Ένας φίλος μου έλεγε πως τώρα πια στα κείμενα για τις συναυλίες και τους δίσκους, δε διαβάζουμε (ανταπο)κρίσεις αλλά τα συναισθήματα (κι ενίοτε τα αισθηματικά) του συντάκτη. Προσωπικές κατασκευές, ένα πρόχειρο, προπαγανδιστικό, ναρκισσιστικό εξομολογητήριο.

Μπορεί να έχει τα δίκια του, όμως αυτή την ώρα με βρίσκει κάπου στη μέση, κυρίως γιατί από την αντίπερα όχθη βλέπω να καταφθάνουν εισαγγελείς, ληξίαρχοι, κακόγουστοι «φιλοτελιστές» κι αφ’ υψηλού εξυπνάκηδες κόντρα στα βιωματικά. Στο κάτω-κάτω, ας είμαστε σε κάτι τέτοια στο σημείο «σχεδόν», στο κέντρο, αντί να χλευάζουμε τις διάχυτες εκμυστηρεύσεις και τα (ενίοτε κατά φαντασίαν) μικροδράματα που μπορεί να υστερούν στην κρίση αλλά εκπορεύονται από την άδολη αυθεντικότητα των συντακτών. Άλλωστε, ο μικροπαραγοντισμός και τα ανταλλακτήρια τοποθέτησης προϊόντος, κεφαλαιοποιούνται τόσο στο ταμπλώ των ξερών καταγραφών αντίστοιχων με δήλωση για τροχαίο, όσο και σε εκείνο των προσωπικών αφηγήσεων. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, πόσο πια να κεφαλαιοποιηθεί το οριακά αμισθί και υποαμοιβόμενο; Με likes και share κανείς δεν πλήρωσε ΔΕΗ.

Χίλιες φορές να βρισκόμαστε στη μέση για τα άκακα μιας λοξής ή κοινότοπης αποτίμησης, παρά στα μείζονα, εκεί ας πούμε που η κεντρώα «ουδετερότητα» και ο ελιτισμός της ψυχραιμίας, υπεκφεύγει αποσιωπώντας και εξισώνοντας με απίθανους συσχετισμούς και γενικολογίες αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Για παράδειγμα, διαβάσαμε στην αρθρογραφία αναφορικά με την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας της 24ης Ιουλίου, πως η θεσμική χαλαρότητα και οι κοινωνικές παθογένειες οφείλονται σε μια, λίγο έως πολύ, «παρεξηγημένη» δημοκρατία, με υπερβολική έμφαση στα δικαιώματα εις βάρος των υποχρεώσεων. Πρόκειται για ένα εύκολο κι επικίνδυνο σχήμα. Η προβληματική λειτουργία του κράτους ή των θεσμών δεν είναι αποτέλεσμα υπερδημοκρατίας, αλλά υπερβολικού κρατισμού, γραφειοκρατίας, ελλιπούς λογοδοσίας των ελίτ και πολλών ακόμη. Αδυνατώ να κατανοήσω πως διαφεύγουν τα παραπάνω, κι επιλέγεται αντ’ αυτών να τοποθετηθεί ως βαρύ μέτρο του ζυγού η αποτίμηση περί ασύδοτης δημοκρατίας. Πιθανολογώ πως σε κάτι τέτοιες υποσημειώσεις καταλήγει ο αθώος λόγος των συντακτών που ιδεοληπτικά βυθίζεται στο να παράγει κείμενα που μιλούν περισσότερο για τους ίδιους κι ελάχιστα για την πραγματικότητα, καταπώς ένα συντάκτης καλύπτει με εξακολουθητικό a priori άκριτο θαυμασμό τις παραγωγές των πολιτιστικών ιδρυμάτων της χώρας (μπας και φτάσει στη ρημάδα την κεφαλαιοποιήση).

Πεδίο δόξης λαμπρό αποδεικνύεται κι η αρθρογραφία σχετικά με τα γεγονότα στη Γάζα. Το παράδειγμα της ανισορροπίας ισχύος των Παλαιστίνιων (όχι της Χαμάς) και της ισορροπημένης cover-up ανάλυσης είναι χαρακτηριστικό. Εκεί, η επίκληση στην ίση απόσταση, από την «προνομιακή θέση» που δεν εγκλωβίζεται σε άσπρο-μαύρο, συχνά καταλήγει να ξεθωριάζει ηθελημένα τη γενοκτονική πραγματικότητα. Και προφανώς αναφέρομαι στην τροπή που έχει πάρει η όλη ιστορία υπό την κυβέρνηση Νετανιάχου. Στις πορείες των Ισραηλινών ένα από τα συνθήματα είναι πως «Η ισραηλινή κυβέρνηση ουδέποτε πρότεινε μια αληθινή πρωτοβουλία υπέρ μιας συνολικής συμφωνίας και του τερματισμού του πολέμου. Μετέτρεψαν τον πιο δίκαιο πόλεμο σε έναν άχρηστο πόλεμο». Μακριά από εδώ η τυφλή πολεμική κόντρα στους Ισραηλίτες κι όσοι σημαδεύουν ιστορικά τους Εβραίους, όμως η απροθυμία θέσης αναβαπτισμένη ως αντικειμενικότητα έχει πολλά ποδάρια. Ένα από αυτά έγκειται στο πως η πολυτέλεια συμμετρίας των σημερινών ευθυνών αντιστοιχεί σε μια πολιτική, αξιακή επιλογή υπέρ του ισχυρότερου. Καλύτερα να διαβάζεις τον ανερυθρίαστο Σάκη Μουμτζή στο «η προβολή της επισιτιστικής κρίσης—με δεδομένες τις εκατέρωθεν ευθύνες για αυτήν την κρίση—μπορεί να φορτίζει συναισθηματικά την ατμόσφαιρα, όμως δεν αναδεικνύει την κεντρική διακύβευση των γεγονότων στη Γάζα που είναι αμιγώς πολιτική.», παρά μισόλογα.  Τουλάχιστον να ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε.

Δίσκοι, συναυλίες, δημοκρατίες και επίδειξη μισανθρωπίας ή επαναστατικότητας, μια ευρύτερη αχταρμογραφία για να σμιλευτούν προσωπικά προφίλ. Η γνώμη του φίλου περί ναρκισσιστικών κειμένων, δεν έλεγε να φύγει καθώς διάβαζα αποσπάσματα για την (σχεδόν) άδεια πόλη, για βιβλία, γεωπολιτικές αναλύσεις, την ουρά της πολιτικής επικαιρότητας κι όλα αυτά που ανθίζουν στα καλοκαιρινά γραφόμενα. Μέσα στο σωρό, συνάντησα την ανάρτηση του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου και τον ειλικρινή αποχαιρετισμό του στο Γιώργο Γαρμπή του Ελεύθερου Τύπου της Βαλτετσίου. Στο προλογικό του σκέλος αναφέρεται στο αλγοριθμικά καλλιεργημένο ένστικτο που λέει «γράψε κάτι, στρέψε την συζήτηση προς εσένα, πάλι», όμως η προσωπική του γραφή υπηρετεί τελικά την επικήδεια τιμή προς τον εκδότη κι όχι ένα ακόμη κουκούλι αυτοπροβολής (μου κόλλησε και με εκείνο το εύλογο απόσπασμα όπου ο Λεό Κρηστ έγραφε για το «σύμπτωμα προβολής ορισμένων ανθρώπων που σαν δημιουργοί υπήρξανε μετριότητες είναι οι «μνημοσυνογράφοι» (…) όλες οι μετριότητες έχουν αγκαλιάσει κάνα δυο πτώματα και μιλάνε για τη ζωή τους, τις εν ζωή ιδιοτροπίες τους, τις επιστολές που αντάλλαξαν, τις μετακινήσεις τους, την ιδεολογική τους στάση, τις διάφορες εποχές που πέρασαν, την ιδιωτική τους δραστηριότητα, την πατρογονική τους καταγωγή»).

Ο Παπαγεωργίου υπερασπίζεται το συλλογικό, με τεκμήρια μέσα από τη «συναισθηματική» του μαρτυρία. Το κάνει με την ταπεινότητα εκείνου που επιθυμεί να συμβάλει κι όχι να κυριαρχήσει στο συλλογικό αφήγημα. Μιλά όχι για εκείνον, αλλά μέσα από εκείνον για μια ολόκληρη κουλτούρα. Το ζήτημα λοιπόν, δεν είναι αν θα διαβάζουμε τα βιωματικά ή τα φαινομενικά «ουδέτερα». Είναι το κίνητρο αυτών. Ναρκισσισμός ή ειλικρίνεια; Αυταρέσκεια ή προσπάθεια να φωτίσεις τον άλλο και την πραγματικότητα; Μακριά από τη συρραφή δελτίων τύπου, θεραπευτικών συνεδριών, cv επιδείξεων και τις σελίδες άγουρων ή ψύχραιμων, μα τελικά προσωπικών ημερολογίων, δίπλα στο κούφια εξομολογητικό και στο εκ του πονηρού αποστειρωμένο, βρίσκεται η γραφή που σέβεται κι εξυπηρετεί τον αναγνώστη. Του πετά σπόρια, ανεμόσκαλες ή στήνει ολόκληρες γέφυρες για να βαδίσει κι εκείνος προς το διάλογο. Έτσι, αξίζει.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.