Η έπαρση ότι «εμείς είμαστε υπεράνω υλικών αγαθών», είναι συνηθισμένη στη γενιά μου.
«Προτιμώ να ξοδεύω χρήματα για εμπειρίες, όχι για πράγματα».
Ίσως έχετε ακούσει κάποιον millennial να λέει κάτι τέτοιο. Ίσως να έχετε πει και εσείς οι ίδιοι τις λέξεις αυτές. Εγώ σίγουρα το έχω πει, το έχω ακούσει από φίλους, γνωστούς, σε πρωινάδικα, σε διαφημιστικές ρεκλάμες και το έχω διαβάσει σε άρθρα και βιβλία. Γενικά σαν αντίληψη, «παίζει» πολύ στην ποπ κουλτούρα της εποχής μας.
Όντας μια millennial, προτιμούσα τις εμπειρίες από τα υλικά πράγματα, πολύ προτού οι εμπειρίες γίνουν cool. Αλλά ίσως, για τον ίδιο λόγο, δεν είχα επίσης εκτιμήσει μέχρι πολύ πρόσφατα πόσο μικρή διαφορά υπήρχε πια μεταξύ των δύο.
Τι εννοώ με αυτό; Λοιπόν, για αρχή ας ξεδιαλύνουμε όλη αυτή την ιδέα του «προτιμώ τις εμπειρίες από τα πράγματα». Η έπαρση εδώ είναι ότι ο βιωματικός, όπως θα τον αποκαλούμε εδώ, δεν είναι υλιστής. Ο υλισμός είναι ρηχός. Ο υλισμός αντανακλά την ανασφάλεια. Το να ξοδεύει κανείς τα χρήματά του σε πράγματα είναι μια μάταιη και μη αυθεντική προσπάθεια να γεμίσει το υπαρξιακό κενό στη ζωή του με πράγματα που τελικά δεν έχουν νόημα.
Αντίθετα, το να λέει κανείς ότι προτιμά τις εμπειρίες υποδηλώνει μεγαλύτερο βαθμό αυτογνωσίας. Υποδηλώνει τη σοφία της συνειδητοποίησης ότι τα υλικά αγαθά δεν φέρνουν ποτέ την ικανοποίηση που υπόσχονται, ενώ οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις που σφυρηλατούν αποτελούν μια ανεξάντλητη (ή τουλάχιστον λιγότερο πρόσκαιρη) πηγή ικανοποίησης.
Όλα αυτά μπορεί να ίσχυαν κάποτε. Σε μικρότερο βαθμό, νομίζω ότι εξακολουθούν να ισχύουν. Αλλά το να υποθέτουμε απλώς μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ της ψυχολογικής και ηθικής αξίας των εμπειριών σε αντιδιαστολή με τα υλικά αγαθά, είναι αρκετά παραπλανητικό.
Ορίστε τι θέλουμε πραγματικά να μάθουμε: πώς ο τρόπος που σχετιζόμαστε με τα πράγματα στα οποία ξοδεύουμε το χρόνο και τα χρήματά μας -είτε πρόκειται για εμπειρίες είτε για υλικά αγαθά- επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας, με τους άλλους και με τον κόσμο;
Θέλω να πω ότι η έλευση της εποχής της πληροφορίας και η μετατόπιση μεγάλου μέρους της ζωής μας στον ψηφιακό χώρο, μάς οδήγησε να ταυτιζόμαστε με τις εμπειρίες μας με τον ίδιο τρόπο που σχετιζόμασταν προηγουμένως με τα υπάρχοντά μας.
Αποκτούμε, επεξεργαζόμαστε και επιδεικνύουμε τις εμπειρίες μας όπως ακριβώς αποκτούσαμε, επεξεργαζόμασταν και επιδεικνύαμε τα υλικά μας αγαθά. Και προσκαλούμε και καλούμαστε να εξερευνήσουμε και να σχολιάσουμε τις συλλογές εμπειριών των άλλων με τον ίδιο τρόπο που συνηθίζαμε να εξερευνούμε και να σχολιάζουμε τις συλλογές μας από τέχνη, μουσική, βιβλία, ρούχα, έπιπλα, αμάξια, σπίτια κ.λπ.
Ο πολιτισμός είναι προϊόν της τεχνολογίας
Πριν από την Εποχή της Πληροφορίας, όταν λέγαμε ότι κάποιος ήταν υπερβολικά υλιστής, δεν αναφερόμασταν συνήθως τόσο στην αγάπη του για τα υλικά αγαθά όσο σε ορισμένα ανθυγιεινά πρότυπα σκέψης – ζήλια, ανασφάλεια, κομφορμισμός – και στις καταστροφικές επιπτώσεις τους στην ψυχολογική ευημερία του ατόμου.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, αυτά τα μοτίβα σκέψης εκδηλώνονταν κυρίως σε σχέση με τα υλικά αγαθά, γι’ αυτό και ήταν λογικό να τα ονομάζουμε «υλισμό». Αλλά δύο τεχνολογικά προϊόντα – τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – άλλαξαν τα δεδομένα. Τα smartphones παρείχαν τα εργαλεία, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το κίνητρο, για να συλλέγουμε και να εκθέτουμε εμπειρίες λες και πρόκειται για υλικά αγαθά.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο σχεδιασμός έπαιξε σημαντικό ρόλο. Είναι αρκετά προφανές πώς η διαρρύθμιση των ιστότοπων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσφέρει αυτές τις νοοτροπίες. Λιγότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι φωτογραφικές μηχανές έχουν εξελιχθεί ώστε να τις υποστηρίζουν επίσης.
Αναμφισβήτητα, οι φωτογραφικές μηχανές είχαν ήδη μεταβάλει την αισθητική μας αντίληψη, για παράδειγμα, προτρέποντάς μας να αξιολογούμε εμμέσως μια σκηνή από την άποψη ιδιοτήτων όπως η σύνθεση που θα μπορούσαν να μεταφερθούν στο φωτογραφικό μέσο. Όμως οι φωτογραφικές μηχανές των smartphones μας έδωσαν μεγαλύτερο έλεγχο σε αυτή τη σύνθεση και πιο άμεση ανατροφοδότηση για τις επιλογές μας, γεγονός που απλώς ενίσχυσε την αίσθηση ότι κάθε σκηνή αποτελεί ένα δυνητικά εξατομικευμένο τεκμήριο που έπρεπε να αποτυπωθεί, αντί για μια στιγμή που πρέπει να απολαύσουμε.
Νομίζω ότι αυτό προσπαθεί να πει ο Ρικ Μίτσελ στην κόρη του Κέιτι στην ταινία κινουμένων σχεδίων The Mitchells versus the Machines όταν εκφράζει σκεπτικισμό για τον ισχυρισμό της ότι μπορεί να βιώσει τον κόσμο μέσω του τηλεφώνου της. Κάθε τεχνολογία έχει ενσωματωμένες ορισμένες αξίες, αλλά αυτό το γεγονός είναι δύσκολο να εκτιμήσεις αν δεν έχεις ζήσει ποτέ σε έναν κόσμο όπου μια συγκεκριμένη τεχνολογία και οι αξίες που τη συνοδεύουν δεν ήταν πάντα παρούσες.
Σε ένα είδος αντιστροφής της παλιάς άποψης ότι μια φωτογραφία μπορεί να σου κλέψει την ψυχή, η φωτογραφική μηχανή έχει γίνει μια συσκευή που εμποδίζει αυτό που ο Pirsig αποκαλούσε δυναμική ποιότητα της εμπειρίας να διεισδύσει στην ψυχή κάποιου, να συμβάλει εξαρχής στη διαμόρφωσή της.
Δεν μπορείς να επιμεληθείς το μεγαλείο της φωτογραφίας
Η αστραπή που πέφτει ακριβώς έξω από το παράθυρό σας- ο ίλιγγος στο χείλος ενός γκρεμού- η τρομερή δύναμη που περικλείει ένα κύμα που φουσκώνει από τα βάθη του. Αυτές είναι περιπτώσεις αυτού που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «το μεγαλειώδες», μια αισθητική εμπειρία που χαρακτηρίζεται από «θαυμασμό χωρίς φόβο».
Ένα πιο εξασθενημένο αλλά και πάλι συναρπαστικό δείγμα αισθητικής εμπειρίας είναι η ανατριχίλα, το αίσθημα της βαθιάς συγκίνησης – που συχνά συνοδεύεται από κυριολεκτική ανατριχίλα – από ένα τραγούδι, ένα ποίημα ή κάποιο άλλο δυνατό έργο τέχνης.
Το μεγαλειώδες και η ανατριχίλα καταδεικνύουν δύο σημαντικά γεγονότα σχετικά με την εμπειρία. Πρώτον, διαθέτει ένα είδος προ-ορθολογικής αμεσότητας στην οποία πρέπει να είναι κανείς ανοιχτός προκειμένου να εκτιμήσει όλες τις πιθανές επιπτώσεις της. Όσο περισσότερο βασιζόμαστε στην τεχνολογία για να φιλτράρει τις εμπειρίες μας, τόσο περισσότερο επικυρώνουμε τις αξίες της και αποδεχόμαστε παθητικά το νόημα των εμπειριών που αποτυπώνει.
Δεύτερον, η εμπειρία έχει μια σωματική ιδιότητα που στην πραγματικότητα διευκολύνει την επεξεργασία και την κατανόηση των πληροφοριών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μελέτες διαπιστώνουν ότι οι αναγνώστες συγκρατούν περισσότερες πληροφορίες από φυσικά βιβλία παρά από ηλεκτρονικά βιβλία ή άλλες συσκευές. Όσο περισσότερο η ζωή μας μεταφέρεται στο διαδίκτυο και όσο περισσότερο αναλογιζόμαστε τις εμπειρίες μας για χάρη της κατασκευής αυτής της διαδικτυακής παρουσίας, τόσο περισσότερο αποξενωνόμαστε από αυτές.
Αλλά δεν είναι μόνο τα smartphone και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ενθαρρύνουν τη μετατροπή των εμπειριών σε εμπορεύματα. Η συζήτησή μας δεν θα ήταν πλήρης αν δεν αναφέραμε τουλάχιστον τον τρόπο με τον οποίο οι εμπειρίες προωθούνται στο εμπόριο με τρόπους που κάνουν αυτή τη μετατροπή να μοιάζει φυσική.
Το αγαπημένο μου παράδειγμα, και ίσως το πιο συνοπτικό, είναι το “Adventures by Disney”, μια σειρά από επιλεγμένα ταξιδιωτικά δρομολόγια σε προορισμούς σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει κάτι ειρωνικό στο να χρησιμοποιείται η ταμπέλα «περιπέτεια» – μια λέξη που παραδοσιακά περιέγραφε μια αυθόρμητη, επικίνδυνη και απρόβλεπτη αναζήτηση για χάρη κάποιου σκοπού πέρα από τον εαυτό της – σε ένα σύνολο από ασφαλείς, δομημένες δραστηριότητες που προορίζονται για να τις απολαύσει κανείς για χάρη της περιπέτειας αυτής καθεαυτής.
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει όταν επιτρέπουμε σε αυτό το είδος μάρκετινγκ να ορίζει το αντικείμενο της εμπειρίας είναι ότι μπορεί να υποβαθμίσει το μεγαλειώδες σε συναισθηματικό. Σύμφωνα με την αξέχαστη μεταφορά του Βρετανού κριτικού τέχνης Κλάιβ Μπελ, το να κάνεις την περιπέτεια εμπορεύσιμη και προσιτή στο μεγαλύτερο εύρος των καταναλωτικών προτιμήσεων, σημαίνει να δημιουργήσεις τους «αναπαυτικούς πρόποδες της ζεστής ανθρωπότητας» ισοπεδώνοντας τις « κρύες, λευκές βουνοκορφές της τέχνης».
Συμπέρασμα
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Ο πραγματικός κίνδυνος του υλισμού, που τόσο οξυδερκώς είχε εντοπίσει ο Βούδας χιλιάδες χρόνια πριν, έγκειται στον πόνο που αναπόφευκτα προκύπτει από το χάσμα ανάμεσα στην ευτυχία που αναμένουμε να λάβουμε από τα αντικείμενα που επιθυμούμε και την αίσθηση της πραγματικής απόκτησής τους.
Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει όχι μόνο όταν το αντικείμενο της επιθυμίας μας αποτελέσει εν τέλει ένα πραγματικό αντικείμενο, αλλά και όταν πρόκειται για μια προσδοκώμενη με ανυπομονησία εμπειρία. Και ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όσο περισσότερο το μάρκετινγκ και ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούμε με την τεχνολογία μας αναγκάζουν να επινοήσουμε μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς υποτίθεται ότι πρέπει να αισθανόμαστε μια συγκεκριμένη εμπειρία και τι υποτίθεται ότι πρέπει να σημαίνει.
Φυσικά, δεν λέω ότι οι εμπειρίες είναι απλώς ένα άλλο είδος κατοχής. Λέω μόνο ότι μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες, ότι ορισμένες τεχνολογίες και οικονομικές πραγματικότητες μας ωθούν να τις αντιλαμβανόμαστε με αυτόν τον τρόπο και ότι πρέπει να έχουμε επίγνωση αυτού του γεγονότος. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να πέσουμε στην παγίδα να σκεφτούμε ότι εκτιμώντας τις εμπειρίες έναντι των πραγμάτων, έχουμε ξεπεράσει τον υλισμό, ενώ στην πραγματικότητα τον έχουμε απλώς συμβάλει στο να βρει έναν νέο τρόπο έκφρασης.
➠ Διαβάστε επίσης: Γιατί μας αρέσει να φλεξάρουμε το φαγητό μας στα social media;
Η έπαρση ότι «εμείς είμαστε υπεράνω υλικών αγαθών», είναι συνηθισμένη στη γενιά μου.
«Προτιμώ να ξοδεύω χρήματα για εμπειρίες, όχι για πράγματα».
Ίσως έχετε ακούσει κάποιον millennial να λέει κάτι τέτοιο. Ίσως να έχετε πει και εσείς οι ίδιοι τις λέξεις αυτές. Εγώ σίγουρα το έχω πει, το έχω ακούσει από φίλους, γνωστούς, σε πρωινάδικα, σε διαφημιστικές ρεκλάμες και το έχω διαβάσει σε άρθρα και βιβλία. Γενικά σαν αντίληψη, «παίζει» πολύ στην ποπ κουλτούρα της εποχής μας.
Όντας μια millennial, προτιμούσα τις εμπειρίες από τα υλικά πράγματα, πολύ προτού οι εμπειρίες γίνουν cool. Αλλά ίσως, για τον ίδιο λόγο, δεν είχα επίσης εκτιμήσει μέχρι πολύ πρόσφατα πόσο μικρή διαφορά υπήρχε πια μεταξύ των δύο.
Τι εννοώ με αυτό; Λοιπόν, για αρχή ας ξεδιαλύνουμε όλη αυτή την ιδέα του «προτιμώ τις εμπειρίες από τα πράγματα». Η έπαρση εδώ είναι ότι ο βιωματικός, όπως θα τον αποκαλούμε εδώ, δεν είναι υλιστής. Ο υλισμός είναι ρηχός. Ο υλισμός αντανακλά την ανασφάλεια. Το να ξοδεύει κανείς τα χρήματά του σε πράγματα είναι μια μάταιη και μη αυθεντική προσπάθεια να γεμίσει το υπαρξιακό κενό στη ζωή του με πράγματα που τελικά δεν έχουν νόημα.
Αντίθετα, το να λέει κανείς ότι προτιμά τις εμπειρίες υποδηλώνει μεγαλύτερο βαθμό αυτογνωσίας. Υποδηλώνει τη σοφία της συνειδητοποίησης ότι τα υλικά αγαθά δεν φέρνουν ποτέ την ικανοποίηση που υπόσχονται, ενώ οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις που σφυρηλατούν αποτελούν μια ανεξάντλητη (ή τουλάχιστον λιγότερο πρόσκαιρη) πηγή ικανοποίησης.
Όλα αυτά μπορεί να ίσχυαν κάποτε. Σε μικρότερο βαθμό, νομίζω ότι εξακολουθούν να ισχύουν. Αλλά το να υποθέτουμε απλώς μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ της ψυχολογικής και ηθικής αξίας των εμπειριών σε αντιδιαστολή με τα υλικά αγαθά, είναι αρκετά παραπλανητικό.
Ορίστε τι θέλουμε πραγματικά να μάθουμε: πώς ο τρόπος που σχετιζόμαστε με τα πράγματα στα οποία ξοδεύουμε το χρόνο και τα χρήματά μας -είτε πρόκειται για εμπειρίες είτε για υλικά αγαθά- επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας, με τους άλλους και με τον κόσμο;
Θέλω να πω ότι η έλευση της εποχής της πληροφορίας και η μετατόπιση μεγάλου μέρους της ζωής μας στον ψηφιακό χώρο, μάς οδήγησε να ταυτιζόμαστε με τις εμπειρίες μας με τον ίδιο τρόπο που σχετιζόμασταν προηγουμένως με τα υπάρχοντά μας.
Αποκτούμε, επεξεργαζόμαστε και επιδεικνύουμε τις εμπειρίες μας όπως ακριβώς αποκτούσαμε, επεξεργαζόμασταν και επιδεικνύαμε τα υλικά μας αγαθά. Και προσκαλούμε και καλούμαστε να εξερευνήσουμε και να σχολιάσουμε τις συλλογές εμπειριών των άλλων με τον ίδιο τρόπο που συνηθίζαμε να εξερευνούμε και να σχολιάζουμε τις συλλογές μας από τέχνη, μουσική, βιβλία, ρούχα, έπιπλα, αμάξια, σπίτια κ.λπ.
Ο πολιτισμός είναι προϊόν της τεχνολογίας
Πριν από την Εποχή της Πληροφορίας, όταν λέγαμε ότι κάποιος ήταν υπερβολικά υλιστής, δεν αναφερόμασταν συνήθως τόσο στην αγάπη του για τα υλικά αγαθά όσο σε ορισμένα ανθυγιεινά πρότυπα σκέψης – ζήλια, ανασφάλεια, κομφορμισμός – και στις καταστροφικές επιπτώσεις τους στην ψυχολογική ευημερία του ατόμου.
Μέχρι σχετικά πρόσφατα, αυτά τα μοτίβα σκέψης εκδηλώνονταν κυρίως σε σχέση με τα υλικά αγαθά, γι’ αυτό και ήταν λογικό να τα ονομάζουμε «υλισμό». Αλλά δύο τεχνολογικά προϊόντα – τα smartphones και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – άλλαξαν τα δεδομένα. Τα smartphones παρείχαν τα εργαλεία, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το κίνητρο, για να συλλέγουμε και να εκθέτουμε εμπειρίες λες και πρόκειται για υλικά αγαθά.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο σχεδιασμός έπαιξε σημαντικό ρόλο. Είναι αρκετά προφανές πώς η διαρρύθμιση των ιστότοπων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προσφέρει αυτές τις νοοτροπίες. Λιγότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι φωτογραφικές μηχανές έχουν εξελιχθεί ώστε να τις υποστηρίζουν επίσης.
Αναμφισβήτητα, οι φωτογραφικές μηχανές είχαν ήδη μεταβάλει την αισθητική μας αντίληψη, για παράδειγμα, προτρέποντάς μας να αξιολογούμε εμμέσως μια σκηνή από την άποψη ιδιοτήτων όπως η σύνθεση που θα μπορούσαν να μεταφερθούν στο φωτογραφικό μέσο. Όμως οι φωτογραφικές μηχανές των smartphones μας έδωσαν μεγαλύτερο έλεγχο σε αυτή τη σύνθεση και πιο άμεση ανατροφοδότηση για τις επιλογές μας, γεγονός που απλώς ενίσχυσε την αίσθηση ότι κάθε σκηνή αποτελεί ένα δυνητικά εξατομικευμένο τεκμήριο που έπρεπε να αποτυπωθεί, αντί για μια στιγμή που πρέπει να απολαύσουμε.
Νομίζω ότι αυτό προσπαθεί να πει ο Ρικ Μίτσελ στην κόρη του Κέιτι στην ταινία κινουμένων σχεδίων The Mitchells versus the Machines όταν εκφράζει σκεπτικισμό για τον ισχυρισμό της ότι μπορεί να βιώσει τον κόσμο μέσω του τηλεφώνου της. Κάθε τεχνολογία έχει ενσωματωμένες ορισμένες αξίες, αλλά αυτό το γεγονός είναι δύσκολο να εκτιμήσεις αν δεν έχεις ζήσει ποτέ σε έναν κόσμο όπου μια συγκεκριμένη τεχνολογία και οι αξίες που τη συνοδεύουν δεν ήταν πάντα παρούσες.
Σε ένα είδος αντιστροφής της παλιάς άποψης ότι μια φωτογραφία μπορεί να σου κλέψει την ψυχή, η φωτογραφική μηχανή έχει γίνει μια συσκευή που εμποδίζει αυτό που ο Pirsig αποκαλούσε δυναμική ποιότητα της εμπειρίας να διεισδύσει στην ψυχή κάποιου, να συμβάλει εξαρχής στη διαμόρφωσή της.
Δεν μπορείς να επιμεληθείς το μεγαλείο της φωτογραφίας
Η αστραπή που πέφτει ακριβώς έξω από το παράθυρό σας- ο ίλιγγος στο χείλος ενός γκρεμού- η τρομερή δύναμη που περικλείει ένα κύμα που φουσκώνει από τα βάθη του. Αυτές είναι περιπτώσεις αυτού που οι φιλόσοφοι αποκαλούν «το μεγαλειώδες», μια αισθητική εμπειρία που χαρακτηρίζεται από «θαυμασμό χωρίς φόβο».
Ένα πιο εξασθενημένο αλλά και πάλι συναρπαστικό δείγμα αισθητικής εμπειρίας είναι η ανατριχίλα, το αίσθημα της βαθιάς συγκίνησης – που συχνά συνοδεύεται από κυριολεκτική ανατριχίλα – από ένα τραγούδι, ένα ποίημα ή κάποιο άλλο δυνατό έργο τέχνης.
Το μεγαλειώδες και η ανατριχίλα καταδεικνύουν δύο σημαντικά γεγονότα σχετικά με την εμπειρία. Πρώτον, διαθέτει ένα είδος προ-ορθολογικής αμεσότητας στην οποία πρέπει να είναι κανείς ανοιχτός προκειμένου να εκτιμήσει όλες τις πιθανές επιπτώσεις της. Όσο περισσότερο βασιζόμαστε στην τεχνολογία για να φιλτράρει τις εμπειρίες μας, τόσο περισσότερο επικυρώνουμε τις αξίες της και αποδεχόμαστε παθητικά το νόημα των εμπειριών που αποτυπώνει.
Δεύτερον, η εμπειρία έχει μια σωματική ιδιότητα που στην πραγματικότητα διευκολύνει την επεξεργασία και την κατανόηση των πληροφοριών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μελέτες διαπιστώνουν ότι οι αναγνώστες συγκρατούν περισσότερες πληροφορίες από φυσικά βιβλία παρά από ηλεκτρονικά βιβλία ή άλλες συσκευές. Όσο περισσότερο η ζωή μας μεταφέρεται στο διαδίκτυο και όσο περισσότερο αναλογιζόμαστε τις εμπειρίες μας για χάρη της κατασκευής αυτής της διαδικτυακής παρουσίας, τόσο περισσότερο αποξενωνόμαστε από αυτές.
Αλλά δεν είναι μόνο τα smartphone και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ενθαρρύνουν τη μετατροπή των εμπειριών σε εμπορεύματα. Η συζήτησή μας δεν θα ήταν πλήρης αν δεν αναφέραμε τουλάχιστον τον τρόπο με τον οποίο οι εμπειρίες προωθούνται στο εμπόριο με τρόπους που κάνουν αυτή τη μετατροπή να μοιάζει φυσική.
Το αγαπημένο μου παράδειγμα, και ίσως το πιο συνοπτικό, είναι το “Adventures by Disney”, μια σειρά από επιλεγμένα ταξιδιωτικά δρομολόγια σε προορισμούς σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει κάτι ειρωνικό στο να χρησιμοποιείται η ταμπέλα «περιπέτεια» – μια λέξη που παραδοσιακά περιέγραφε μια αυθόρμητη, επικίνδυνη και απρόβλεπτη αναζήτηση για χάρη κάποιου σκοπού πέρα από τον εαυτό της – σε ένα σύνολο από ασφαλείς, δομημένες δραστηριότητες που προορίζονται για να τις απολαύσει κανείς για χάρη της περιπέτειας αυτής καθεαυτής.
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει όταν επιτρέπουμε σε αυτό το είδος μάρκετινγκ να ορίζει το αντικείμενο της εμπειρίας είναι ότι μπορεί να υποβαθμίσει το μεγαλειώδες σε συναισθηματικό. Σύμφωνα με την αξέχαστη μεταφορά του Βρετανού κριτικού τέχνης Κλάιβ Μπελ, το να κάνεις την περιπέτεια εμπορεύσιμη και προσιτή στο μεγαλύτερο εύρος των καταναλωτικών προτιμήσεων, σημαίνει να δημιουργήσεις τους «αναπαυτικούς πρόποδες της ζεστής ανθρωπότητας» ισοπεδώνοντας τις « κρύες, λευκές βουνοκορφές της τέχνης».
Συμπέρασμα
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Ο πραγματικός κίνδυνος του υλισμού, που τόσο οξυδερκώς είχε εντοπίσει ο Βούδας χιλιάδες χρόνια πριν, έγκειται στον πόνο που αναπόφευκτα προκύπτει από το χάσμα ανάμεσα στην ευτυχία που αναμένουμε να λάβουμε από τα αντικείμενα που επιθυμούμε και την αίσθηση της πραγματικής απόκτησής τους.
Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει όχι μόνο όταν το αντικείμενο της επιθυμίας μας αποτελέσει εν τέλει ένα πραγματικό αντικείμενο, αλλά και όταν πρόκειται για μια προσδοκώμενη με ανυπομονησία εμπειρία. Και ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όσο περισσότερο το μάρκετινγκ και ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούμε με την τεχνολογία μας αναγκάζουν να επινοήσουμε μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς υποτίθεται ότι πρέπει να αισθανόμαστε μια συγκεκριμένη εμπειρία και τι υποτίθεται ότι πρέπει να σημαίνει.
Φυσικά, δεν λέω ότι οι εμπειρίες είναι απλώς ένα άλλο είδος κατοχής. Λέω μόνο ότι μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοιες, ότι ορισμένες τεχνολογίες και οικονομικές πραγματικότητες μας ωθούν να τις αντιλαμβανόμαστε με αυτόν τον τρόπο και ότι πρέπει να έχουμε επίγνωση αυτού του γεγονότος. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να πέσουμε στην παγίδα να σκεφτούμε ότι εκτιμώντας τις εμπειρίες έναντι των πραγμάτων, έχουμε ξεπεράσει τον υλισμό, ενώ στην πραγματικότητα τον έχουμε απλώς συμβάλει στο να βρει έναν νέο τρόπο έκφρασης.
➠ Διαβάστε επίσης: Γιατί μας αρέσει να φλεξάρουμε το φαγητό μας στα social media;