Πολλές πληροφορίες, πολλές ευκαιρίες, πολλά μαγαζιά, καταπληκτικές παραστάσεις, ταινιάρες, όμορφα αγόρια, όμορφα κορίτσια, στιλάτα διαμερίσματα, ευκαιρίες για μικροαποδράσεις, λίγα λεφτά, πολλή φαντασία, δεκάδες δραστηριότητες-σεμινάρια-ενασχολήσεις.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, εμείς κι εσείς, είμαστε ένα χωράφι που το σπέρνουν χίλια χέρια. Λίγα βλασταίνουν. Και επίσης, χρειαζόμαστε αγρανάπαυση. Αγρανάπαυση από τις συνεχείς ριπές και ευκαιρίες απόλαυσης, για να καλωσορίσουμε ίσως ξανά τον ενθουσιασμό που είχαμε ως παιδιά. Ζούμε πιο εύκολα και αναίμακτα από ό, τι οι πρόγονοί μας: μερικές τηγανιτές φτερούγες κοτόπουλο έρχονται στο διαμέρισμά μας στον Άγιο Ελευθέριο και στον Κορυδαλλό σε 25 λεπτά, μέχρι να πλύνουμε τα πιάτα και να βάλουμε και κανένα πλυντήριο.
Ένα κουμπί μάς φτιάχνει τον καφέ, ένα google search μας οδηγεί σε αβίαστο αυνανισμό, καταβύθιση σε υψηλή τέχνη, περιπλάνηση σε πεδία γνώσης λαμπρά. Οι απόψεις των συμπολιτών μας βρίσκονται απλωμένες γύρω μας, σαν σε μπουφέ ξενοδοχείου, κι εμείς δοκιμάζουμε, προτού διαμορφώσουμε -αν διαμορφώσουμε!- την δική μας. Και τα εύσημα κι οι κατηγόριες απονέμονται με νέους όρους στους πάντες και τα πάντα: δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο πόσο καλό μπορεί αν είναι ένα σεβίτσε σε σχέση με μια θεατρική παράσταση. Ή το βιβλίο ενός συγγραφέα σε σχέση με το Insta profile ενός τσιτατο-γράφου.
Η έμπνευση αφορά ως κατάσταση τους πάντες -ψάχνουν την έμπνευση για να σχεδιάσουν ένα βραχιόλι, να συνθέσουν μια μελωδία, να καθαρίσουν σωστά έναν χώρο. Είμαστε κατά κάποιον τρόπο όλοι ειδικοί, μιας που καθημερινά καθένας από εμάς καταναλώνει εκατοντάδες εμπειρίες. Η ματιά μας πάνω στα δρώμενα του πλανήτη, η γνώση μας για το ότι έξω φτιάχνουν καλύτερες σειρές από ό, τι εμείς εδώ, ο κορεσμός μας από τα κοκτέιλ και τις ευφάνταστες δημιουργίες σεφ, η διακόσμηση των σπιτιών μας με τρόπο προκάτ, ψευδοπροσωπικό και προορισμένο να φωτογραφίζεται παρά να βιώνεται μας δημιουργεί ένα χάος, μας μπερδεύει. Και, μετά βεβαιότητας, μας αγχώνει.
Επίσης, συνεχώς συγκρίνουμε. Καλή η τάδε μπάντα, αλλά η άλλη είναι καλύτερη. Ε, σιγά το κείμενο -έχεις διαβάσει Αρανίτση; Καλά, δεν πεθαίνω με αυτό το κρασί. Στο Παρίσι ήπιαμε το καλύτερο σαρντονέ που υπάρχει. Πριν την σύγκριση, η κρίση. Στον βωμό της δημοκρατικότητας, θυσιάζουμε την ποιότητα, τις περγαμηνές που επιτρέπουν σε κάποιους να γνωρίζουν περί του τι ομιλούν, πώς το λένε και τι εννούν. Φοβόμαστε, πια, τους αληθινά, βαθιά μορφωμένους ανθρώπους. Διαβάζω συνεντεύξεις σύγχρονων φιλοσόφων που λένε πράγματα σοβαρά, πρωτότυπα, εμπεδωμένα, τολμηρά ακόμα και στα σχόλια των social συναντώ ύβρεις: «κωλόγρια», «φασίστα», «αναρχοάπλυτε κωλογερμαναρά». Δε συζητώ για εγχώρια μεγέθη -που κανείς, σχεδόν, δεν δέχεται ως μεγέθη, γιατί αν δεν είναι όλα εξισωμένα και βαλμένα σε σαφή κουτιά, μοιάζει να γεννιέται ένας φόβος, μια αγωνία. Θέλουμε οι Μεγάλοι μας να βρίσκονται στα δικά μας παπούτσια, τους τιμωρούμε επειδή είναι Μεγάλοι, κάτι μας τσούζει, αντί να μας χαροποιεί, στο γεγονός ότι πρόκοψαν και αναδείχτηκαν.
Οι χυδαιότητες εναντίον του Διονύση Σαββόπουλου το προηγούμενο διάστημα είναι καλό παράδειγμα. Διαφωνούμε κατ’ ουσίαν με όλους και με όλα-κανείς δεν κατανοεί την ομορφιά, τον έρωτα, τη νοστιμιά όπως εμείς. Καλά μαγειρεύει ο Λαζάρου, αλλά «ποιος νομίζει ότι είναι». Αντί να ασχοληθούμε με την εμπειρία και το βίωμα, ασχολιόμαστε υπερβολικά με το ποιος μας το φέρει. Αντί να ακούσουμε τι λέγεται, επιμένουμε στο πιος το λέει -αυτό δεν είναι πάντα λάθος. Αλλά, αν έχουμε επιλέξει a priori ποιους θα εμπιστευόμαστε (με την αποηγοητευτικότατη δικαιολογία ότι μοιραζόμαστε κοινούς αξιακούς και αισθητικούς κώδικες), δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εκπλαγούμε από μια σοφή, χρήσιμη ή όμορφη κουβέντα κάποιου εχθρού μας.
Οι δικοί μας, οι σίγουροι, ο κύκλος μας δεν είναι δυνατό να μας σύρει έξω από τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι τείνουμε να βολευόμαστε, να αναμασάμε τις ίδιες ιστορίες, να δίνουμε δίκιο ο ένας στον άλλο, να αναλωνόμαστε σε επαναλαμβανόμενες γκρίνιες και παράπονα για τη γειτονιά, την δουλειά, την ζωή μας, όλα. Ένα ανοιχτό παράθυρο μέσα μας μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα γεράσουμε πνευματικά σύντομα. Φυσικά, αυτό μπορεί να μας καθιστά και ανοχύρωτους καμιά φορά. Γιατί, όπως κι εμείς θα βουτάμε σε νέες εμπειρίες, τις οποίες πιθανώς θα (συγ)κρίνουμε, έτσι κι εμείς θα κριθούμε και, συχνά, θα κατηγορηθούμε, δικαίως ή αδίκως, από τους ανθρώπους.
Ο ενθουσιασμός είναι απόφαση -πολύ περισσότερο από ό,τι είναι η ευτυχία, κατά την γνώμη μου. Χρειάζεται guts ο ενθουσιασμός. Να μην παραγγέλνουμε το ίδιο ντελίβερι ξανά και ξανά και ξανά. Να μην εμμένουμε στην ίδια άποψη εκατό χιλιάδες χρόνια, Να μην βιαστούμε να εκφράσουμε την άποψή μας εδώ και τώρα για κάτι που δοκιμάζουμε. Να μην λαχταράμε να υποτιμάμε όσους προσπαθούν, να προτιμάμε να σιωπούμε αν έχουμε να πούμε κάτι κακό και να μην βάζουμε γλώσσα μέσα αν έχουμε να πούμε κάτι καλό και όμορφο.
Ο ενθουσιασμός δεν είναι όπως το χαμόγελο, δεν είναι fake it till you make it. Είναι μια όμορφη στάση στην καθημερινότητά μας, ένα ευεργετικό ξελαχάνιασμα από την διαδικασία του να είμαστε άνθρωποι της εποχής μας. Ο άνθρωπος της εποχής μας, θα πει ο ιστορικός του μέλλοντος, είναι ένας τύπος με το δάχτυλο σηκωμένο διαρκώς, τα μάτια διεσταλμένα από το συνεχές σκρολ, το πρόσωπο ανέκφραστο γιατί είναι κριντζ και γλοιώδες το χαμόγελο. Ο άνθρωπος της εποχής μας μόνο στο φεγγάρι δεν έχει οργανώσει παραθερισμό και μόνο στον χρόνο δεν έχει ταξιδέψει -ακόμα. Ο άνθρωπος της εποχής μας είναι σκυθρωπός, σαν παιδάκι πλούσιων γονιών, ανάμεσα σε εκατοντάδες, γυαλιστερά παιχνίδια.
Το παιδάκι θέλει να παίξουν όλοι μαζί. Τα παιχνίδια από μόνα τους δεν το ενθουσιάζουν. Δεν του λένε τίποτα απολύτως. Κι εμείς δεν ενθουσιαζόμαστε με το ινσταγκραμικό σπίτι μας και με το σαρντονεδάκι του Έπρεπε, γιατί θέλουμε να παίξουμε-το κρασί και το σπίτι είναι η πρόφαση, η αφορμή.