και όλοι όπως πρέπει. Συνήθως και, βασικά, επειδή έχουμε πιο σοβαρά προβλήματα στις ζωές μας, παίζουμε με τους κανόνες τους παιχνιδιού που έχουν θέσει άλλοι για εμάς. Τόλμα να γράψεις κακό για τον Μπέζο. Τόλα να πεις λέξη για τις Άγριες Μέλισσες ή την τελευταία παράσταση του Παπαϊωάννου. Δύσκολα τα πράγματα.
Για τους περισσότερους, και για βαθιά ψυχολογικούς λόγους, η κριτική (που κάνουν και που δέχομνται) είναι βαρύ και βαθύ ταμπού. Τους δυσκολεύει, τους αποδυναμώνει, τους φέρνει αντιμέτωπους με αρνητικά συναισθήματα… Όμως, κυρίες και κύριοι, σας έχω νέα: η κριτική είναι μέρος της ζωής μας: στην δουλειά μας, στις σχέσεις μας, στην τέχνη μας.
Δεν είναι όλες οι κριτικές το ίδιο
Πάντοτε, το ζήτημα ποικίλλει, με βάση κάποιες διακρίνουσες. Ποιος μας κάνει την κριτική; Γιατί μας την κάνει; Είναι καλοπροαίρετη ή κακοποραίρετη; Μας ενδιαφέρει να ακούσουμε καλά λόγια από κάποιο άτομο που, στη συνέχεια, θα μας θάψει στην πιάτσα; Ή μήπως έχουν περισσότερη σημασία τα λιγότερο καλά λόγια ενός άλλου ατόμου που εκτιμά ενσυνόλω την δουλειά μας, διέπεται από σοβαρότητα και δεν μπερδεύει την δουλειά μας με την προσωπικότητά μας;
Η κουλτούρα μας, εδώ στην Δύση, και υποπτεύομαι, εδώ στην Γη, είναι προωθητική του θετικού προσήμου. Αναφορά στις επιτυχίες, στις νίκες, στα σουξέ. Απόκρυψη των λαθών, των αποτυχιών, των σφαλμάτων. Το βρίσκω λάθος. Και πολύ άγονο αυτό το πράγμα, ως κατάσταση.
Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να ασκούν σωστά κριτική, ακόμα και σε περιπτώσεις που είναι μέσα στο ρόλο τους π.χ. γονείς, εκπαιδευτικοί, άτομα σε διοικητικές θέσεις, με αποτέλεσμα να το κάνουν με τρόπο που αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές των άλλων. Έχουμε συγκεντρώσει τέτοια βιώματα από το σχολείο ή την οικογένεια και οι περισσότεροι κατευθείαν το συνδέουν στο μυαλό τους με κάτι αρνητικό. Επίσης, κάποιες άκομψες κυρίες και χονδροειδείες κύριοι (μέσα σε αυτούς και δημοσιογράφοι, φυσικά!) ευχαριστιούνται να θάβουν, να αναλώνονται σε χαρακτηρισμούς, χωρίς να ερείζουν την άποψή τους σε επιχειρήματα.
Ή είναι απόλυτες, απόλυτοι.
Το να γίνει, πάντως, αποδεκτή μια κακή κριτική είναι και θέμα αυτογνωσίας, αλλά και αυτοεκτίμησης. Αν αφιερώσουμε χρόνο να γνωρίσουμε και να αποδεχτούμε τα αρνητικά μας σημεία, τότε δεν χρειάζεται να (και δεν θα) πληγωνόμαστε κάθε φορά που διαβάζουμε ή ακούμε κάτι που κι εμείς, ίσως, πρώτες και πρώτοι γνωρίζουμε ή έστω υποπτευόμαστε.
Ακόμα, είναι και θέμα ερμηνείας που επίσης συζητήσαμε. Αν ερμηνεύεις κάτι αρνητικά στο μυαλό σου, αρνητικά θα το δεις και αρνητικά θα νιώσεις. Είναι μονόδρομος. Για να μην πληγωνόμαστε πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στις θετικές πτυχές της κριτικής: ευκαιρία για αυτοβελτίωση, ανάπτυξη, σχέση, ενδιαφέρον. Στην τελική, κάποια πράγματα αν δε μας διορθώσει κάποιος είναι και αδύνατο να τα μάθουμε.
Οι εν Ελλάδι κλίκες, το τζαμπατζιλίκι των δημοσιογράφων που εκπορεύεται από τις συνήθως πενιχρές αμοιβές μας, μας κάνει να εξαρτόμαστε, τρόπον τινά, από τους ανθρώπους της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων και, άρα, να αγόμαστε και να φερόμαστε από αυτούς. Μέγα σφάλμα. Ξεχνάμε, συχνά, το κοινό μας, τους αναγνώστες, τους ακροατές. Δεν είναι ηλίθιος ο κόσμος.
Αν εμείς, οι «κριτικοί» κάνουμε σωστά την δουλειά μας, που είναι να λέμε την αλήθεια (μας) και, μάλιστα, το κάνουμε με ήθος και ενσυναίσθηση, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Ο πολιτισμός που υποτίθεται πως υπηρετούμε δεν αναπνέει χωρίς την αλήθεια. Κι αν δεν θέλουμε να βλέπουμε μετριότητες να επιχορηγούνται από γτα ιδρύματα, πρέπει να ανοίξουμε κι εμείς επιτέλους το στοματάκι μας.
Αναρωτιέμαι, όμως, κατά πόσο κι εμείς οι ίδιοι, οι πολιτιστικάριοι, αφιερώνουμε χρόνο να διαβάσουμε, να ενημερωθούμε, να έχουμε εξασκημένους τους ανοιχτούς μας ορίζοντες, να απομακρυνόμαστε από τον φανατισμό. Δεν είναι κακό να μας αρέσει πολύ ένας καλλιτέχνης, αλλά όχι η τελευταία του, ας πούμε δουλειά.
Δική μας δουλειά είναι να ακονίσουμε τα εργαλεία μας με τρόπο που να σέβεται τη νοημοσύνη. Την δική μας, των καλλιτεχνών για τους οποίους γράφουμε ή μιλάμε στο οκτάωρό μας, του κοινού μας.