Η κουλτούρα θανάτου, λένε, αντανακλά μια κουλτούρα ζωής κατ’ επέκταση μια πολιτική αντίληψη της υγείας. Με ποιο κριτήριο μπορεί κάποιος να αξιολογήσει και εν συνεχεία να ικανοποιήσει το αίτημα θανάτου ενός ανθρώπου; Ποια μπορεί να είναι η σχέση μιας τέτοιας απόφασης με τη διαχείριση της ενόρμησης θανάτου από τον σύγχρονο άνθρωπο και τα σύγχρονα κράτη;
Το αίτημα της ευθανασίας επανήλθε στο διεθνές προσκήνιο έπειτα από την ιστορία της 23χρονης Βελγίδας που υποβλήθηκε σε υποβοηθούμενη αυτοχειρία γιατί «η ψυχική της οδύνη ήταν αμετάβλητη».
Η Shanti de Corte, 23 ετών, που επέζησε από βομβιστική επίθεση του Ισλαμικού Κράτους, επέλεξε να πεθάνει με ευθανασία. Όταν οι τρομοκράτες του Ισλαμικού Κράτους πυροδότησαν τη βόμβα στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών το 2016, η Shanti de Corte ήταν 17 ετών και ταξίδευε με τους συμμαθητές της. Η έφηβη δεν τραυματίστηκε σωματικά. Πάλευε, όμως, ήδη, με την κατάθλιψη και μετά το τρομοκρατικό χτύπημα η ψυχική της υγεία επιδεινώθηκε. Κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησε νοσηλεύτηκε αρκετές φορές στα ψυχιατρικά τμήματα νοσοκομείων. Παρά τη συστηματική ψυχιατρική και ψυχολογική φροντίδα που λάμβανε, οι κρίσεις πανικού και οι αυτοκτονικές σκέψεις δεν έπαψαν.
Μετά από δυο αποτυχημένες απόπειρες αυτοχειρίας, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια ενός συλλόγου που υπερασπιζόταν το δικαίωμα στο θάνατο με αξιοπρέπεια. Σε μια ανάρτηση της στο διαδίκτυο έγραψε χαρακτηριστικά: «Με όλα τα φάρμακα που παίρνω, νιώθω σαν ένα φάντασμα που δεν μπορεί να νιώσει τίποτα πια. Ίσως υπήρχαν άλλες λύσεις εκτός από τα φάρμακα». Η Shanti υποβλήθηκε σε ευθανασία τον περασμένο Μάιο αφότου δυο ψυχίατροι προσυπόγραψαν το αίτημα της. Η καταγγελία, ωστόσο, ενός νευρολόγου από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο CHU Brugmann στις Βρυξέλλες παρακίνησε τους εισαγγελείς της Αμβέρσας να ξεκινήσουν έρευνα για την υπόθεση. Ο νευρολόγος υποστήριξε πως η απόφαση της νεαρής κοπέλας να λάβει τέλος στη ζωή της ελήφθη πρόωρα. Η Δικαιοσύνη, ωστόσο, έκρινε πως δεν υπήρχαν παραβιάσεις στη διαδικασία της ευθανασίας, η οποία στο Βέλγιο εφαρμόζεται νόμιμα.
Πριν από λίγες ημέρες, μερικές μόλις εβδομάδες μετά την καταφυγή του Ζαν Λυκ Γκοντάρ σε υποβοηθούμενη ευθανασία, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το γαλλόφωνος τύπος επανέφεραν την υπόθεση της 23χρονης στη δημοσιότητα.
Κατά πόσο, λοιπόν, οι πολιτικές ευθανασίας είναι μέρος μιας ευρύτερης «θανατοπολιτικής», που υπηρετούν, οικονομικά συμφέροντα της εποχής αντί για το «δικαίωμα στην αξιοπρέπεια» του ατόμου;
Ο θάνατος, όπως η γέννηση, η υγεία και η αρρώστια είναι, ως γνωστόν, μέρος ενός συστήματος. Το ζήτημα της ευθανασίας είχε απασχολήσει τη δημόσια σφαίρα στην Ελλάδα πριν από κάποια χρόνια, όταν ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Βέλιος απευθύνθηκε μια κλινική στην Ελβετία και αποφάσισε την «εθελούσια έξοδο του από τη ζωή», κάτι που υποστήριξε με σθένος στο βιβλίο του «Εγώ και ο θάνατος μου». Έπασχε από καρκίνο. Τότε, είχε τεθεί το ερώτημα αν ως κοινωνία έχουμε τα απαραίτητα -ψυχικά, ιατρικά και κοινωνικά-εργαλεία για να διαχειριστούμε ένα αίτημα θανάτου. Όπως είχε ανοίξει μια δημόσια συζήτηση γύρω από το κατά πόσο σεβόμαστε ως χώρα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της αυτονομίας του ατόμου δεδομένου πως στην Ελλάδα η υποβοηθούμενη αυτοκτονία αντιμετωπίζεται ως έγκλημα.
Η συζήτηση που πυροδοτεί η υπόθεση της 23χρονης στο Βέλγιο είναι εντελώς διαφορετική. Κατά πόσο έχει πνευματική διαύγεια ένα άτομο που πάσχει από κατάθλιψη; Κατά πόσο εφαρμόζονται όλες οι ψυχοϋποστηρικτές μέθοδοι με τις οποίες ένα άτομο μπορεί να καταστεί ικανό να μετατοπιστεί ψυχικά και να βρει ένα νόημα για να ζει; Οι ειδικοί ψυχικής υγείας γνωρίζουν πως το καταθλιπτικό άτομο έχει σκέψεις θανάτου. Πρόκειται για μια όχι σπάνια ψυχική αντίδραση.. Ο πατέρας της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόιντ, ήταν ο πρώτος που είχε αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους η επιθυμία ζωής και του θανάτου συνυπάρχουν μέσα μας. Με ποια κριτήρια οι αρμόδιοι ψυχίατροι αξιολόγησαν πως η απόφαση της ελήφθη υπό καθεστώς πλήρους ψυχικής και πνευματικής νηφαλιότητας;
Μήπως η νομοθεσία στο Βέλγιο και σε άλλες χώρες έχει γίνει τόσο «ενθαρρυντική στην εθελούσια έξοδο του ανθρώπου από τη ζωή» που διολισθαίνει στον ωφελιμισμό τερματίζοντας τη ζωή εκείνων που δεν μπορεί να θεραπεύσει;
Ο Βέλιος, μέσα στο δοκίμιο θανάτου που είχε γράψει τότε, είχε θέσει την οικονομική διάσταση του βιοηθικού ζητήματος , σημειώνοντας πως οι «νόμοι γύρω από την ευθανασία θα αναθεωρηθούν σε κάθε περίπτωση από τις αγορές οι οποίες ρυθμίζουν τη ζωή μας όπως και το θάνατο μας με αποτέλεσμα η ευθανασία να προπαγανδιστεί σύντομα ως όρος βιωσιμότητας του κοινωνικού κράτους;
Στο βιβλίο του «Η εκδίκηση της χαράς», ο Bruno Poncet, 49 ετών, επιζών της τρομοκρατικής επίθεσης στο Bataclan στο Παρίσι, μιλάει για την προσωπική του μάχη του να νικήσει τα σκοτάδια με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος. Το βιβλίο εκδόθηκε έξι χρόνια μετά τη φρίκη έζησε εκείνη τη νύχτα. Για καιρό δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια δίχως να βλέπει πτώματα γύρω του. Η συγγραφή του βιβλίου λειτούργησε ψυχοθεραπευτικά. Είχε- όπως είπε- έναν στόχο κάθαρσης. Ήταν ένας από εκείνους που τα κατάφεραν. Στη Γαλλία, όμως, η ψυχική υγεία είναι πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα. Είναι γνωστό πως η σχέση του ανθρώπου με την ψυχική υγεία του αλλάζει ανάλογα με τον τόπο και την εποχή. Όπως αλλάζει και η νομική σχέση του ανθρώπου με το θάνατο, με αποτέλεσμα οι κυρίαρχες αντιλήψεις περί ευθανασίας, να διαφέρουν ανάμεσα στα κράτη. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης είναι εναντίον της ενεργητικής ευθανασίας και της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, ενώ κάποια κράτη, μεταξύ των οποίων η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία, αποδέχονται το δικαίωμα του ασθενούς στην άρνηση της θεραπείας. Στη νομιμοποίηση της ενεργητικής ευθανασίας έχουν προχωρήσει τρεις χώρες: το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Η Ελβετία παραμένει μια ξεχωριστή περίπτωση δεδομένου πως εδώ και χρόνια αρκετές κλινικές υπηρετούν τόσο το «δικαίωμα στον αξιοπρέπεια», όσο και τον «τουρισμό θανάτου».
Αυτό που οφείλουμε ως μέλη προοδευτικών κοινωνιών, πέρα από το να διεκδικούμε νόμους που θα απαλύνουν τον πόνο- είναι να διεκδικούμε την ψυχική θωράκιση μας καθόλη τη διάρκεια της ζωής μας μέσα από την οργάνωση δομών ψυχικής υγείας ενσωματωμένες στην κοινότητα, έτσι ώστε να μη καταλήγουμε να διολισθαίνουμε στην ψυχική εξουθένωσή και να ενεργοποιείται το ένστικτο του θανάτου. Για να μην επιθυμούμε τη «διακοπή τού εγώ» -φράση δανεική από τον Σαρτρ και να στρέφονται στη ζωή. Όπως ο Γάλλος Bruno Poncet , ο οποίος μας μαθαίνει την «Εκδίκηση της χαράς».