«Μικροποσότητα αισιοδοξίας (0,8 g) ανιχνεύτηκε σε πρωινό στάτους Δευτέρας. Ο εν λόγω χρήστης δεν είχε δώσει δικαιώματα στο παρελθόν». Αυτό σκεφτόμουν, με χιουμοριστική προφανώς διάθεση, ενώ διάβαζα ένα μικρό ποστ που ανέβασε στο facebook μια διαδικτυακή φίλη και μοιραζόταν τη χαρά της για μια απλή αλλά ουσιαστική στιγμή που έζησε. Διάβασα και τα σχόλια που το ακολουθούσαν, το ρεζουμέ των περισσότερων ήταν κάτι μεταξύ «επιτέλους και μια όμορφη εικόνα» ή «λίγο φως μέσα σε τόσες κακές ειδήσεις». Το τελευταίο σχόλιο που διάβασα ανήκε στην ίδια που ανέβασε το αρχικό ποστ και πάνω κάτω έλεγε ότι ευχαριστεί για τα θετικά σχόλια και πως αρχικά ήταν διστακτική για το αν έπρεπε να γράψει όσα έγραψε γιατί «μέσα σε μια τόση μαύρη μέρα με την είδηση με το κακοποιημένο γαϊδουράκι ίσως ήταν παράταιρη η δική μου χαρά». Το τελευταίο αυτό σχόλιο είχε και μία μοναδική απάντηση «και εγώ πια νιώθω κάπως ένοχη όταν χαίρομαι, συμβαίνουν τόσα άσχημα πράγματα γύρω, πώς να μη τα σκέφτεσαι».
Ταυτίστηκα με αυτές τις φράσεις, και μετά ενοχλήθηκα με τον εαυτό μου για την ταύτιση αυτή. Αλλά ναι, αυτή είναι η αλήθεια, ειδικά στον κόσμο των social μια δήλωση χαράς μοιάζει παράταιρη σε μια ημέρα με πολλές κακές ειδήσεις. Μοιάζει σαν κάποιος να είναι στην κοσμάρα του ενώ παράλληλα στο ίδιο ψηφιακό περιβάλλον εκφράζεται η θλίψη και η οργή για (πάρτε ανάσα): βασανισμό ζώου, πνιγμό ανηλίκου, εξελίξεις στην υπόθεση των υποκλοπών, ακρίβεια, ακρίβεια, ακρίβεια, αύξηση στην τιμή της κιλοβατώρας, υποκλοπές, γυναικοκτονία -για να αναφέρω μόνο μερικές, πραγματικές και αναμφισβήτητα θλιβερές ειδήσεις.
Θα μπορούσε να πει κάποιος το ότι να σκέφτεσαι να εκφράσεις τη χαρά σου γιατί μπορεί να κλωτσάει μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο δεν θα σε εμποδίσει στην τελική να αισθανθείς χαρά κι ενώ σε ένα βαθμό συμφωνώ με προβληματίζουν δύο πράγματα. Το ένα είναι ποιο ακριβώς είναι αυτό το πλαίσιο; Περιορίζεται στο ψηφιακό περιβάλλον -που ούτως ή άλλως πλέον αποτελεί για τους περισσότερους από εμάς μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητάς μας- ή κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και εκτός αυτού; Το δεύτερο, είναι η ερώτηση: είναι μια αυξανόμενη ενσυναίσθηση για το πρόβλημα του άλλου που μας κάνει διστακτικούς στο να «διαφημίζουμε» τη χαρά μας ή μας έχει φορτωθεί η ενοχή του «πώς μπορείς να χαίρεσαι όταν όλα γύρω σου πάνε σκατά;».
Ισχύουν και τα δύο. Η ανούσια επίδειξη τέλειων ζωών, αν και ακόμη βρίσκει φανατικούς followers, έχει κουράσει μεγάλο μέρος του κόσμου που συνειδητοποιεί ότι δεν ξεφεύγει απ’ τις δικές του δυσκολίες όταν χαζεύει το «παραμύθι» της τέλειας οικογένειας, των τέλειων διακοπών, της τέλειας δουλειάς -εικόνες που παλιότερα δέσποζαν στη διαφήμιση και πλέον έχουν «περάσει» στα social media. Λόγω αυτής της κατάστασης, τους παίρνει όλους η μπάλα συνεπώς, όσοι εκφράζονται θετικά, αισιόδοξα, χιουμοριστικά ακόμη και όταν το κάνουν καλοπροαίρετα και αυθόρμητα αντιμετωπίζονται συχνά πυκνά με καχυποψία. Τείνουμε να ξεχάσουμε την τόσο εύστοχη λαϊκή ρήση «δεν υπάρχει κηδεία δίχως γέλια». Ακόμη και σε ζοφερά περιβάλλοντα ή σε πραγματικά δύσκολες καταστάσεις το γέλιο και το αστείο λειτουργούν σαν βαλβίδες αποσυμπίεσης. Έτσι βρίσκουμε μια διέξοδο και το κάνουμε για αυτοπροστασία. Καλά κάνουμε. Ενσυναίσθηση σημαίνει να μην σαρκάζουμε και να μην σατιρίζουμε αυτόν που είναι πεσμένος στον πάτωμα όχι να μην τολμούμε να χαρούμε γιατί θα πεταχτεί κάποιος με σηκωμένο δάχτυλο να μας υποδείξει «μα κοίτα τι γίνεται γύρω σου».
Το να αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε δικαίωμα στη χαρά επειδή «όλα γύρω πάνε σκατά» μας κάνει ενοχικούς. Και ως ενοχικοί πώς κινούμαστε; Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή η μαμά μου, και φαντάζομαι κι άλλες μαμάδες αντιστοίχως, όταν δεν έτρωγα μέχρι τέλους το φαγητό μου έλεγε «Φάε, είναι αμαρτία να το αφήσεις, τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε». Λες και όταν έτρωγα εγώ τις δύο τελευταίες μπουκιές μου τα παιδάκια στην Αφρική σταματούσαν να πεινάνε. Φούσκωνα εγώ, αισθανόμουν μίζερα καθώς αναρωτιόμουν γιατί δεν καταλαβαίνει ότι δεν θέλω άλλο, αισθανόμουν θλίψη για τα παιδάκια στην Αφρική, δεν μάθαινα πώς στην ουσία μπορώ να τα βοηθήσω ή έστω τι τα οδήγησε σε αυτή την κατάσταση, ούτε έμπαινα στη λογική ότι δεν χρειάζεται να φτιάχνουμε παραπάνω φαγητό από αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε. Εκπαιδευόμουν όμως στην οπτική ότι η ενοχή θα λύσει το πρόβλημά μας. Το έλυνε; Το παιδιών στην Αφρική προφανώς και όχι.
Είναι ξεκάθαρο, νομίζω, ότι η ενοχή είναι η άκρη του παγόβουνου του συντηρητισμού. Είναι ένας τρόπος για να πεις «δόξα τω Θεώ, εμείς έχουμε την υγειά μας» και αφού σου είναι αρκετό αυτό τότε γιατί να παλέψεις να έχουμε όλοι την υγειά μας; Είναι το μόνο στοιχείο συντηρητισμού που κρύβεται στην όλη συζήτηση; Όχι. Το δεύτερο στοιχείο είναι στο «όλα γύρω πάνε σκατά». Αυτή η απόλυτη έκφραση δυστυχίας της οποίας το επόμενο βήμα είναι οι φράσεις «Δεν ήταν έτσι παλιότερα τα πράγματα» και «Κάποτε ήταν πιο ξέγνοιαστοι οι άνθρωποι».
Ισχύουν αυτά; Όταν λέμε παλιότερα πόσο παλιότερα εννοούμε; Την εποχή της Ιεράς Εξέτασης, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ή του Β’, του πολέμου του Βιετνάμ, της εποχής που το AIDS ήταν μια θανατηφόρα ασθένεια ή όταν πνίγηκαν περίπου 230.000 άνθρωποι σε 14 χώρες γιατί δεν έγινε έγκαιρη ειδοποίηση για τσουνάμι; Όταν μεγάλωνα πάντως τα παιδιά πεινούσαν στην Αφρική και πέθαιναν από ασθένειες. Και τώρα το ίδιο συμβαίνει.
Ήταν όντως πιο ξέγνοιαστοι οι άνθρωποι; Εξαρτάται σε ποιο σημείο του πλανήτη βρίσκονταν. Η αλήθεια είναι ότι μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε στον δυτικό κόσμο της ευημερίας δεν είχε το βάρος της επιβίωσης που επωμίζονταν κάτοικοι σε άλλες χώρες του πλανήτη. Αυτό αυτομάτως δεν σημαίνει ότι ένα παιδάκι που μεγάλωνε σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη ήταν πιο ευτυχισμένο από ένα παιδάκι που μεγάλωνε σε ένα χωριό της Μογγολίας, σίγουρα όμως οι πιθανότητες λένε ότι ξεκινούσε τη ζωή του με περισσότερα εφόδια στη φαρέτρα του.
Αυτό που υπάρχει τώρα και που δεν υπήρχε τότε είναι ένας καταιγισμός πληροφόρησης: άπειρες ειδήσεις από κάθε γωνιά του πλανήτη ή άπειρες λεπτομέρειες για ειδήσεις εσωτερικού που πριν την εμφάνιση του ίντερνετ δεν θα είχαν φτάσει ποτέ στα αυτιά μας. Τα Μέσα έχουν αλλάξει, η ταχύτητα έχει αλλάξει, η παρουσίαση και η διαχείριση έχει αλλάξει, τα Κοινωνικά Δίκτυα έχουν κάνει την εμφάνισή τους κάνοντας μας όλους να αισθανόμαστε ότι συμμετέχουμε στην παραγωγή, εξάπλωση, διαχείριση της πληροφορίας. Είτε αυτή ισχύει, είτε είναι fake.
Τότε δεν ήμασταν πιο ξέγνοιαστοι, τότε ζούσαμε σε σχετική άγνοια. Οι συντηρητικές φωνές που μας παρουσιάζουν την καθημερινότητα περασμένων δεκαετιών πχ του ’80 και του ’90 σαν ιλουστρασιόν εικόνες διαφημιστικής καμπάνιας εθελοτυφλούν: «Το 1990 κανείς δεν ανησυχούσε για κλιματική κρίση, τι ωραίες εποχές». Αν όμως το 1990 ανησυχούσαμε για τις επιπτώσεις την ανθρώπινης δραστηριότητας στον πλανήτη και δρούσαμε σχετικά δεν θα είχαμε φτάσει σήμερα στο 2022 να ζούμε με την κλιματική αλλαγή και τα όσα δεινά αυτή συνεπάγεται. Εκπαιδευτήκαμε στην ενοχή γιατί δεν εκπαιδευτήκαμε στη δράση. Και υπήρχε λόγος γι’ αυτό όπως για παράδειγμα αποδεικνύει το σχέδιο που άλλαξε τον ρου της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής όταν πριν από 30 χρόνια, μια φίρμα Δημοσίων Σχέσεων ανέλαβε, μυστικά, να καταρρίψει κάθε επιστημονικό επιχείρημα όσον αφορά στην ανάγκη για άμεση οικολογική δράση.
Προχθές το βράδυ μια πολύ αγαπημένη φίλη μου έστειλε μήνυμα στο messenger «Λινάκι, έχω στενοχωρηθεί τόσο πολύ για το γαϊδουράκι, μ’ έχει πιάσει η καρδιά μου. Τι άνθρωποι είναι αυτοί;». Την ένιωσα. Ξέρω ότι το εννοούσε, ξέρω ότι πονούσε για το ζώο που γνώρισε τον βασανισμό απ’ τον άνθρωπο, βασανισμό που το οδήγησε στο θάνατο. Και ενώ μέχρι τώρα είχα συνηθίσει να απαντώ παρηγορητικά ή να δηλώνω ότι κι εγώ συμπάσχω έγραψα κάτι που μου φάνηκε σκληρό αλλά σκέφτηκα ότι είναι αληθινό και ίσως πιο βοηθητικό. Της απάντησα «Μη το σκέφτεσαι. Ούτως ή άλλως δεν βοηθάς έτσι κι εσύ πέφτεις. Σκέψου ότι υπάρχουν άνθρωποι που τα σώζουν». Μακάρι να μπορούσα να της τα πω από κοντά, για να αντιληφθεί την τρυφερότητα του νοήματος και όχι τον κυνισμό.
Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ο άνθρωπος που θα μιλήσει με κοελικές προτροπές του τύπου ό,τι καλό κάνεις θα σου επιστραφεί. Η ζωή είναι πολύ πιο δύσκολη και πιο σύνθετη απ’ αυτό. Όμως ξέρω πια ότι προτιμώ τη δράση και όχι την ενοχή, η πρώτη μπορεί να συνδεθεί με τη χαρά, η δεύτερη όχι.