Το πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ στην ιστορία έγινε μεταξύ Ρίτσαρντ Νίξον και Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι.
Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Σεπτεμβρίου του 1960, όταν σε ένα μικρό στούντιο του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού CBS στο Σικάγο, οι δυο υποψήφιοι για την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών διασταύρωσαν τα «ξίφη» τους.
Ο – τότε 47χρονος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί προεδρίας Ντουάιτ Αϊζενχάουερ – Ρίτσαρντ Νίξον και ο 43χρονος γερουσιαστής της Μασαχουσέτης, Τζον Κένεντι, έδωσαν την πρώτη πολιτική τηλεμαχία, στην ιστορία των ΗΠΑ (και σε ολόκληρο τον κόσμο), καθηλώνοντας εκατομμύρια Αμερικανούς (όσους διέθεταν τηλεοράσεις τέλος πάντων…) μπροστά στους τηλεοπτικούς τους δέκτες.
Το συγκεκριμένο ντιμπέιτ έμεινε θρυλικό, στην πολιτική ιστορία των ΗΠΑ, ενώ ακόμη και σήμερα διδάσκεται στις σχολές επικοινωνίας ως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα για τη δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας επειδή κατέδειξε το προφανές: ότι άλλου είδους παρουσία έχει μπροστά στις κάμερες ένας υποψήφιος και άλλη παρουσία εκτός καμερών.
Όπως επίσης, το αν προηγείσαι στις δημοσκοπήσεις και εκτεθείς ανεπανόρθωτα τηλεοπτικά και ενώπιον εκατομμυρίων θεατών, ίσως αυτό σού στοιχίσει τον προεδρικό ή πρωθυπουργικό θώκο.
Όπως και έγινε ακριβώς έτσι στην περίπτωση της αναμέτρησης Νίξον-Κένεντι: ο Ρεπουμπλικανός Νίξον φαινόταν να προηγείται του Δημοκρατικού Κένεντι στις δημοσκοπήσεις. Ομως η ίδια η παρουσία του Νίξον στο ντιμπέιτ αποδείχθηκε καταδικαστική για τον ίδιο τον υποψήφιο. Και αυτό ήταν κάτι που φάνηκε εξαρχής, από την πρώτη στιγμή που μπήκε στο στούντιο του CBS ο Νίξον: ήταν κατάχλωμος, σχεδόν υποκίτρινος στην υόψη, καθώς μόλις είχε χτυπήσει το προσφάτως εγχειρισμένο γόνατό του και πονούσε φριχτά.
Οι τρεις δημοσιογράφοι των αμερικανικών δικτύων που θα έκαναν τις ερωτήσεις – ο Γουίλιαμ Πάλεϊ (CBS), ο Ρόμπερτ Σάρνοφ (NBC) και ο Λέοναρντ Γκόλντενσον (ABC) – πρόσεξαν ότι ο Νίξον είχε χάσει αρκετό βάρος, σχεδόν κούτσαινε και ήταν ήδη ιδρωμένος.
Βασικά, έμοιαζε με έναν άνθρωπο που δεν ήταν έτοιμος να παραστεί σε ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ, αλλά να κάτσει σπίτι του, σε μια πολυθρόνα και να αράξει μέχρι να του περάσει ο όποιος πόνος.
Οι επικοινωνιολόγοι του τον έβαλαν να φορέσει ένα γκρι κοστούμι – ένα εγκληματικό ενδυνατολογικό λάθος καθώς, σε συνδυασμό με την χλωμή του εικόνα, τον έδειχνε «χαμένο» στο γκρι σκηνικό μιας ασπρόμαυρης τηλεοπτικής εικόνας. Επίσης, ο Νίξον επέμεινε να εμφανισθεί άβαφος, παρά τις συστάσεις των μακιγιέρ, ενώ το επιτελείο του Κένεντι είχε ήδη φροντίσει να βάλει ένα ελαφρύ και ανεπαίσθητο μακιγιάζ στο πρόσωπο του υποψηφίου τους.
«Ο Κένεντι έμοιαζε με αθλητή που απλώς περίμενε να τού φορέσουν το νικητήριο δάφνινο στεφάνι του Ολυμπιονίκη», παρατήρησε κατόπιν ο συντονιστής του ντιμπέιτ Χάουαρντ Σμιθ.
Δεν είχε άδικο: οι τηλεθεατές κατάλαβαν την διαφορά ανάμεσα στους δυο υποψηφίους: τον 47χρονο Νίξον (που ίδρωνε διαρκώς σαν… μουλάρι και έμοιαζε 60άρης) και τον 43χρονο Κένεντι (που εμφανίστηκε σαν τζόβενο και έμοιαζε… 35άρης).
«Ο Κένεντι την ώρα που άκουγε τον αντίπαλό του έδειχνε προσηλωμένος, σε απόλυτη επαγρύπνηση και είχε ένα μειδίαμα στα χείλη του. Ο Νίξον έδειχνε καταβεβλημένος και είχε, κάποιες στιγμές, μια σχεδόν τρομακτική όψη», έγραψε κατόπιν ο ιστορικός των ΜΜΕ, Ερικ Μπάρνοου.
Σύμφωνα με μετέπειτα διηγήσεις του μελών του επιτελείου του Νίξον, δεκάδες τηλεθεατές επικοινώνησαν τηλεφωνικά με το CBS, εκφράζοντας την ανησυχία τους για την κατάσταση της υγείας του ρεπουμπλικανού υποψηφίου, που έμοιαζε «κουρασμένος και εξουθενωμένος». Και σίγουρα ακατάλληλος για Πρόεδρος των ΗΠΑ.
Μια δημοσκόπηση της επόμενης μέρας έδειξε το τι πραγματικά συνέβη ως προς το αποτέλεσμα του ντιμπέιτ: Το 48,7% εκείνων που άκουσαν τη μονομαχία στο ραδιόφωνο θεώρησαν ότι ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε κερδίσει, έναντι του 21% που πρόκριναν τον Τζον Κένεντι. Από εκείνους που την είδαν στην τηλεόραση το 30,2% ανακήρυξαν νικητή τον Κένεντι έναντι 28,6% που επέλεξαν τον Νίξον.
Το 60% του ενήλικου πληθυσμού (περί τα 75 εκατομμύρια άτομα) είδαν τον Νίξον να ιδρώνει και να φαίνεται αδύναμος για την προεδρία. Το 44% αυτών δήλωσαν ότι το τηλεοπτικό ντιμπέιτ επηρέασε την ψήφο τους και το 5% ότι ανέτρεψε την αρχική τους πρόθεση.
Ήταν τέτοιο το… μετατραυματικό πολιτικό σοκ από την «ανύπαρκτη» (οπως χαρακτηρίστηκε κατόπιν) εμφάνιση του Νίξον, που χρειάστηκε να περάσουν 16 χρόνια για να συμφωνήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι σε νέο ντιμπέιτ ανάμεσα στον Τζίμι Κάρτερ και τον Τζέραλντ Φορντ το 1976.
Το ντιμπέιτ είναι αχρείαστο για τα φαβορί
Το ντιμπέιτ Κένεντι-Νίξον, που διδάσκεται σήμερα σε σχολές Πολιτικών Επιστημών αλλά και ΜΜΕ, απέδειξε ότι στον κόσμο της τηλεόρασης, ακόμη και η παραμικρή λεπτομέρεια μετράει – ειδικά για αυτόν που προηγείται στις δημοσκοπήσεις και έχει πολλά περισσότερα να χάσει από αυτόν που υπολείπεται και βρίσκεται πισω του.
Αυτός που προηγείται είναι αυτός που έχει πάντα το άγχος μην κάνει το λάθος εκείνο που ενδεχομένως να αποβεί μοιραίο για την δημόσια εικόνα του. Και αυτός που βρίσκεται πίσω του, εκείνος είναι που έχει το κίνητρο (και το πιθανός όφελος) από το να «τσιμπήσει» μερικούς τηλεθεατές προς το μέρος του.
Κατά κοινή παραδοχή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτή την στιγμή προηγείται περίπου με 3 έως 5 ποσοστιαίες μονάδες του Αλέξη Τσίπρα. Δεν έχει κανέναν μα κανέναν απολύτως λόγο να αποδεχτεί να διεξάγει ή να συμμετέχει σε ένα ντιμπέιτ -μια τηλεμαχία από την οποία μόνο αυτός μπορεί να βγει χαμένος και οι πολιτικοί του αντίπαλοι κερδισμένοι.
Επιπλέον ο Πρωθυπoυργός, κατά κοινή ομολογία επίσης ατόμων κοντά στο περιβάλλον του, αλλά και πολιτικών συντακτών κοντά στην Πειραιώς και το κόμμα της ΝΔ, δεν είναι ιδιαιτέρως φωτογενής, ούτε διαθέτει κάποιο ξεχωριστό επικοινωνιακό χάρισμα (όχι ότι διαθέτουν οι αντίπαλοί του, αλλά όπως προαναφέραμε, ο Πρωθυπουργός είναι εκείνος που αφενός θα «φαίνεται» περισσότερο και αφετέρου θα έχει να αποδείξει πράγματα και να πείσει τους τηλεθεατές).
Επιπλέον, συχνά πυκνά οι φωτογράφοι τον έχουν «συλλάβει» φωτογραφικά, τόσο στις δημόσιες, όσο και στις κατά καιρούς τηλεοπτικές του εμφανίσεις και συνεντεύξεις, να ιδρώνει πολύ και να σκουπίζει διαρκώς το μέτωπό του με ένα μαντήλι, όπως ο Νίξον το 1960.
Ο Κυριάκος Μητοστάκης λοιπόν, όντας μπροστά έστω με μικρή διαφορά, από τους αντιπάλους του δεν έχει κάνενα λόγο να προβεί σε μια κίνηση «πολιτικής αυτοχειρίας» και να εκθέσει τον τηλεοπτικά «ανώριμο» εαυτό του ενώπιον χιλιάδων τηλεθέατών.
Γιατί όταν σου λένε μέχρι και δημοσίως και μπροστά στα μικρόφωνα και τις κάμερες «χαμηλά το κεφάλι» [σ.σ: για να φαίνεται δήθεν ο πόνος και η οδύνη], τότε προφανώς και το επιτελείο σου θεωρεί ως… πολιτικό χαρακίρι (ή, κατά το ορθότερο, «σεπούκου») να βγεις και να εκτεθείς τηλεοπτικά απέναντι σε αντιπάλους με μεγαλύτερο «γκελ», ευφράδεια και, πιθανώς, άνεση λόγου – και, κυρίως και πρωτίστως, πολύ πιο δασκαλεμένους.
Τα ντιμπέιτ επηρεάζουν ελάχιστα τους ψηφοφόρους
Εξάλλου υπάρχουν και στοιχεία και έρευνες που μιλάνε για το πολιτικό «πουκάμισο αδειανό» των ντιμπέιτ. Οι τηλεμαχίες – τα προεκλογικά “ντιμπέιτ” στην τηλεόραση – έχουν ελάχιστη επίπτωση στη διαμόρφωση της γνώμης των ψηφοφόρων, οι οποίοι επηρεάζονται περισσότερο, σχετικά με το τι θα ψηφίσουν στις επερχόμενες εκλογές, από άλλες πηγές, όπως τα μέσα ενημέρωσης, πολιτικούς ακτιβιστές, φίλους ή άλλους πολίτες. Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα μιας νέας μεγάλης διεθνούς έρευνας σχετικά τις επιπτώσεις που έχουν οι προεκλογικές εκστρατείες στην ψήφο των εκλογέων.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Βίνσεντ Πονς της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ των ΗΠΑ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους περιοδικό οικονομικών επιστημών “The Quarterly Journal of Economics”, ανέλυσαν στοιχεία από 62 εκλογές σε δέκα χώρες (Αυστρία, Καναδά, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Σουηδία, Ελβετία, Βρετανία και ΗΠΑ) από το 1952 μέχρι πρόσφατα. Η προσοχή εστιάστηκε στη διαφορά ανάμεσα στο τι δήλωσαν πριν τις εκλογές οι ψηφοφόροι ότι θα ψηφίσουν και στο τι ανέφεραν μετά τις εκλογές ότι ψήφισαν τελικά.