Η πρόσφατη εμμονή μου είναι να κατασκοπεύω τις αναγνωστικές συνήθειες των άλλων ανθρώπων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Στο δρόμο για τη δουλειά μου παίρνω πρώτα το λεωφορείο, και μετά τη γραμμή τρία του μετρό Νίκαια – Δουκίσσης Πλακεντίας – Αεροδρόμιο. Κάθε μέρα την ίδια ώρα. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο απ’ όλα, είναι να παρατηρώ γύρω μου όσους διαβάζουν. Την ηλικιωμένη κυρία, τον συλλέκτη σπάνιων εκδόσεων, τον νεαρό που σπουδάζει μαθηματικά, το κορίτσι που βάζει τα κλάματα στη σελίδα 247…
Παρά το γεγονός ότι ο χρόνος μάς έχει κατακλυστεί από τα ψηφιακά μέσα, smartphones, ταμπλέτες και eBooks, παρατηρώ συνεχώς ανθρώπους που εξακολουθούν να διαβάζουν πραγματικά βιβλία κατά τη διάρκεια της μετακίνησης τους από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο. Και όχι μόνο μικρά βιβλία τσέπης. Κάποιοι κουβαλούν μαζί τους μεγάλα και ογκώδη βιβλία.
Κάθε φορά που παρατηρώ κάποιον με ένα βιβλίο στη διαδρομή, προσπαθώ να ρίξω μια κλεφτή ματιά στο εξώφυλλο για να διαπιστώσω ποιο βιβλίο είναι, αλλά και να βγάλω διάφορα συμπεράσματα για τον ίδιο αλλά και για την κοινωνία μας.
Αν και έχω μεγάλη περιέργεια, ντρέπομαι να ρωτήσω κάποιον τι διαβάζει, το βρίσκω πολύ παρεμβατικό. Αφήστε που αυτό αφαιρεί τη διασκεδαστική περιπέτεια από την προσπάθεια να ανακαλύψεις τον τίτλο του βιβλίου χωρίς να ενοχλήσεις τον αναγνώστη.
Από τότε που άρχισα να κατασκοπεύω βιβλία στο μετρό, ο ελεγκτής εισιτηρίων έχει γίνει κατά κάποιο τρόπο «συνεργός στο έγκλημα». Κάθε φορά που μπαίνει στο βαγόνι και αρχίζει να φωνάζει «Εισιτήρια, παρακαλώ!», κάθε αναγνώστης βάζει ένα δάχτυλο ή έναν σελιδοδείκτη στο βιβλίο του και το κλείνει, είτε το βάζει στα γόνατά του, είτε το ισορροπεί στην τσάντα του, είτε το χώνει κάτω από το μπράτσο του. Η τέλεια ευκαιρία για μένα να κάνω μια γρήγορη σημείωση του τίτλου και του συγγραφέα.
Αν αυτός ο ακούσιος βοηθός δεν κάνει την εμφάνισή του, η καλύτερη ευκαιρία μου είναι όταν ο αναγνώστης σηκώνεται για να κατέβει σε μια στάση. Καταγράφω τους περισσότερους τίτλους όταν το εν λόγω βιβλίο κλείνει και μπαίνει στη θέση του. Για καλή μου τύχη, πολλοί άνθρωποι κατεβαίνουν στη δική μου στάση, στο Μοναστηράκι.
Σήμερα ήταν μια ιδιαίτερα καλή μέρα για κατασκοπεία βιβλίων: το πρώτο βιβλίο που εντόπισα ήταν ήδη στις 8.15 το πρωί. Μια νεαρή κοπέλα στεκόταν στην αποβάθρα όταν κατέβηκα από τον συρμό και είχε σχεδόν χωμένη τη μύτη της σε αυτό. Διάβαζε «Το ημερολόγιο του Χειμώνα», μία διασκεδαστική και ταυτόχρονα μελαγχολικά ευαίσθητη καταγραφή της ζωής του συγγραφέα Paul Auster, από την παιδική του ηλικία μέχρι σήμερα. Τόσο πολύ ήταν απορροφημένη στην ιστορία της που παραλίγο να μην προλάβει το κλείσιμο των θυρών.
Μπαίνοντας στο λεωφορείο, το επόμενο βιβλίο ήταν ακριβώς δίπλα μου. Παραλίγο να ρωτήσω τη γυναίκα τι διάβαζε, αλλά καθώς έπρεπε να σηκωθεί για να με αφήσει να περάσω, μπόρεσα να πιάσω τον τίτλο με την άκρη του ματιού μου όταν αυτή έκλεισε στιγμιαία το βιβλίο για να σταθεί. Διάβαζε σε αγγλική έκδοση το βιβλίο της Αφροαμερικανίδας ποιήτριας Maya Angelou «Mom and Me and Mom», που εξιστορεί την περίπλοκη σχέση της με τη μητέρα της.
Στο μετρό μετά τη δουλειά εντόπισα ένα πλήθος τεσσάρων βιβλίων ταυτόχρονα. Δύο απέναντί μου και άλλα δύο στον διάδρομο. Δεν υπήρχε ούτε ένας αναγνώστης ηλεκτρονικών βιβλίων στον ορίζοντα. Ήταν λίγο δύσκολο να προσπαθήσω να δω όλα τα εξώφυλλα – και μετά να προσπαθήσω να τα θυμηθώ – αλλά ως συνήθως στάθηκα τυχερή. Ένα κορίτσι άφησε το βιβλίο κάτω για να απαντήσει στο τηλέφωνό της, ένας άλλος ξαφνικά κράτησε το βιβλίο μπροστά στο πρόσωπό του, και ούτω καθεξής. Η μία κοπέλα κρατούσε στα χέρια της το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» του Jonathan Coe που περιγράφει τη Βρετανία που ανέδειξε τη Margaret Thatcher ως σύμβολο ενός συλλογικού κακού χαρακτήρα. Ενώ ένα αγόρι ήταν βυθισμένο μέσα σε ένα πανεπιστημιακό σύγγραμμα οικονομικών μαθηματικών. Ένας κύριος παραδίπλα μελετούσε με περίσσια συγκέντρωση το βιβλίο του λαογράφου Βασίλη Νιτσιάκου, «Εθνο-Οικο-Τοπικά», που αφορά το βλάχικο ζήτημα.
Τους κοιτάζω όλους με περιέργεια και ενδιαφέρον για τα αναγνώσματά τους, τα πάθη τους, και την ποικιλομορφία των θεμάτων που μπορεί να δώσει χρώμα σε μια διαδρομή τόσο μονότονη, τόσο προβλέψιμη. Γιατί πάντα φανταζόμουνα, όπως και ο Χορχέ Λούις Μπόρχες, ότι ο Παράδεισος θα είναι ένα είδος βιβλιοθήκης άρα όσοι κατευθυνθούν προς τα εκεί θα πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένοι.