Πώς είμαστε ευαίσθητοι απέναντι σε κάτι που έχει συμβεί; Σίγουρα, όχι αγωνιώντας να δείξουμε την ευαισθησία μας.

Μια μουσικός, η Χριστίνα-Μαρία Λαζάρου έγραψε πρόσφατα κάτι στο χρονολόγιό της στο Facebook που κοινοποιήθηκε σε αρκετά προφίλ καλλιτεχνών και όχι μόνο. Απέναντι σε όσα δεινά συμβαίνουν σε αυτήν την χώρα και σε αυτόν τον κόσμο, οι καλλιτέχνες-όχι όλοι- αισθάνονται, και προς τιμήν τους, ότι έχουν μια κοινωνική ευθύνη, ότι είναι πολιτικά όντα, ότι η τέχνη τους δεν είναι για να διασκεδάζει, αλλά για να ψυχαγωγεί, να προβληματίζει.

Όμως, πόσες αναβολές παραστάσεων και συναυλιών, ή και ακυρώσεις, ακόμα, έχουμε δει τον τελευταίο καιρό; Από τα Τέμπη και μετά, είναι πολύ έντονο ως φαινόμενο.

Δείτε τι έγραψε η κυρία Λαζάρου:

«Σε κάθε καταστροφή, τελευταία όλο και πιο συχνά είναι η μαύρη αλήθεια, ζητείται διαδικτυακά και μη από αρκετούς καλλιτέχνες να σταματήσουν τις συναυλίες είτε ως μέσο πίεσης, λέει, προς την κυβέρνηση (κτόιον – ηχητικό εφέ), είτε γιατί είναι ύβρις στον πόνο των ανθρώπων που πλήττονται κάθε φορά.

Εγώ δεν έχω κάποια συναυλία στο άμεσο μέλλον, εν τούτοις, παρατηρώ συναδέλφους – λιγότερο ή περισσότερο διάσημους – να έρχονται σε δύσκολη θέση με το θέμα αυτό.

Θα πω, λοιπόν, ολίγα αυτονόητα…Ο καλλιτέχνης πασχίζει να ζήσει από αυτό που κάνει. Δεν το κάνει για το ψώνιο του, ούτε για να περνάει καλά – όπως έχω ακούσει πολλάκις. Για την κάθε συναυλία δεν δουλεύει μόνο το γνωστό όνομα, για το οποίο προφανώς οι περισσότεροι συρρέουν, αλλά δεκάδες άνθρωποι σε πόστα που οι πιο πολλοί ούτε καν γνωρίζουν την ύπαρξή τους και που χωρίς ανθρώπους σε αυτά, δεν θα ήταν εφικτό να γίνει καμία συναυλία ποτέ. Το να ζητάς, λοιπόν, από έναν ολόκληρο κλάδο επαγγελματιών να παραλύει με κάθε συμφορά φανερώνει – το λιγότερο – άγνοια.
Τι άλλο φανερώνει; Υποκρισία και ηθικισμό.

Αρκετός κόσμος ταυτίζει αποκλειστικά τη μουσική με τη διασκέδαση. Άρα, αμέσως θα προτάξει ενοχικά – πως είναι δυνατόν να διασκεδάζουμε ενώ άλλοι υποφέρουν; Μα, αν πράγματι υποφέραμε κάθε φορά που υπέφεραν άλλοι άνθρωποι – δηλαδή κάθε 3 δευτερόλεπτα περίπου – τότε δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε λεπτό. Η ευαισθησία αυτή περιορίζεται στο να περιφέρεται στο διαδίκτυο και να υποδεικνύεται μέσω αυτής ο σωστός δρόμος στους ‘άκαρδους’. Όταν, όμως, απομακρυνόμαστε από το πληκτρολόγιο, δεν θα δούμε στην τηλεόραση ή αλλού την αγαπημένη μας ‘ψυχαγωγική’ – και ενίοτε μουσική – εκπομπή; Δεν θα βγούμε για ποτό ή φαγητό; Δεν θα γελάσουμε με ένα αστείο; Δεν θα πάμε στη δουλειά μας, από τη στενοχώρια; Θα απαιτήσουμε από όλους τους παραπάνω κλάδους που παρέχουν μια ανάπαυλα, όπως κι αν την εννοεί ο καθένας μας αυτή, να άρουν τη λειτουργία τους;

Αυτή η λογική ενοχοποιεί τη μουσική και την καλλιτεχνική έκφραση εν γένει, ως κάτι που πρέπει να λείπει σε δυσάρεστες καταστάσεις. Ως κάτι ελαφρύ και άρα, μη σοβαρό.Το να περιμένει, δε, κανείς η σιωπή των καλλιτεχνών να αποτελέσει πίεση στην οποιαδήποτε εξουσία, είναι σαν να περιμένει η σιωπή των αμνών να είναι αρκετή ώστε να αλλάξει γνώμη στον σφαγέα τους.

Τέχνη δεν θα υπήρχε αν ήταν κάθε φορά να σιωπά μπρος στις συμφορές.Το Τραγούδι είναι εκ φύσεως επαναστατικό, ιαματικό και ενωτικό. Δεν το γέννησε μόνο η διάθεση να γιορτάσουμε τη Ζωή, μα κυρίως, η ανάγκη να παραπονεθούμε για τον Θάνατο. Να καθαρθούμε διαμέσου της ένωσής μας με τον Άλλον.
Μην ανησυχείτε, λοιπόν. Ο Καλλιτέχνης αυτό είναι φτιαγμένος να κάνει – να πονάει πολύ, με το παραμικρό, με τον κάθε μικρό ή μεγάλο πόνο του Ανθρώπου. Με τη διαφορά πως ο δρόμος του αυτός ο τόσο επίπονος δεν τελειώνει σε ένα ποστ κι ούτε διαρκεί λίγες ημέρες, αλλά συνεχίζει μέχρι την κοσμογονική πράξη της σύλληψης και της γέννας μιας αλήθειας. Επίπονης, μα ιαματικής.»

Δείτε και την ανάρτηση της τραγουδίστριας Κατερίνας Τσιρίδου:

 

Το ευαισθητόμετρο

Είναι απολύτως σεβαστό να αναβάλλει ένας καλλιτέχνης του διαμετρήματος της Καίτης Γαρμπή μια συναυλία. Θεωρώ υποκριτική την αποθέωσή της στα σχόλια-«μπράβο», «συγχαρητήρια», «είσαι άνθρωπος!» και τα συναφή. Οι άλλοι που δεν ακυρώνουν είναι αναίσθητοι;

Οι σκέψεις αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο της συζήτησης που ανοίγουμε συχνά στο Olafaq.gr σχετικά με τον ρόλο που βαράνε στην ζωή μας τα social media ως διαβρωμένος καθρέφτης μιας κοινωνικής και συλλογικής, αλλά και ατομικής φυσικά, ψυχοσύνθεσης. Αν δεν γράψεις τον καημό σου για μια μεγάλη συμφορά, είσαι γουρούνι, δεν σ’ άγγιξε. Ξέρουμε όλοι και όλες τουλάχιστον ένα προφίλ γνωστού μας που επιδίδεται με σχεδόν επαγγελματικούς όρους σε δημόσια στηλίτευση, θρήνο και παράθεση συναισθημάτων πόνου και οργής, την ίδια ώρα που η real life του είναι εντελώς άλλη: ποτάρες, χάχανα, ακόμα και γαϊδουριές καθημερινού τύπου-ως άνθρωπος που είναι κι αυτός ή αυτή. Ο ίδιος λοιπόν άνθρωπος, ναι, αυτός που σας περιγράφω συχνά συμβαίνει να κράζει ή να κρίνει τον άλλον άνθρωπο που δεν κάνει στόρυ με κλαμμένα φατσάκια, αλλά αναβάλλει τη βραδινή του έξοδο γιατί το στομάχι του έχει ανακατευτεί από αυτά που βιώνει ως πολίτης και ως μέλος μιας κοινωνίας.

Συνέβη το θεατρικό έργο που έγραψα, «Το Καλύτερο πράγμα στον κόσμο είναι να πέφτεις για ύπνο τα Ξημερώματα» να κάνει πρεμιέρα ανήμερα με την κήρυξη εθνικού πένθους για τα Τέμπη. Ήταν μια μέρα βαριά, κι ο καιρός ακόμα. Μάρτιος του 2023. Εκείνη τη μέρα, πήγα στο σούπερ μάρκετ, έγραψα μερικά κείμενα για το Olafaq.gr, πήρα τσιγάρα από το περίπτερο και ενόχλησα μια εργαζόμενη σε κινητή τηλεφωνία σε σχέση με το συμβόλαιό μου. Εκείνη τη μέρα, δούλεψαν, με βαριά ή λιγότερο βαριά καρδιά, εκατομμύρια συμπολίτες μου. Γιατί να μην δουλέψουν οι ηθοποιοί της παράστασης; Το θέατρο; Το κυλικείο του; Γιατί να μην δείξουμε την δουλειά μας στον κόσμο, στον όσο λίγο ή πολύ κόσμο, ανυπομονούσε να την δει; Ή την είχε ανάγκη κιόλας, ως διαφυγή ή ως αφορμή για περαιτέρω σκέψη σε σχέση με ό, τι βιώσαμε, αυτό το απίθανο μούδιασμα απέναντι στην κρατική αναλγησία και ανευθυνότητα;

Αποφασίσαμε με την ομάδα συνεργατών της παράστασης, παρά την διαφωνία εκ πρώτης ορισμένων, να κάνουμε πρεμιέρα κανονικά. Το Altera Pars γέμισε και ήταν μια έντονα φορτισμένη βραδιά. Μια βραδιά που άξιζε που την ζήσαμε εμείς, οι ακόμα ζωντανοί. Εκείνη την βραδιά, κάποιοι άνθρωποι πληρώθηκαν. Κι εγώ μαζί, η θεατρική συγγραφέας. Μη φανταστείτε εκατοστάρικα-αυτό είναι άλλο ζήτημα. Αλλά πληρωθήκαμε από τα εισιτήρια που κόψαμε. Είχαμε εργαστεί γι’ αυτό, ήταν ο μόχθος μας, η ψυχή μας. Λειτουργήσαμε ως επαγγελματίες, όπως ο φούρναρης, ο βενζινάς, ο περιπτεράς, η καθηγήτρια στο φροντιστήριο, η αισθητικός, η γιατρός στο νοσοκομείο. Γιατί έχουμε το νοίκι μας, τα τσιγάρα μας, τις ανάγκες μας, το στομάχι μας, τη ζωή μας.

Και γιατί αν η δική μας, μικρής κλίμακας, θεατρική δουλειά αναβαλλόταν ή ακυρωνόταν θα ήμασταν εμείς οι μόνοι χαμένοι. Κανενός τ’ αυτί δεν ιδρώνει από ακυρώσεις μικρών καλλιτεχνικών παραγωγών. Ίσως να ήμασταν πιο αρεστοί σε διάφορους φίλους και ακολούθους μας στα social. Ίσως, τότε, να μας έκαναν share, πολύ περισσότερα από ό, τι στην προσπάθειά μας να προβάλουμε την δουλειά που κάναμε όλοι μαζί για να σηκωθεί μια παράσταση.

Επίσης, τέχνη δεν είναι καρναβάλι, δεν είναι «χαχαχούχα» και διασκέδαση και χόμπι. Είναι δουλειά, είναι ευθύνη, είναι άχθος και πολλή, πολλή καρδιά. Πέρασαν χρόνια, αλλά το βίντεο αυτό της ηθοποιού Έλιας Βεργανελάκη παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρο και μπορεί να γίνει αντιληπτό και από νέα πρίσματα, πλέον, εκτός σκηνικού καραντίνας και κλειστών θεάτρων και πείνας ηθοποιών και όχι μόνο, ελλείψει (και) κρατικής πορόνοιας. Και με αυτό θα βάλω τελεία σε αυτό το κείμενο.