Άκουσα πρόσφατα κάποιον να λέει ότι τα μπουζούκια έχουν αρχίσει να μαζεύουν κακό κόσμο, χυμαδιό και ό, τι να’ ναι. Ότι οι πλούσιοι, οι αληθινά πλούσιοι, κάνουν πια τα δικά τους πάρτυ ή επιστρατεύουν legit επιστροφή στα παραδοσιακά σκυλάδικα χωρίς να έχουν να απολογηθούν σε κανέναν. Η κουβέντα στην παρέα λοξοδρόμησε και δεν βρήκα την ευκαιρία να απαντήσω, να ρωτήσω, να εξακριβώσω.
Αυτό θα ήταν ένα ωραίο ρεπορτάζ: Ποιοι πηγαίνουν πια στα μπουζούκια και ποιοι στα σκυλάδικα; Διότι, η ανθρωπογεωγραφία τους έχει σαφώς αλλάξει.
Ο γιάπικος τρόπος ζωής των 90s ξεφλουδίστηκε σταδιακά στα πρώτα χρόνια της κρίσης κι έφτασε στον πάτο επί της καραντίνας. Ο Έλληνας πλούσιος φοράει λιτά, παλ ρούχα και ugly shoes, δεν ξοδεύει μια περιουσία στα καζίνο και τα κέντρα, δεν επιθυμεί να κάνει επίδειξη, μιας που όσοι κάνουν επίδειξη μάλλον επιδεικνύουν κάτι που δεν έχουν. Δεν αποτελεί ενισχυτικό του status κανενός το τσεκ ιν στην Μύκονο, μιας που κατόρθωσε καθένας και καθεμιά που ήθελε να βρεθεί εκεί με κάποιον τρόπο να πάει. Οι πλούσιες γυναίκες δεν βάφονται πια, κάνουν απευθείας πλαστικές επεμβάσεις. Ποιος χρειάζεται το μολύβι χειλιών όταν τα φουσκώνει (και πολύ φίνα μάλιστα) με υαλουρέν;
Τα γιάπικα απωθημένα της πισίνας, του πρώτου τραπεζιού πίστα, του κότερου, του τζακούζι σε σαλέ κι έξω να χιονίζει, του αρμάνι πουκαμίσου, της μάρκας που φαίνεται, της σανέλ τσάντας με το λόγκο φάτσα φόρα, της υπερβολικής σπατάλης, της χλιδής που αποκαλύπτεται μέσα από εγκεκριμένους κιτς αλά Πατούλη τρόπους,όλα αυτα πέρασαν στο παρελθόν, είναι αυτό που λέμε last year. Έχει ανέλθει μια κουλτούρα μινιμαλισμού που κοστίζει διαφορετικά για τους λεφτάδες και διαφορετικά για τους μη έχοντες: κουλ τσιμεντένια διακοσμητικά οι μεν, φτηνές απομιμήσεις IKEA οι άλλοι. Αλλά όλοι καλαίσθητοι.
Η δημοκρατικοποίηση της γαστρονομίας; Μια τρύπα στο νερό κι αυτή. Τα κακής ποιότητας χαβιάρια και τα καναπεδάκια-φοντί-και δεν συμμαζεύεται αντικατέστησε το ταπεινό ελληνικό ψάρι με αμπελοφάσουλα στα χάι κλας εστιατόρια, που απέκτησαν ίνοξ καρέκλες και κουλ σερβιτόρους με τατού και στιλ: μόνο που κι αυτά τα γκρικ πιάτα κοστίζουν μικρές περιουσίες. Ο φτωχός συνεχίζει να τρώει σουβλάκι μπροστά από την τηλεόραση-έτερο ζήτημα αν και αυτό έχει ακριβύνει και μάλιστα πολύ.
Ό, τι μοιάζει πλούσιο, πλέον, δεν είναι.
Χνουδωτά μαξιλάρια, στρας, υπερβολικά ρούχα, υπερβολικά αυτοκίνητα είναι πασέ και είναι ονειρώξεις μεσαίας και χαμηλής οικονομικά τάξης που επιτυγχάνονται μετά από κόπους ζωής ή από μικρές παρανομίες όπως η φοροδιαφυγή, για να πέσουν στο κενό ως προσπάθειες να μας πείσουν για την αλήθεια τους. Τα γιάπικα απωθημένα είναι επισήμως uncool. Οι νέοι γιάπηδες είναι, το πολύ πολύ, οι τράπερ: φόρμες που κοστίζουν τετραψήφια νούμερα, first class πτήσεις με νυσταγμένα stories, παραγωγές βίντεο κλιπ σε ακριβά θέρετρα και τεράστιες πισίνες, με ωραίες γυναίκες του σήμερα και οπωσδήποτε Iphone και ένα πανάκριβο αξεσουάρ που-όμως-δεν-κάνει-και-μπαμ. Οι σαμπάνιες στα μπουζούκια του show off έγιναν κόκα καλής ποιότητας, μιας που και η κόκα εκδημοκρατίστηκε, όλοι κάνουν, αλλά λίγοι κάνουν την καλή, την σωστή, την γαμάτη.
Το χρήμα δεν βγαίνει με ιδρωμένα κολάρα και μπίζνες χειραψίες, αλλά με ντήλια με εταιρείες για τοποθετήσεις προϊόντων στο Ίνσταγκραμ, για λάιβ εμφανίσεις χωρίς καλλιτεχνικό ταλέντο, δια μέσου σωστών και χαϊκλασάτων δημοσίων σχέσεων, εν τω μέσω μιας απολιτίκ θολούρας που όλοι και όλες πρεσβεύουν δικαιώματα, αγάπη, καλοσύνη, ενώ την ίδια ώρα έχουν υπαλλήλους (την ομάδα τους) που τρέχουν να τσακώνονται με το καθαριστήριο για τον λεκέ που δε βγήκε από το φουστάνι του χθεσινού σόου, σαν καλοί πληβείοι-ακόλουθοι του επιτυχημένου γαμάτου για τον οποίο εργάζονται. Ο νεογιαπισμός έχει πρόσωπο δήθεν ταπεινό, έχει αναφορές «στη γειτονιά μου την παλιά», φέρει ψευδο-λαϊκό προσωπείο, εξαντλείται σε τριήμερα σε εξωτικούς προορισμούς, σε υπερκαταναλωτισμό, σε αγάπη για τα ζώα (έχω πέντε τσιουάουα), σε επίδειξη όχι αλά παλαιά, αλλά με νέους τρόπους και σχήματα.
Οι εξηντάρηδες πλούσιοι χάσκουν ενεοί απέναντι στους 30ρηδες που κονόμησαν κύριος οίδε πώς, μέσω ίντερνετ, μέσω στίχων, μέσω reality shows, μέσω ιντερνετικής σεξεργασίας που καμώνεται την απελευθερωμένη και απελευθερωτική την ίδια ώρα που υψώνει δάχτυλο απέναντι στον αυθόρμητο ερωτισμό και σξουαλικότητα των ανθρώπων. Οι εν λόγω 30ρηδες δεν δίνουν δεκάρα για τους παλαιούς ναούς επίδειξης πλούτου, λεσχών, στεκιών, cigar bars και λοιπών επαρχιώτικων πιθανά συνηθειών. Αράζουν σε στούντιο και σε airbnb βίλες, απολαμβάνουν το σεξ υπό την επήρεια drugs και κάνουν φασέικη επίδειξη αυτών στα social media-μάλιστα, φαίνονται και προσηνείς. Αν κάνεις πως τους μιλάς, εκπλήσσεσαι. Οι παλιοί πλούσιοι είχαν ένα lifestory, έναν αστισμό που περιελάμβανε τον καθένα και την καθεμιά. Τώρα, ο πλούτος είναι περίκλειστος σε τείχη συγκεκριμένων προϋποθέσεων και αναλογιών. Είναι αντιφασιστικός, αντισεξιστικός, αντιομοφοβικός, αντιχονδροβοφικός, αντιρατσιστικός, αντιμπουζουκλερίστικος, αντιμπουμερίστικος.
Τρέχει με χίλια στις λεωφόρους. Και σκοτώνεται. Μέχρι που οι επόμενες γενιές θα τον επανακαθορίσουν. Το χρήμα έχει πάντα τρόπους να κυκλοφορεί. Κάποτε το είχαν οι επιδοτημένοι αγρότες στις επαρχίες των σκυλάδικων, οι κυρίες της καλής κοινωνίας με τις φιλανθρωπίες τους. Τώρα, ποιοι; Ε, αυτοί που μας λένε καλημέρα από τα stories με τα μωρά και τη βρώμη τους κάθε πρωί, καθώς εμείς στοιβαζόμαστε στο μετρό να πάμε δουλειά, πιστεύοντας σε ουτοπίες.