Πρέπει να ήμουν 8-9 χρονών όταν ο θείος μου ο Γ., ο άνθρωπος δηλαδή που με μύησε στον σύμπαν του Ολυμπιακού, με πήγε στο Γεώργιος Καραϊσκάκης να παρακολουθήσουμε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Δε θυμάμαι τον αντίπαλο, αλλά, σαν παιδί, οι αισθήσεις και το μυαλό μου απορρόφησαν σαν σφουγγάρι όλα όσα έζησα, είδα, μύρισα και ακούμπησα. Θυμάμαι ακόμη την έντονη δυσοσμία από ούρα στα πέριξ του γηπέδου πριν περάσουμε το κατώφλι της Θύρας που βρισκόταν στο πέταλο του γηπέδου. Αν κλείσω τα μάτια μου, μπορώ επίσης με ακρίβεια να περιγράψω σε έναν σκιτσογράφο περίεργες φάτσες και φυσιογνωμίες που αντίκρυσα: αδύνατα κορμία με τζιν σωλήνες και μακριά μαλλιά, μπουφάν με κονκάρδες, μπλούζες metal και hard rock συγκροτημάτων -τώρα τα αναγνωρίζω, τότε απλώς μου φαινόντουσαν τρομακτικά-, πολύ τσιγάρο, κασκόλ, φωνές, μπύρες. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ήρθα σε επαφή με όλα τα στερεοτυπικά (πλέον) χαρακτηριστικά των λεγόμενων «φανατικών», «ανεγκέφαλων» και «χούλιγκαν» -καθρέφτης βέβαια μιας πραγματικότητας εκείνης της εποχής, αρχές 90s-, κάτι που με συγκλονίσε ως παιδί και ίσως διαμόρφωσε την άποψή μου για τα ελληνικά γήπεδα και τον κόσμο που πηγαίνει σε αυτά.
Αργότερα, και αφού μεγάλωσα, στον βαθμό που μπορούσα να πάω μόνος μου στο γήπεδο να παρακολουθήσω τον Ολυμπιακό χωρίς συνοδεία ενήλικα, ο δαφνοστεφανομένος του σήματος της ομάδας, ο Θρυλέων του μπάσκετ, η αδρεναλίνη του ποδοσφαίρου, τα ερυθρόλευκα και διάφορα συνθήματα έγιναν πάθος εντός ορίων – δεν ξέφυγα ποτέ στη συμπεριφορά μου.
Ωστόσο, αυτό το πάθος μετατρεπόταν σταδιακά σε βάσανο, οριακά μαρτυρικό.
Η υποστήριξη μιας ομάδας, ειδικά σε νεαρή ηλικία, συνήθως συνοδεύεται απ’ αυτή την τρέλα της μοναδικότητας – η ομάδα μου είναι η καλύτερη, οι παίχτες μου είναι οι καλύτεροι, εγώ είμαι (δηλαδή η ομάδα μου) και κανένας άλλος. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή και με τον έρωτα και τα πρώτα στάδια της αγάπης, που θεωρείς ότι αυτό που έχεις με τον άλλον, τα κοινά συναισθήματα και οι στιγμές που μοιράζεστε είναι τόσο μοναδικά που μόνο η μεταφυσική μπορεί να δικαιολογήσει αυτό το δέσιμο. Κι αν γι’ αυτές τις περιπτώσεις αφήνω υστερόγραφα, ότι όντως με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο το Σύμπαν, ας πούμε, μπορεί να σας έφερε κοντά γιατί έτσι ήταν γραφτό και έπρεπε, για τη σύνδεση που νιώθουμε με τις ομάδες μας δεν αφήνω πολλά περιθώρια. Η ανάγκη του «ανήκειν» μας εγκλωβίζει μέσα σε αυτές τις σχέσεις με τους συλλόγους, και μόνο αν δεχθούμε ισχυρές σφαλιάρες -όχι κυριολεκτικά- μπορούμε να δούμε πιο αποστασιοποιημένα και καθαρά που πάει αυτή η σχέση. Προσωπικά, με έστελνε πιο συχνά στα πατώματα απ’ ό,τι πλέον μπορούσα να αντέξω και να διαχειριστώ.
Κάθε χρονιά, δηλαδή κάθε αγωνιστική σεζόν, ξεκινούσε με όνειρα για κατακτήσεις τροπαίων και μεταγραφές που θα έκαναν τη διαφορά, ξεφτιλισμό εγχώριων αιώνιων και κλασικών αντιπάλων, σοβαρό χτίσιμο της ομάδας με αξιοπρεπές roster, ευρωπαϊκές πορείες και πολλές, μεγάλες στιγμές δόξας. Ποτέ, βέβαια, όλα αυτά δεν συνέβησαν ταυτόχρονα κι έτσι πάντα στο τέλος κάποιο όνειρο έμενε ανεκπλήρωτο – «γι’ αυτό, θα ζω, μ’ ένα όνειρο τρελό, ο Θρύλος να σηκώσει, το ευρωπαϊκό».
Ίσως, διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, να αναρωτίεσαι γιατί όλο αυτό μπορεί να είναι ψυχοφθόρο, αλλά τότε, ενδεχομένως, να μην έχεις δεθεί ποτέ συναισθηματικά με μια ομάδα – και μπράβο σου, γιατί σε αυτή την περίπτωση έχεις γλιτώσει από τα χειρότερα, όμως δεν έχεις ζήσει και τα καλύτερα. Αρκετοί, αν τους ζητήσεις να σου περιγράψουν έναν οπαδό, θα σου παρουσιάσουν έναν τύπο Ork σαν αυτά του “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”, έναν «αρούγκανο» όπως λέμε, που όταν μιλάει ακούγονται μόνο φωνήεντα, που δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή του, που ίσως να μην έχει ένα κάποιο μορφωτικό επίπεδο. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Το βασικό χαρακτηριστικό ενός οπαδού είναι του αρέσει να πονάει για την ομάδα του περισσότερο απ’ ό,τι να χαίρεται γι’ αυτήν – όπως ο τζογαδόρος που, όπως εύστοχα λέει ο Θέμης Καίσαρης του Sport24, «παίζει για να χάνει και όχι για να κερδίζει» γιατί «αυτό τον τρέφει». Η χαρά είναι στιγμιαία, παρουσιάζεται και φεύγει, άντε να κρατήσει μερικές ώρες. Ο πόνος, όμως, δεν απαλύνεται το ίδιο εύκολα. Σε ακολουθεί σε ό,τι κάνεις στα επόμενα 24ωρα, τυραννάει το μυαλό σου, σου ταράζει την ψυχή και σου θολώνει την κρίση. Και εγώ, τη σεζόν 2014-2015, συνειδητοποίησα ότι δεν αντέχω άλλο να πονάω, ή, πιο σωστά, «δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο, για άλλα δάκρυα δεν έχω πια καιρό».
Φεβρουάριος του 2015, λοιπόν. Παρκάρω έξω από ένα ζαχαροπλαστείο και, όσο μιλάω στο κινητό εκφράζοντας την έντονη απογοήτευσή μου, που ξεχείλωσε τα όριά μου, μετά τον αποκλεισμό από την ουκρανική Ντνίπρο, περνάνε από τα μάτια μου ενδεικτικές στιγμές που έχω κλάψει πονώντας για τον Ολυμπιακό. Σε εκείνο το μυθικό εκτός έδρας ματς με τη Λα Κορούνια που με βρήκε στο πάτωμα για πρώτη φορά, φυσικά στην κακή έξοδο του Ελευθερόπουλου στον αγώνα με την Γιουβέντους στον ΟΑΚΑ που μας στέρησε την είσοδο στους 4 τους Champions League, στον αποκλεισμό στους 16 του Ch.L. από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, στην απογοητευτική εμφάνιση με τη Λεβάντε, στον ταραχώδη αποκλεισμό του Europa με τη Μέταλιστ και πόσες ακόμα αντίστοιχες στιγμές που, σε συνδυασμό με το ανούσιο ξόδεμα budget σε παίχτες που δεν είχαν τις προδιαγραφές να προσφέρουν αυτά που έπρεπε και να καλύψουν τα εξώφθαλμα κενά της ομάδας κάθε χρονιά, με έκαναν να χάνω τον εαυτό μου. Επιπλέον, δε διέθετα καμία πίστη και σεβασμό στον πρόεδρο της ποδοσφαιρικής ομάδας, τον Βαγγέλη Μαρινάκη. Στη ζωή μου είχε ξεκινήσει να γράφεται ένα καινούργιο κεφάλαιο, το πιο συναρπαστικό απ’ όλα, αυτό που αφορούσε τον ερχομό της κόρης μου, και εγώ ήθελα μόνο χαρά. Έτσι, αφού η ομάδα μου δεν μπορούσε να μου την προσφέρει, αποφάσισα να αποτραβηχτώ.
Για την ακρίβεια, να την καθαιρέσω και να απομυθοποιήσω τη σημασία του να ακολουθείς έναν σύλλογο.
Πέρασαν από τότε 9 χρόνια και, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του μπάσκετ απ’ το οποίο ουσιαστικά δεν διέκοψα ποτέ τις επαφές μαζί του, δεν είχα ιδέα -ούτε διάθεση- τι συνέβαινε στο ποδοσφαιρικό τμήμα του Ολυμπιακού. Μάθαινα ξώφαλτσα κάποια πράγματα από τα social, αλλά δεν ενδιαφέρθηκα ξανά ουσιαστικά μαζί του. Μέχρι που μια μέρα ήρθε η Α., η κόρη μου, και μου είπε «ρε μπαμπά, γιατί δεν ασχολείσαι;», επηρεαζόμενη από τους συμμαθητές της. Στην προσπάθειά μου να της εξηγήσω, μέσα μου, σιγά σιγά, άνοιξε μια μικρή χαραμάδα που με ανάγκασε να κοιτάξω στο τώρα χωρίς να με νοιάζει το πριν.
Είδα λοιπόν τον Ολυμπιακό, μέσα από τα highlights στο YouTube, να προκρίνεται εντυπωσιακά απ’ τους 16 του Europa Conference League κάνοντας μια επική ανατροπή στον εκτός έδρας αγώνα με τη Μακάμπι Τελ Αβίβ και με ενθούσιασε με τον τρόπο που απέκλεισε την Φενερμπαχτσέ στους 8 της διοργάνωσης. Αυτό που έβλεπα δεν ήταν ο Ολυμπιακός που άφησα πίσω μου -υπήρξε η εξέλιξη που πάντα ήθελα και όσο καθυστερούσε τόσο με γέμιζε θλίψη-, οπότε αποφάσισα να τον παρακολουθήσω στην τηλεόραση, μετά από τόσα χρόνια, στον πρώτο αγώνα με την Άστον Βίλα στην Αγγλία. Σοκ και δέος. Η ομάδα που αγαπούσα κέρδισε άνετα με 2-4 την ομάδα που βρίσκεται στην 4η θέση της Πρέμιερ Λιγκ – μιλάμε για ανήκουστα πράγματα. Επιπλέον, για πρώτη φορά η ομάδα μου είναι στους 4 καλύτερους μιας ευρωπαϊκής διοργάνωσης – κάτι που το είχα ζήσει μόνο παίζοντας στο Football Manager. «Ρε συ, τι ζούμε;» βρέθηκα να γράφω σε φίλους μου στο Instagram – ποιος, εγώ, που μέχρι πριν δύο μήνες δεν ήξερα αν ο Ολυμπιακός παίζει ακόμη στο Γ. Καραϊσκάκης.
Και φτάσαμε στο χθες, Πέμπτη 9 Απριλίου 2024, μία ημερομηνία που δε θα ξεχάσουμε ποτέ. Ο Ολυμπιακός υποδέχεται στο γήπεδό του -όλα καλά, ακόμη εκεί παίζουμε- την Άστον Βίλα για τον επαναληπτικό αγώνα. Η ομάδα του Ουνάι Έμερι πρέπει να πετύχει 2 γκολ και μη δεχθεί κανένα για να πάει το ματς έστω στην παράτηση. Τι έγινε, τελικά; Στο 10ο λεπτό ο Ελ Καμπί -που είχε κάνει χατ τρικ στο Βίλα Παρκ- βάζει γκολ. 1-0, και η Α.Β. πρέπει τώρα να πετύχει 3 γκολ. Ξεκινάει το δεύτερο ημίχρονο, και ο Ολυμπιακός υπό τις οδηγίες του προπονητή του, Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ, στέκεται με αυτοπεποίθηση και χωρίς άγχος στον αγωνιστικό χώρο, ώσπου φτάνουμε στο 78’ και ο Μαροκινός σφραγίζει την πρόκριση της ομάδας στον τελικό του E.C.L. με το δεύτρο γκολ του στον αγώνα (το 5ο συνολικά στα ματς με την Άστον Βίλα).
Δεν έχουν ξαναγίνει αυτά τα πράγματα. Όχι μόνο εγώ, αλλά κανένας φίλαθλος ή οπαδός ελληνικής ομάδας δεν έχει ζήσει αντίστοιχες στιγμές. Ακόμη και τώρα που τα καταγράφω μου φαίνεται σαν ψέμα, ότι δεν μπορεί να ξάπλωσα το βράδυ με ένα παντελώς άγνωστο συναίσθημα που συνδέεται με την ομάδα μου. Και το πιο σημαντικό δεν είναι η πρόκριση στον τελικό του Europa Conference League μετά από ένα σετ αγώνων, αλλά ότι ο Ολυμπιακός παρουσίασε σε σερί αγώνες ένα πρόσωπο που δεν ξέραμε ότι έχει -απλώς το ονειρευόμασταν- και ότι αυτή η πρόκριση δεν τερμάτισε τις προσδοκίες, καθώς φαίνεται ότι η ομάδα του Πειραιά έχει μετατραπεί σε κάτι μη εγχώριο και θα πάει στον τελικό με αέρα και φιλοσοφία έμπειρικης, ευρωπαϊκής ομάδας για να κατακτήσει το τρόπαιο. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που με στεναχωρεί -τι πιο σύνηθες- σε όλο αυτό: θα πρέπει να αλλάξει ένα από τα πιο ωραία συνθήματα των ελληνικών γηπέδων. Το «γι’ αυτό, θα ζω, μ’ ένα όνειρο τρελό, ο Θρύλος να σηκώσει, το ευρωπαϊκό» δε θα έχει αξία μετά τις 29 Μαΐου αφού το όνειρο θα γίνει πραγματικότητα και ο Ολυμπιακός θα «σηκώσει» μέσα στην OPAP Arena της Νέας Φιλαδέλφειας το Άγιο Δισκοπότηρο, το «ευρωπαϊκό» που πάντα ονειρευόμασταν.
*Όπως καταλάβατε από τα παραπάνω, δεν μπορείς να αποτινάξεις -εύκολα- τα χρώματα της ομάδας σου από πάνω σου. Τουλάχιστον, στη δική μου περίπτωση, δε με βαραίνουν όπως παλαιότερα.