Κάθε φορά που κοιτάζω στο screen time και βλέπω πόση ώρα έχω αφιερώσει στην οθόνη του κινητού μου, με πιάνει η ίδια αίσθηση με εκείνη που έχεις όταν ανοίγεις τον φάκελο με τον λογαριασμό του ρεύματος. Λίγο απορία, λίγη ντροπή για τους μετρητές, και, φυσικά, λίγο ακόμα παραίτηση. Κι ύστερα αρχίζω τα ψέματα: «δουλειά είναι», «λίγο ακόμα δεν πειράζει», «αύριο θα το μειώσω». Σαν να κάνω gaslighting στον ίδιο μου τον εαυτό, σαν να του σβήνω τη μνήμη, να τον πείθω ότι όλα είναι υπό έλεγχο, ενώ η αλήθεια είναι πως με ελέγχει μια οθόνη 6 ιντσών.
Το ψηφιακό μας σώμα (ή έστω κομμάτια αυτού) ζει σε έναν άυλο κυβερνοχώρο που μοιάζει με μια δυστοπική στοά γεμάτη νέον, όπου κάθε ειδοποίηση είναι σαν φθηνό ναρκωτικό που σε κρατά ξύπνιο και κάθε φορά που αναβοσβήνει κάτι, σου τραβάει αυτόματα το βλέμμα. Κι εμείς χαμογελάμε σαν τους ήρωες μιας ταινίας ΕΦ, προσπαθώντας να ξεχωρίσουμε αν η ανάμνηση που ανεβάσαμε είναι δική μας ή κάποιου “πρόσθετου” εμφυτεύματος.
Αλλά αυτή η “αυτοπαραπλάνηση” έχει τίμημα: χάνεις τον χρόνο, χάνεις το βλέμμα, χάνεις τη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που έζησες και σε αυτό που σου έδειξε το feed. Δεν είναι μόνο ότι σου πουλάνε ψεύτικες ζωές· είναι ότι εμείς οι ίδιοι τις αγοράζουμε, με δόσεις 24ώρου.
Η ψυχολογική χειραγώγηση των ψηφιακών μέσων δεν είναι δύναμη, αλλά περισσότερο μια αποσύνδεση από τον φυσικό εαυτό μας, όσο κι αν αυτό ακούγεται τρελό. Γιατί η δύναμη προϋποθέτει κυριαρχία (έστω και στο ελάχιστο) ενώ εδώ έχουμε μια παράδοση άνευ όρων. Είναι σαν να φοράς την εξωσκελετική στολή του Death Stranding για να περπατήσεις πιο εύκολα κουβαλώντας βάρη, κι αυτή σταδιακά να απορροφά τους μύες και τη δύναμή σου μέχρι να μη θυμάσαι πώς περπατάς μόνος. Είναι σαν να βλέπεις το ψηφιακό σου είδωλο να τρέχει αψεγάδιαστο στο δίκτυο, ενώ ο πραγματικός εαυτός σου κολλάει, σέρνεται, μπουκώνει. Αλλά δεν μπορείς να λύσεις ένα σφάλμα που αρνείσαι ότι υπάρχει. Αν πατήσεις «αγνόησε το!», το μόνο που καταφέρνεις είναι να καεί όλο το σύστημα.
Το πιο σκληρό μάθημα: η πραγματικότητα δεν αλλάζει επειδή το επιθυμείς. Μπορείς να ντύσεις την βαρεμάρα με όμορφα φίλτρα, να την ανεβάσεις σαν εικόνα με μουσική υπόκρουση, να τη θάψεις κάτω από στρώματα επιδραστικής «λογικής». Όμως εκείνη επιστρέφει πάντα, σαν μια ειδοποίηση που δεν σβήνει. Κι όταν την αγνοείς, γίνεται ειδοποίηση μέσα στο ίδιο σου το σώμα: άγχος, αϋπνία, κόπωση.
Οπότε, προτιμώ την άσχημη αλήθεια μου από το να ζω σε μια ψεύτικη προσομοίωση όπου όλα δείχνουν τάχα μου καλά. Γιατί η αποδοχή, όσο δύσκολη, όσο βρώμικη, όσο κατακερματισμένη ή άβολη μπορεί να είναι, είναι το μόνο λειτουργικό που δεν σε “πετάει” έξω.
Όσοι μεγαλώσαμε με την ιδέα ότι “ο πόνος είναι αμαρτία”, κουβαλάμε ακόμα αυτή την απαγόρευση σαν κάτι πολύ βαρύ. Μάθαμε να αυτολογοκρινόμαστε, να κάνουμε gaslighting στον εαυτό μας. Να μικραίνουμε τις μάχες μας για να χωρέσουμε σε έναν κόσμο που ζητά μόνο χαμογελαστές εικόνες. Αλλά η αλήθεια είναι απλή: δεν υπάρχει επανεκκίνηση χωρίς κάνεις πρώτα βίαιο τερματισμό αν το σύστημα έχει κολλήσει. Και, επίσης, δεν υπάρχει θεραπεία χωρίς να παραδεχτείς την πληγή.
Τα ψηφιακά μέσα δεν μας κάνουν απλώς να σπαταλάμε χρόνο. Ξαναγράφουν, κατά κάποιον τρόπο, τον χάρτη του εγκεφάλου μας. Αντικαθιστούν την αίσθηση με την εικόνα της αίσθησης, τη ζέστη με το emoji της ζέστης, την κοινωνία με την προσομοίωσή της. Κι εμείς, στο όνομα του «είμαι ενημερωμένος» ή του «είμαι συνδεδεμένος», σπρώχνουμε όλο και πιο βαθιά τον φυσικό μας εαυτό σε αποθήκες άχρηστων δεδομένων.
Όσο περισσότερο πιστεύεις ότι αποκτάς «δύναμη» μέσω αυτής της χρήσης (περισσότερους ακόλουθους, περισσότερη πληροφόρηση, περισσότερα εργαλεία) τόσο πιο σιωπηλά “κόβεσαι” από το σώμα σου, από τις αληθινές σχέσεις, από το τι σημαίνει να έχεις νύχια με χώμα και ιδρώτα στα χέρια. Είναι σαν να πείθεις τον εαυτό σου ότι το οξυγόνο είναι περιττό επειδή αναπνέεις με μάσκα σε κάποιο παιχνίδι VR.
Αυτό που ακούγεται τρελό, ότι δηλαδή η «δύναμη» των μέσων είναι στην πραγματικότητα μια αποσύνδεση από την κούραση στο γραφείο ή από την βαρετή επιστροφή στο σπίτι από τη δουλειά, είναι ίσως το πιο νηφάλιο πράγμα που μπορείς να πεις σήμερα. Η ψυχή δεν είναι plug-in, ούτε ο χαρακτήρας σου κάποιο update. Χρειάζεται επαναφορά: να βγάλεις το καλώδιο, να περπατήσεις, να δεις τι γίνεται πραματικά στους δρόμους, να θυμηθείς τη φωνή σου έξω από το μικρόφωνο μιλώντας σε κάποιον περαστικό.
Ψηφιακή σύνδεση σήμερα σημαίνει απώλεια σήματος με τον εαυτό μας
Τα ψηφιακά μέσα δεν μας κάνουν απλώς να σπαταλάμε τον χρόνο. Ξαναγράφουν, κατά κάποιον τρόπο, τον χάρτη του εγκεφάλου μας. Αντικαθιστούν την αίσθηση με την εικόνα της αίσθησης, τη ζέστη με το emoji της ζέστης, την κοινωνία με την προσομοίωσή της μέσα από την εικόνα που προβάλλουν τα μεγάλα κανάλια, τα μεγάλα μέσα, οι μεγάλοι influencers. Κι εμείς, στο όνομα του «είμαι ενημερωμένος» ή του «είμαι συνδεδεμένος», σπρώχνουμε όλο και πιο βαθιά τον φυσικό μας εαυτό σε αποθήκες δεδομένων, που σε μια άλλη ζωή δεν θα χρειαζόταν να ψάξουμε ποτέ.
Όσο περισσότερο πιστεύεις ότι αποκτάς «δύναμη» μέσω αυτής της χρήσης (περισσότερους ακόλουθους, περισσότερη πληροφόρηση, περισσότερα εργαλεία) τόσο πιο σιωπηλά “κόβεσαι” από το σώμα σου, από τις αληθινές σχέσεις, από το τι σημαίνει να έχεις νύχια με χώμα και ιδρώτα στα χέρια. Είναι σαν να πείθεις τον εαυτό σου ότι το οξυγόνο είναι περιττό επειδή αναπνέεις με μάσκα σε κάποιο παιχνίδι VR.
Υπάρχει, επίσης, ένα ακόμη παράδοξο στην αυτο-χειραγώγηση που σπάνια προσέχουμε.
Όταν νιώθεις άγχος, η πρώτη σου παρόρμηση είναι ή να το υπακούσεις τυφλά ή να το καταπνίξεις βίαια. Και τα δύο είναι μορφές gaslighting. Στο πρώτο σενάριο λες: «Αυτό το συναίσθημα είναι μια πιστή αντανάκλαση ενός αληθινού κινδύνου». Στο δεύτερο: «Αυτό το συναίσθημα τόσο άκυρο, που κανονικά δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει».
Εκεί όμως κρύβεται το ενδιαφέρον. Το συναίσθημα είναι απλώς δεδομένα στον εγκέφαλο. Είναι σήμα. Το άγχος είναι ένας συναγερμός, και αυτό που πρέπει να κάνεις δεν είναι να σπάσεις τη σειρήνα, αλλά να δεις γιατί χτυπάει. Γίνεται όντως σεισμός ή απλώς τρέμει το πλυντήριο στο στύψιμο; Κι έπειτα έρχεται η ψηφιακή καθημερινότητα να φορτώσει κι άλλα alerts πάνω σου: ειδοποιήσεις, μηνύματα, σχόλια, «είδες τι ανέβασε;», «γιατί δεν απάντησες;». Σαν να έχεις μόνιμα δέκα μικρές σειρήνες να ουρλιάζουν στο κεφάλι σου, χωρίς pause, χωρίς σιωπή. Ό,τι και να ΄ναι, αυτό το στιγμιαίο συναίσθημα, αυτή η μικρή δόση αδρεναλίνης που σε πλημμυρίζει κάποιες φορές, ή ένα σφίξιμο στο στήθος, όλα αυτά υπάρχουν και το μεγάλο ερώτημα στη σύγχρονη ζωή μας δεν είναι αν «δικαιολογούνται», αλλά αν ξέρεις να τα διαβάσεις.
Γιατί πάντα έρχεται αυτό το μικρό, καταραμένο «αλλά».
Το αλλά που χωρίζει την αλήθεια από το ψέμα, την ελευθερία από την αυταπάτη.
Το αλλά που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είσαι θύμα ενός σεισμού ή απλώς στέκεσαι πολύ κοντά σε ένα πλυντήριο που χορεύει σαν να ακούει Autechre.
«Σταμάτα λοιπόν να χαραμίζεις την ίδια σου τη ζωή και να τη σκορπάς μπροστά σε μια οθόνη».
Δεν χρειάζεται να απολογείσαι στον εαυτό σου γιατί νιώθεις όπως νιώθεις. Δεν είναι ομιλήτής σε TEDx, ούτε τα λεφτά σου φτάνουν για ψυχοθεραπεία στο άπειρο. Αν νιώθεις καμένος, είσαι καμένος. Αν δεν έχεις κάτι ουσιαστικό να στείλεις κάτι μην ποστάρεις μ#λακίες, σώσε το cloud. Αν κάτι άθλιο υπάρχει στη δουλειά ή στις σχέσεις σου, τότε είναι άθλιο, μην το ψάχνεις. Δεν χρειάζεται να το τυλίξεις σε οικολογικό χαρτί δώρου. Και, πάνω απ’ όλα, μην αφήνεις κανέναν να σε πείσει ότι «είσαι υπερβολικός». Ειδικά εκείνους τους συναδέλφους που το παίζουν «ομάδα», αλλά στην πρώτη στραβή σου φυτεύουν μαχαίρι τόσο βαθιά που το βρίσκεις στο email σου. Αυτούς που μιλάνε για «συνεργασία» στα meetings και μετά τρέχουν να ρίξουν λάσπη στο Slack. Αυτούς που χαμογελούν πλατιά κι έχουν ήδη ετοιμάσει το excel με τα λάθη σου. Έχεις ήδη χορτάσει gaslighting από πολιτικούς που σε σώζουν ενώ σε πνίγουν, από αφεντικά που σε λένε «οικογένεια» και σε πληρώνουν σαν τον Χατζηχρήστο με φουστανέλα, ανιψιό κάποιου μακρινού συγγενή. Κι εδώ, σε αυτό το χάος, το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι να γίνεις κι εσύ ένα αφεντικό-σαμποτέρ του μυαλού σου.
Γιατί αν συνεχίσεις να λες στην αλήθεια σου «σκάσε, θα τα πούμε στο διάλειμμα», μην απορήσεις όταν ξεσπάσει σαν συναγερμός πυρκαγιάς την ώρα που έχεις που πίνεις καφέ στο διάλειμμα.
Κάνε το ασυνείδητο συνειδητό. Όχι για να βγεις «καλύτερος άνθρωπος», αλλά για να γλιτώσεις το σπασμένο σου μυαλό από το να γίνει ένα open-plan γραφείο γεμάτο ίντριγκες. Σταμάτα να τρέφεις τις ψευδαισθήσεις των άλλων για σένα.
Είσαι ο μόνος άνθρωπος που ζει κάθε δευτερόλεπτο μέσα στο δικό του σώμα. Ο ειδικός της δικής σου εμπειρίας. Το να κάνεις gaslighting στον εαυτό σου είναι σαν να απολύεις αυτόν τον ειδικό και να τον αντικαθιστάς με έναν παρανοϊκό, λαμόγιο, απατεώνα. Υπάρχει ήδη αρκετή αμφιβολία γύρω σου, το μυαλό σου πρέπει να είναι το καταφύγιο της αλήθειας σου. Γι’ αυτό σταμάτα να λες στον εαυτό σου τα χειρότερα πράγματα για σένα. Σταμάτα να υποβαθμίζεις τον πόνο σου για να βολεύονται οι άλλοι. Πίστεψε αυτό που νιώθεις. Ονόμασε αυτό που βλέπεις. Στάσου πάνω του. Τα συναισθήματά σου, τα όριά σου, η ενέργειά σου είναι αληθινά. Σταμάτα να τα παρουσιάζεις ως χαλασμένα μόνο και μόνο επειδή είναι δύσκολο να τα αποδεχτείς. Η “αυτοεμπιστοσύνη” αλλάζει τα πάντα. Χωρίς αυτήν, είσαι μια μαριονέτα της ίδιας σου της άρνησης. Με αυτήν, είσαι ασταμάτητος, οπότε σταμάτα να είσαι το μεγαλύτερο εμπόδιό σου.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή από την αρχή.
Βγες έξω. Ή αν βαριέσαι, κάτσε σπίτι και διάβασε κάνα βιβλίο. Μην κοιτάς το κινητό.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Κάθε φορά που κοιτάζω στο screen time και βλέπω πόση ώρα έχω αφιερώσει στην οθόνη του κινητού μου, με πιάνει η ίδια αίσθηση με εκείνη που έχεις όταν ανοίγεις τον φάκελο με τον λογαριασμό του ρεύματος. Λίγο απορία, λίγη ντροπή για τους μετρητές, και, φυσικά, λίγο ακόμα παραίτηση. Κι ύστερα αρχίζω τα ψέματα: «δουλειά είναι», «λίγο ακόμα δεν πειράζει», «αύριο θα το μειώσω». Σαν να κάνω gaslighting στον ίδιο μου τον εαυτό, σαν να του σβήνω τη μνήμη, να τον πείθω ότι όλα είναι υπό έλεγχο, ενώ η αλήθεια είναι πως με ελέγχει μια οθόνη 6 ιντσών.
Το ψηφιακό μας σώμα (ή έστω κομμάτια αυτού) ζει σε έναν άυλο κυβερνοχώρο που μοιάζει με μια δυστοπική στοά γεμάτη νέον, όπου κάθε ειδοποίηση είναι σαν φθηνό ναρκωτικό που σε κρατά ξύπνιο και κάθε φορά που αναβοσβήνει κάτι, σου τραβάει αυτόματα το βλέμμα. Κι εμείς χαμογελάμε σαν τους ήρωες μιας ταινίας ΕΦ, προσπαθώντας να ξεχωρίσουμε αν η ανάμνηση που ανεβάσαμε είναι δική μας ή κάποιου “πρόσθετου” εμφυτεύματος.
Αλλά αυτή η “αυτοπαραπλάνηση” έχει τίμημα: χάνεις τον χρόνο, χάνεις το βλέμμα, χάνεις τη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που έζησες και σε αυτό που σου έδειξε το feed. Δεν είναι μόνο ότι σου πουλάνε ψεύτικες ζωές· είναι ότι εμείς οι ίδιοι τις αγοράζουμε, με δόσεις 24ώρου.
Η ψυχολογική χειραγώγηση των ψηφιακών μέσων δεν είναι δύναμη, αλλά περισσότερο μια αποσύνδεση από τον φυσικό εαυτό μας, όσο κι αν αυτό ακούγεται τρελό. Γιατί η δύναμη προϋποθέτει κυριαρχία (έστω και στο ελάχιστο) ενώ εδώ έχουμε μια παράδοση άνευ όρων. Είναι σαν να φοράς την εξωσκελετική στολή του Death Stranding για να περπατήσεις πιο εύκολα κουβαλώντας βάρη, κι αυτή σταδιακά να απορροφά τους μύες και τη δύναμή σου μέχρι να μη θυμάσαι πώς περπατάς μόνος. Είναι σαν να βλέπεις το ψηφιακό σου είδωλο να τρέχει αψεγάδιαστο στο δίκτυο, ενώ ο πραγματικός εαυτός σου κολλάει, σέρνεται, μπουκώνει. Αλλά δεν μπορείς να λύσεις ένα σφάλμα που αρνείσαι ότι υπάρχει. Αν πατήσεις «αγνόησε το!», το μόνο που καταφέρνεις είναι να καεί όλο το σύστημα.
Το πιο σκληρό μάθημα: η πραγματικότητα δεν αλλάζει επειδή το επιθυμείς. Μπορείς να ντύσεις την βαρεμάρα με όμορφα φίλτρα, να την ανεβάσεις σαν εικόνα με μουσική υπόκρουση, να τη θάψεις κάτω από στρώματα επιδραστικής «λογικής». Όμως εκείνη επιστρέφει πάντα, σαν μια ειδοποίηση που δεν σβήνει. Κι όταν την αγνοείς, γίνεται ειδοποίηση μέσα στο ίδιο σου το σώμα: άγχος, αϋπνία, κόπωση.
Οπότε, προτιμώ την άσχημη αλήθεια μου από το να ζω σε μια ψεύτικη προσομοίωση όπου όλα δείχνουν τάχα μου καλά. Γιατί η αποδοχή, όσο δύσκολη, όσο βρώμικη, όσο κατακερματισμένη ή άβολη μπορεί να είναι, είναι το μόνο λειτουργικό που δεν σε “πετάει” έξω.
Όσοι μεγαλώσαμε με την ιδέα ότι “ο πόνος είναι αμαρτία”, κουβαλάμε ακόμα αυτή την απαγόρευση σαν κάτι πολύ βαρύ. Μάθαμε να αυτολογοκρινόμαστε, να κάνουμε gaslighting στον εαυτό μας. Να μικραίνουμε τις μάχες μας για να χωρέσουμε σε έναν κόσμο που ζητά μόνο χαμογελαστές εικόνες. Αλλά η αλήθεια είναι απλή: δεν υπάρχει επανεκκίνηση χωρίς κάνεις πρώτα βίαιο τερματισμό αν το σύστημα έχει κολλήσει. Και, επίσης, δεν υπάρχει θεραπεία χωρίς να παραδεχτείς την πληγή.
Τα ψηφιακά μέσα δεν μας κάνουν απλώς να σπαταλάμε χρόνο. Ξαναγράφουν, κατά κάποιον τρόπο, τον χάρτη του εγκεφάλου μας. Αντικαθιστούν την αίσθηση με την εικόνα της αίσθησης, τη ζέστη με το emoji της ζέστης, την κοινωνία με την προσομοίωσή της. Κι εμείς, στο όνομα του «είμαι ενημερωμένος» ή του «είμαι συνδεδεμένος», σπρώχνουμε όλο και πιο βαθιά τον φυσικό μας εαυτό σε αποθήκες άχρηστων δεδομένων.
Όσο περισσότερο πιστεύεις ότι αποκτάς «δύναμη» μέσω αυτής της χρήσης (περισσότερους ακόλουθους, περισσότερη πληροφόρηση, περισσότερα εργαλεία) τόσο πιο σιωπηλά “κόβεσαι” από το σώμα σου, από τις αληθινές σχέσεις, από το τι σημαίνει να έχεις νύχια με χώμα και ιδρώτα στα χέρια. Είναι σαν να πείθεις τον εαυτό σου ότι το οξυγόνο είναι περιττό επειδή αναπνέεις με μάσκα σε κάποιο παιχνίδι VR.
Αυτό που ακούγεται τρελό, ότι δηλαδή η «δύναμη» των μέσων είναι στην πραγματικότητα μια αποσύνδεση από την κούραση στο γραφείο ή από την βαρετή επιστροφή στο σπίτι από τη δουλειά, είναι ίσως το πιο νηφάλιο πράγμα που μπορείς να πεις σήμερα. Η ψυχή δεν είναι plug-in, ούτε ο χαρακτήρας σου κάποιο update. Χρειάζεται επαναφορά: να βγάλεις το καλώδιο, να περπατήσεις, να δεις τι γίνεται πραματικά στους δρόμους, να θυμηθείς τη φωνή σου έξω από το μικρόφωνο μιλώντας σε κάποιον περαστικό.
Ψηφιακή σύνδεση σήμερα σημαίνει απώλεια σήματος με τον εαυτό μας
Τα ψηφιακά μέσα δεν μας κάνουν απλώς να σπαταλάμε τον χρόνο. Ξαναγράφουν, κατά κάποιον τρόπο, τον χάρτη του εγκεφάλου μας. Αντικαθιστούν την αίσθηση με την εικόνα της αίσθησης, τη ζέστη με το emoji της ζέστης, την κοινωνία με την προσομοίωσή της μέσα από την εικόνα που προβάλλουν τα μεγάλα κανάλια, τα μεγάλα μέσα, οι μεγάλοι influencers. Κι εμείς, στο όνομα του «είμαι ενημερωμένος» ή του «είμαι συνδεδεμένος», σπρώχνουμε όλο και πιο βαθιά τον φυσικό μας εαυτό σε αποθήκες δεδομένων, που σε μια άλλη ζωή δεν θα χρειαζόταν να ψάξουμε ποτέ.
Όσο περισσότερο πιστεύεις ότι αποκτάς «δύναμη» μέσω αυτής της χρήσης (περισσότερους ακόλουθους, περισσότερη πληροφόρηση, περισσότερα εργαλεία) τόσο πιο σιωπηλά “κόβεσαι” από το σώμα σου, από τις αληθινές σχέσεις, από το τι σημαίνει να έχεις νύχια με χώμα και ιδρώτα στα χέρια. Είναι σαν να πείθεις τον εαυτό σου ότι το οξυγόνο είναι περιττό επειδή αναπνέεις με μάσκα σε κάποιο παιχνίδι VR.
Υπάρχει, επίσης, ένα ακόμη παράδοξο στην αυτο-χειραγώγηση που σπάνια προσέχουμε.
Όταν νιώθεις άγχος, η πρώτη σου παρόρμηση είναι ή να το υπακούσεις τυφλά ή να το καταπνίξεις βίαια. Και τα δύο είναι μορφές gaslighting. Στο πρώτο σενάριο λες: «Αυτό το συναίσθημα είναι μια πιστή αντανάκλαση ενός αληθινού κινδύνου». Στο δεύτερο: «Αυτό το συναίσθημα τόσο άκυρο, που κανονικά δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει».
Εκεί όμως κρύβεται το ενδιαφέρον. Το συναίσθημα είναι απλώς δεδομένα στον εγκέφαλο. Είναι σήμα. Το άγχος είναι ένας συναγερμός, και αυτό που πρέπει να κάνεις δεν είναι να σπάσεις τη σειρήνα, αλλά να δεις γιατί χτυπάει. Γίνεται όντως σεισμός ή απλώς τρέμει το πλυντήριο στο στύψιμο; Κι έπειτα έρχεται η ψηφιακή καθημερινότητα να φορτώσει κι άλλα alerts πάνω σου: ειδοποιήσεις, μηνύματα, σχόλια, «είδες τι ανέβασε;», «γιατί δεν απάντησες;». Σαν να έχεις μόνιμα δέκα μικρές σειρήνες να ουρλιάζουν στο κεφάλι σου, χωρίς pause, χωρίς σιωπή. Ό,τι και να ΄ναι, αυτό το στιγμιαίο συναίσθημα, αυτή η μικρή δόση αδρεναλίνης που σε πλημμυρίζει κάποιες φορές, ή ένα σφίξιμο στο στήθος, όλα αυτά υπάρχουν και το μεγάλο ερώτημα στη σύγχρονη ζωή μας δεν είναι αν «δικαιολογούνται», αλλά αν ξέρεις να τα διαβάσεις.
Γιατί πάντα έρχεται αυτό το μικρό, καταραμένο «αλλά».
Το αλλά που χωρίζει την αλήθεια από το ψέμα, την ελευθερία από την αυταπάτη.
Το αλλά που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είσαι θύμα ενός σεισμού ή απλώς στέκεσαι πολύ κοντά σε ένα πλυντήριο που χορεύει σαν να ακούει Autechre.
«Σταμάτα λοιπόν να χαραμίζεις την ίδια σου τη ζωή και να τη σκορπάς μπροστά σε μια οθόνη».
Δεν χρειάζεται να απολογείσαι στον εαυτό σου γιατί νιώθεις όπως νιώθεις. Δεν είναι ομιλήτής σε TEDx, ούτε τα λεφτά σου φτάνουν για ψυχοθεραπεία στο άπειρο. Αν νιώθεις καμένος, είσαι καμένος. Αν δεν έχεις κάτι ουσιαστικό να στείλεις κάτι μην ποστάρεις μ#λακίες, σώσε το cloud. Αν κάτι άθλιο υπάρχει στη δουλειά ή στις σχέσεις σου, τότε είναι άθλιο, μην το ψάχνεις. Δεν χρειάζεται να το τυλίξεις σε οικολογικό χαρτί δώρου. Και, πάνω απ’ όλα, μην αφήνεις κανέναν να σε πείσει ότι «είσαι υπερβολικός». Ειδικά εκείνους τους συναδέλφους που το παίζουν «ομάδα», αλλά στην πρώτη στραβή σου φυτεύουν μαχαίρι τόσο βαθιά που το βρίσκεις στο email σου. Αυτούς που μιλάνε για «συνεργασία» στα meetings και μετά τρέχουν να ρίξουν λάσπη στο Slack. Αυτούς που χαμογελούν πλατιά κι έχουν ήδη ετοιμάσει το excel με τα λάθη σου. Έχεις ήδη χορτάσει gaslighting από πολιτικούς που σε σώζουν ενώ σε πνίγουν, από αφεντικά που σε λένε «οικογένεια» και σε πληρώνουν σαν τον Χατζηχρήστο με φουστανέλα, ανιψιό κάποιου μακρινού συγγενή. Κι εδώ, σε αυτό το χάος, το τελευταίο που χρειάζεσαι είναι να γίνεις κι εσύ ένα αφεντικό-σαμποτέρ του μυαλού σου.
Γιατί αν συνεχίσεις να λες στην αλήθεια σου «σκάσε, θα τα πούμε στο διάλειμμα», μην απορήσεις όταν ξεσπάσει σαν συναγερμός πυρκαγιάς την ώρα που έχεις που πίνεις καφέ στο διάλειμμα.
Κάνε το ασυνείδητο συνειδητό. Όχι για να βγεις «καλύτερος άνθρωπος», αλλά για να γλιτώσεις το σπασμένο σου μυαλό από το να γίνει ένα open-plan γραφείο γεμάτο ίντριγκες. Σταμάτα να τρέφεις τις ψευδαισθήσεις των άλλων για σένα.
Είσαι ο μόνος άνθρωπος που ζει κάθε δευτερόλεπτο μέσα στο δικό του σώμα. Ο ειδικός της δικής σου εμπειρίας. Το να κάνεις gaslighting στον εαυτό σου είναι σαν να απολύεις αυτόν τον ειδικό και να τον αντικαθιστάς με έναν παρανοϊκό, λαμόγιο, απατεώνα. Υπάρχει ήδη αρκετή αμφιβολία γύρω σου, το μυαλό σου πρέπει να είναι το καταφύγιο της αλήθειας σου. Γι’ αυτό σταμάτα να λες στον εαυτό σου τα χειρότερα πράγματα για σένα. Σταμάτα να υποβαθμίζεις τον πόνο σου για να βολεύονται οι άλλοι. Πίστεψε αυτό που νιώθεις. Ονόμασε αυτό που βλέπεις. Στάσου πάνω του. Τα συναισθήματά σου, τα όριά σου, η ενέργειά σου είναι αληθινά. Σταμάτα να τα παρουσιάζεις ως χαλασμένα μόνο και μόνο επειδή είναι δύσκολο να τα αποδεχτείς. Η “αυτοεμπιστοσύνη” αλλάζει τα πάντα. Χωρίς αυτήν, είσαι μια μαριονέτα της ίδιας σου της άρνησης. Με αυτήν, είσαι ασταμάτητος, οπότε σταμάτα να είσαι το μεγαλύτερο εμπόδιό σου.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή από την αρχή.
Βγες έξω. Ή αν βαριέσαι, κάτσε σπίτι και διάβασε κάνα βιβλίο. Μην κοιτάς το κινητό.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.