Οι ευρωεκλογές ολοκληρώθηκαν με αποτελέσματα μάλλον αναμενόμενα. Όποιος έπεσε από τα σύννεφα μάλλον δεν είχε καταλάβει ή δεν είχε αναγνωρίσει την σταδιακή, εδώ και χρόνια κλιμάκωση της άκρας δεξιας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα εθνικιστικά, πατριωτικά και υπερσυντηρητικά κόμματα καταλαμβάνουν πια περισσότερο από το ¼ του Ημικυκλίου της Ευρωβουλής με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να έχει πλέον επιβεβαιώσει τη θέση του ως το κορυφαίο πολιτικό κόμμα στη Βουλή του Στρασβούργου. Οι Σοσιαλδημοκράτες (S&D) – το δεύτερο κόμμα στην Ευρωβουλή – χάνουν έδαφος, αλλά είναι κυρίως οι φιλελεύθεροι της Renew και οι Πράσινοι που υποχωρούν. Το Renew, με επικεφαλής τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, έχασε 20 έδρες, καθώς έπεσε από τις 102 στις 82 και οδήγησε τον ηγέτη της Γαλλίας σε διάλυση της Εθνοσυνέλευσης της χώρας και πρόωρες εκλογές στις 30 Ιουνίου.

Η ελαφρά αύξηση της συμμετοχής στους ψηφοφόρους – στο 51%, σε σύγκριση με λίγο περισσότερο από 50% το 2019 – δεν εμπόδισε τα ακροδεξιά κόμματα να αυξήσουν το ποσοστό τους. Οι ακροδεξιοί ευρωσκεπτικιστές εθνικιστές έκαναν σαφή πρόοδο, ιδιαίτερα στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Αυστρία, προκαλώντας σεισμό στη Γαλλία με διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και αβεβαιότητα για την κατεύθυνση της μελλοντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με καθαρή μετατόπιση προς τα δεξιά.

Αυτή η σταθερή άνοδος δεν είναι τυχαία. Η ακροδεξιά έχει οργάνωση, συσπειρώνεται και οι οπαδοί της πάνε στις κάλπες. Δεν πέφτουν στην παγίδα του “όλοι ίδιοι είναι”, “τι θα αλλάξει;” και άρα να απέχουν. Ψηφίζουν με ένα σκοπό: την συντηρητικοποίηση της Ευρώπης.

Ευρώπη εκλογές
Πηγή: Europa

Αυτή τη στιγμή, από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, 13 αρχηγοί κυβερνήσεων ανήκουν επί του παρόντος σε ευρωπαϊκά κόμματα της δεξιάς.

Στη Γαλλία, η Εθνική Συσπείρωση της Le Pen, ήρθε πρώτο με ένα ιστορικό ποσοστό 31.55% και για πρώτη φορά, θα στείλει αντιπροσωπεία τριάντα περίπου ευρωβουλευτών στο Στρασβούργο. Στην Ιταλία, το ακροδεξιό κόμμα Fratelli d’Italia της , Giorgia Meloni μέχρι τώρα προπορεύεται με ένα 28.8% των ψήφων, μια ξεκάθαρη νίκη και μια συνολική επιτυχία για ένα κόμμα που είχε συγκεντρώσει μόνο το 6,44% των ψήφων το 2019.

Ιστορική στροφή στην ακροδεξιά παρατηρήθηκε και στη Γερμανία. Οι Χριστιανοδημοκράτες της αξιωματικής αντιπολίτευσης (CDU/CSU) κέρδισαν το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων με 30%, καταφέρνοντας να αυξήσουν συγκρατημένα την ψήφο τους από 28,9%. Το αντιμεταναστευτικό AfD σημείωσε το καλύτερο αποτέλεσμά του σε ευρωπαϊκές εκλογές, τερματίζοντας δεύτερο με 16% των ψήφων, από 11% στις τελευταίες εκλογές. Μάλιστα στην πρώην Ανατολική Γερμανία το AfD είναι πλέον η πρώτη δύναμη με 27,1% έναντι 20,7% των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και 11,4% των Σοσιαλδημοκρατών (SPD). Τα exit poll έδειξαν ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του AfD ανησυχούσε για την οικονομική τους ευημερία και απαιτούσε αυστηρότερα μέτρα για να σταματήσει η παράτυπη μετανάστευση. Περίπου το 95% των ψηφοφόρων του AfD είπε «τόσοι πολλοί ξένοι έρχονταν στη Γερμανία» και το 78% εξέφρασε τον φόβο του ότι «δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο» στο μέλλον.

Στη γερμανόφωνη περιοχή της Αυστρίας , το εθνικιστικό κόμμα FPÖ γίνεται για πρώτη φορά το κορυφαίο πολιτικό κόμμα στη χώρα με 27% των ψήφων, ακολουθούμενο από τους συντηρητικούς του ÖVP με 23,5% ακολουθούμενο από τους σοσιαλδημοκράτες του το SPÖ .

Στην Ελλάδα υπάρχει καθαρή νίκη της δεξιάς με μόλις το 1/3 των Ελλήνων να πηγαίνει στις κάλπες. Η ΝΔ αν και προηγήθηκε με 28,31% θεωρήθηκε ότι έχασε μεγάλο μέρος των υποστηρικτών της καθώς το ποσοστό της έπεσε σημαντικά σε σχέση με τις εθνικές εκλογές. Η Ελληνική Λύση, πήρε 9,30%, η Νίκη 4,37% ενώ η νεοιδρυθείσα Φωνή Λογικής 3,04% αυξάνοντας το ποσοστό των συνητηρικών φωνών στο ευρωκοινοβούλιο, και μάλιστα με ανθρώπους που δηλώνουν ότι δεν ξέρουν καν πως λειτουργεί η Ευρωβουλή.

Οι ευρωπαϊκές εκλογές άλλωστε σπάνια αφορούν την ίδια την ΕΕ, είναι σαν 27 εθνικές εκλογές που λαμβάνουν χώρα στο πολιτικό πλαίσιο αυτών των χωρών. Συχνά χρησιμοποιούνται ως ψήφοι διαμαρτυρίας, όπου οι ομάδες που δεν θα εκλεγούν σε θέσεις εξουσίας στο εσωτερικό τα πάνε καλά, επειδή οι ψηφοφόροι γνωρίζουν ότι στην πραγματικότητα δεν θα διεκδικήσουν τίποτα.

Άνοδος ακροδεξιάς – Αποστροφή ΕΕ από τις ιδρυτικές αρχές της

Η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι όμως κάτι νεό. Αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο και ειδικά στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μία έντονη αύξηση ακροδεξιών στοιχείων. Από τη Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία, την υπερίσχυση του συντηρητικού κόμματος Εθνική Συμμαχία (NCP) στη Φινλανδία, τον εθνικιστή ηγέτη της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν, μέχρι την ανοδική πορεία της ακροδεξιάς AfD στη Γερμανία, αλλά και την ύπαρξη ακροδεξιών εθνικιστικών κομμάτων στην Ελλάδα, η Ευρώπη διανύει μία κρίση της παραδοσιακής δεξιάς που γεννά υβριδικά φασιστικά κόμματα με μία δημοκρατική επικάλυψη.

Η οικονομική κρίση, η πανδημία, ο λαϊκισμός και η παραπληροφόρηση έχουν δοθεί σαν βασικές αιτίες της ανόδου της ακροδεξιάς. Ωστόσο, αυτό που δεν λαμβάνεται υπόψη και δε συζητείται, είναι η κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής από την παραδοσιακή δεξιά αλλά και τους ίδιους τους θεσμούς της ΕΕ. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η συνεργασία των δεξιών κομμάτων με ακροδεξιά στοιχεία είναι εμφανή όπως στη Γαλλία, την Ελλάδα και τη Σουηδία.

Αυτό που κάνει αυτή τη διαδικασία ιδιαίτερα προβληματική είναι ότι συχνά, δεν γίνεται αντιληπτή ως ακροδεξιά πολιτική ατζέντα που απειλεί προσωπικές ελευθερίες και δικαιώματα μέσα στο πολιτικό κατεστημένο και έτσι ο ψηφοφόρος γίνεται πιο επιρρεπής να επιλέξει κάποια παραλλαγή της ακροδεξιάς. Η ενίσχυση της αστυνομικής δύναμης με την ατιμώρητη χρήση αλόγιστης βίας, οι ολοένα και πιο συντηρητικές πολιτικές των αμβλώσεων με την υπεράσπιση της παραδοσιακής οικογένειας, οι ρητορικές μίσους και φόβου απέναντι στην LGTBQ+ κοινότητα και η συχνή αμφισβήτηση της πολιτικής ορθότητας ως μία σύγχρονη υπερβολή, δημιουργούν ευρωπαϊκά μία κυρίαρχη ιδεολογία που ρέπει προς τη ρητορική των ακροδεξιών φωνών της κοινωνίας, κανονικοποιώντας έναν εθνικιστικό συντηρητισμό. Η ίδια η ΕΕ άλλωστε έχει υιοθετήσει κατά καιρούς πολιτικές της ακροδεξιάς, με αποκορύφωμα την αντίδρασή της στην προσφυγική κρίση την οποία αντιμετωπίζεται ως «υβριδική απειλή».

Επιπλέον, εδώ και χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτύχει να προωθησει τις ιδρυτικές της αρχές περί αλληλεγγύης, δημοκρατίας, πλουραλισμού, ισότητας και επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης με βάση την ισόρροπη οικονομική μεγέθυνση και τη σταθερότητα των τιμών.Η τεχνοκρατική της φύση και η πρωτοκαθεδρία των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων που κινούν τα ηνία της Ένωσης, έχουν δημιουργήσει μία Ευρώπη 2 ταχυτήτων, του βορρά και του νότου, των ισχυρών οικονομιών και των παριών της ΕΕ. Αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα και πολιτική λιτότητας, προτεραιότητα το κεφάλαιο και απομάκρυνση από ένα κράτος πρόνοιας σε συνδυασμό με τις ακαμψίες της νομισματικής ένωσης της Ευρώπης οδήγησαν στην άβυσσο χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία δημιουργώντας εσωτερικά τεράστιες δυσαρέσκειες και διαμάχες, “των τεμπέληδων Ελλήνων” και των “ιμπεριαλιστών Γερμανών”.

Η δημοκρατία δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη θεσμοθέτηση τακτικών εκλογών. Η δημοκρατία δεσμεύει ένα κράτος για προπαρασκευαστική δημόσια συζήτηση πριν από τη λήψη μεγάλων πολιτικών αποφάσεων. Ο Walter Bagehot όρισε τη δημοκρατία ως «κυβέρνηση μέσω συζήτησης» – και οι οραματιστές ηγέτες που ξεκίνησαν την αναζήτηση για την ευρωπαϊκή ενότητα δεν αμφιταλαντεύτηκαν ποτέ σε αυτήν την αφοσίωση.

Ορισμένες όμως από τις πολιτικές που επιλέχθηκαν από τους οικονομικούς ηγέτες και τις οικονομικές δυνάμεις της Ευρώπης , ακόμα και αν ήταν σωστές, επιβλήθηκαν με τρομακτικό τρόπο σε λαούς που ήδη είχαν υποστεί μειώσεις στην ποιότητα ζωής τους, χωρίς συζήτηση, δημόσιο διάλογο και πειθώ. Ο αποδεκατισμός κάτι τόσο θεμελιώδους όσο το κοινωνικό κράτος και οι δημόσιες υπηρεσίες που αποτελούν βασικούς πυλώνες του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας δεν μπορεί να αφήνεται στις μονομερείς κρίσεις των κεντρικών τραπεζών και των οικονομικών εμπειρογνωμόνων (για να μην αναφέρουμε τους επιρρεπείς σε λάθη οργανισμούς αξιολόγησης), χωρίς δημόσια αιτιολογία και την ενημερωμένη συγκατάθεση των πολιτών των εμπλεκόμενων χωρών. Ακόμα κι αν οι άγριες περικοπές στα θεμέλια των ευρωπαϊκών συστημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης ήταν οικονομικά αναπόφευκτες υπήρχε και πάλι ανάγκη να πειστούν οι άνθρωποι ότι αυτό είναι πράγματι έτσι, αντί να επιβληθούν με τον πιο σκληρό και υποτιμητικό τρόπο.

Ευρώπη
Εικονογράφηση: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Αποτυχία κεντροαριστεράς και φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη

Οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς και της φιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας αποτυγχάνουν εδώ και χρόνια να εμπνεύσουν και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κόσμου. Απέτυχαν να δημιουργήσουν μια Ευρώπη της προόδου, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής συνοχής. Απέτυχαν να δημιουργήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας στον Ευρωπαίο πολίτη που είδε σταδιακά την ακρίβεια να ανεβαίνει και την ποιότητα ζωής τους να πέφτει κατακόρυφα σπρώχνοντας τον κόσμο στη λαϊκίστικη ακροδεξιά που θα τους “σώσει” από την ευρωπαϊκή τεχνοκρατική αδιαφορία που οδηγεί την χώρα τους σε μία δίνη οικονομικής στενότητας.

Ίσως η πιο ανησυχητική πτυχή της τρέχουσας δυσφορίας της Ευρώπης είναι η αντικατάσταση των δημοκρατικών δεσμεύσεων από “χρηματοπιστωτικούς” δικτάτορες — από ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και έμμεσα από οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Ο Ινδός νομπελίστας οικονομολόγος, Amartya Sen θεωρεί ότι «το ευρώ στάθηκε μια εσφαλμένη πολιτική κίνηση, γιατί ελευθερία νομισματική χωρίς ενδεδειγμένη πολιτική στρατηγική είναι συνταγή, που οδηγεί με βεβαιότητα στην καταστροφή. Οι πολίτες υποβάλλονται σε οδυνηρές θυσίες για να μην παραβιαστεί η ακεραιότητα του ευρώ. Στην Ευρώπη, όμως, θα έπρεπε να πρωταγωνιστεί η πολιτική, όπως ακριβώς την εννοούσαν οι πατέρες της και όχι η προσαρμογή και υποταγή στους κανόνες της αγοράς και των χρηματιστηρίων». 

Τα προβλεπόμενα κέρδη για τη μετατόπιση προς την ακροδεξιά στις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές εκλογές μπορεί να φαίνονται μέτρια σε καθαρά νούμερα, αλλά είναι σημαντικά. Τα αποτελέσματα αντιπροσωπεύουν μια μεγάλη πρόκληση για τους φιλοευρωπαίους αξιωματούχους που κυριαρχούν στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα λαϊκιστικά, ακροδεξιά κόμματα θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στη χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής τα επόμενα  χρόνια, αφού τα αρχικά αποτελέσματα των εκλογών στην ΕΕ έδειξαν ότι το κοινοβουλευτικό τοπίο επανασχεδιάζεται και η ευρωσκεπτικιστική δεξιά θα μπορούσε, τα επόμενα χρόνια, να καθορίζει κατά πολύ το ευρωπαϊκό τοπίο.

Τα αποτελέσματα της Κυριακής δεν δείχνουν μια δραματική ή ξαφνική μετατόπιση προς τα δεξιά, αλλά κάτι πιο διακριτικό και σταδιακό που γίνεται με σύστημα και οργάνωση εδώ και χρόνια, και ηρθε για να μείνει και να επηρεάσει τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Το πιο ορατό πρόσφατο παράδειγμα αυτού ήταν η ανάδειξη της Giorgia Meloni σε σημαντικό παράγοντα στην πολιτική της ΕΕ. Το 2022 εξελέγη πρωθυπουργός της Ιταλίας. Το εγχώριο κόμμα της, Brothers of Italy, είναι το πιο δεξιό που εξελέγη στην κυβέρνηση μετά από αυτό του Μπενίτο Μουσολίνι, του φασίστα ηγέτη εν καιρώ πολέμου. Υπήρξε σύμμαχος της προέδρου της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και συνεργάστηκε με τους ομολόγους της σε θέματα όπως η Ουκρανία. Χρησιμοποίησε την επιρροή που απέκτησε για να αλλάξει τις θέσεις πολιτικής της ΕΕ σε θέματα που έχουν σημασία για αυτήν: κυρίως, τη μετανάστευση.

Το αποκορύφωμα του ευρωσκεπτικισμού για τους περισσότερους περιστασιακούς παρατηρητές ήταν πιθανώς η ψηφοφορία για το Brexit το 2016. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα χρόνιας αλλαγής της εσωτερικής πολιτικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κεντροδεξιά που μετατοπίστηκε για να αποκρούσει τη σκληρή δεξιά, οδηγώντας τελικά σε αυτή τη ρήξη.

Η διαφορά μεταξύ αυτού που συνέβη στο Ηνωμένο Βασίλειο και αυτού που συμβαίνει τώρα είναι ότι οι ευρωσκεπτικιστές δεν θέλουν πλέον να φύγουν από την ΕΕ: θέλουν να την αναλάβουν.