Θέλετε να μιλήσουμε περί κυβερνητικής ευθύνης; Το μόνο εύκολο. Θέλετε να μιλήσουμε περί ανθρωπίνου λάθος και της σχετικής ευθύνης του σταθμάρχη; Το έκανε ήδη άκομψα, άγαρμπα και ανήθικα ο Πρωθυπουργός, εχθές στο διάγγελμά του. Θέλετε να μιλήσουμε περί ευθυνών της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας, του Υπουργείου Μεταφορών και της εταιρείας διαχείρισης του σιδηροδρομικού δικτύου; Χωριό που φαίνεται…
Είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε και για δημοσιογραφική ευθύνη; Το θέλουμε; Μπορούμε να το κάνουμε; Σίγουρα το οφείλουμε και πρέπει να το κάνουμε, σε μια ένδειξη σεβασμού προς τις οικογένειες των θυμάτων, προς τους ανθρώπους που βιώσαν αυτή την φρίκη, προς τους πολίτες αυτής της χώρας που ζούνε/ζούμε από τύχη και προς τους εαυτούς μας που επιλέξαμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο της δημοσιογραφίας εστιάζοντας στο «λειτούργημα» και όχι στο «επάγγελμα».
Τις προάλλες, γράψαμε στο Olafaq για την ένοχη (δημοσιογραφική) στάση μας απέναντι στον Φιλιππίδη. Τώρα, ήρθε η στιγμή, να γράψουμε για την αποσιώπησή των προβλημάτων στις υποδομές του κρατικού δικτύου μεταφορών και των αιτημάτων που καταθέτουν οι εργαζόμενοι με τα σχετικά συνδικαλιστικά όργανα – μία δημοσιογραφική στάση που μας συνιστά (για ακόμη μια φορά) «ένοχους».
Και αυτές οι ενοχικές σκέψεις που με κατακλύζουν από εχθές είναι βάρος στην πλάτη και στην ψυχή μου, χωρίς εισαγωγικά. Βάρος, γιατί στην καθημερινή δημοσιογραφική ρουτίνα μας περνάμε στα site ειδήσεις για απεργίες χωρίς να εξετάζουμε ποτέ τους λόγους. Τις περνάμε στα newsroom με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που τα αντιμετωπίζει και ένας πολίτης – «Ακόμη μία απεργία, θα παραλύσει πάλι η πόλη». Και τώρα που παρέλυσε όλοι η Ελλάδα, κυριολεκτικά, τρέχουν τα δάκρυα ζουμί.
Κροκοδείλια; Χαρακτηρίστε το όπως θέλετε. Άλλωστε τα μόνα αληθινά δάκρυα κυλάνε στα πρόσωπα των οικογενειών που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στα Τέμπη. Τα υπόλοιπα ας τα μαζέψουμε σε ένα μπουκαλάκι διακοσμητικό για τον τοίχο μας στα social media, γιατί όχι και σε ένα ράφι στο σπίτι μας, να μας υπενθυμίζουν πως κάποτε το 2023 είχαμε τριήμερο εθνικό πένθος.
Δεν ξέρω αν αυτή την στιγμή υπάρχει δημοσιογράφος που δεν νιώθει τύψεις γιατί δεν έδωσε σημασία στα όσα κατά καιρούς αιτούνται οι εργαζόμενοι στο μετρό, στο τραμ, στον ηλεκτρικό, στα τρένα. Κι αν υπάρχει, ας αυτοπροσδιοριστεί κειμενογράφος να προχωρήσουμε – δεν το λέω υποτιμητικά – γιατί κάποια στιγμή πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και είναι πολλές.
Αλήθεια, πόσα ρεπορτάζ έγιναν για τις καταλήψεις και τις διαμαρτυρίες των ηθοποιών το προηγούμενο διάστημα, σχετικά με το νέο προεδρικό διάταγμα; Πόσες λέξεις, πόσο χώρο, αφιερώσαμε στα «απολυτήρια Λυκείου», και πώς καλύψαμε δημοσιογραφικά οποιαδήποτε άλλη κινητοποίηση εργαζομένων σε άλλους χώρους; Θυμάμαι να λέω τις προάλλες, «αν οι καλλιτέχνες ήταν εργαζόμενοι στην καθαριότητα, κανείς δεν θα είχε ασχοληθεί μαζί τους». Τώρα, κάτι αντίστοιχο ισχύει για τους μηχανοδηγούς.
Αυτοί οι άνθρωποι έβγαζαν ανακοινώσεις, έστελναν εξώδικά, καλούσαν σε απεργίες, μιλούσαν στον ασύρματο πριν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας και έλεγαν «Πάμε κι όπου βγει», αλλά η δημοσιογραφική μας πένα δεν έδινε φωνή στην βουβή απόγνωσή τους. Με τον τρόπο μας, με τις επιλογές μας, αποσιωπήσαμε σημαντικά ζητήματα για να αναδείξουμε αυτά που μας βολεύουν.
Οτιδήποτε «εργασιακό», αποπνέει μια μιζέρια, βρωμάει συνδικαλισμό εποχής ΠΑΣΟΚ, επαναφέρει στις μνήμες μας ρουσφέτια, βολεμένους στο δημόσιο, μας δημιουργεί εικόνες με τενεκέδες λάδι στα γραφεία υπουργών προκειμένου να ολοκληρωθεί μία πρόσληψη, σωματεία που σκοπό έχουν την στρατολόγηση και όχι την αφύπνιση. Όλα αυτά έχουν γίνει, φυσικά, και κάποιος μου έγραψε εχθές «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Όμως ένας δημοσιογράφος οφείλει να τα διαχωρίζει. Είναι μέσα στις αρμοδιότητές του, στον βασικό κορμό της δημοσιογραφικής δεοντολογίας του, που βασίζεται σε 5 “ethics” που λένε στο εξωτερικό: αλήθεια, ακρίβεια, ανεξαρτησία, δικαιοσύνη, αμεροληψία.
Τι απ’ όλα αυτά καλύψαμε δημοσιογραφικά για να μπορούμε τώρα να εξαπολύουμε ευθύνες αριστερά-δεξιά και να ψάχνουμε υπαίτιους;
Πλέον είναι αργά για οτιδήποτε. Όση αυτοκριτική και να κάνουμε ως δημοσιογράφοι το παιχνίδι χάθηκε. Και, ξέρετε, ο χρόνος χάνεται με τον θάνατο – δεν έχει παύση, επιτάχυνση, επιβράδυνση, ομαλή ροή. Η αιωνιότητα του ανήκει. Όταν συμβεί, όταν κάτι πεθάνει, παύει να ενδιαφέρεται για τον χρόνο. Μόνο εμείς οι ζωντανοί (καθαρά από τύχη), συναλλασσόμαστε μαζί του. Και με κάθε μας πράξη κερδίζουμε χρόνο. Όταν επιλέγουμε ως δημοσιογράφοι να μην δράσουμε, να μην ερευνήσουμε, να μην αναδείξουμε, να μην χρησιμοποιήσουμε την δύναμη της «εξουσίας» μας απέναντι στην κρατική, πλησιάζουμε στον θάνατο. Μπορεί όχι τον δικό μας, αλλά περίπου 50 συμπολιτών μας.