Χάρη στην πρόσφατη επιτυχία της σειράς Stranger Things το τραγούδι της Kate Bush επέστρεψε στην κορυφή των charts σχεδόν σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Το γεγονός σχολιάστηκε διεθνώς τόσο ως ατράνταχτο επιχείρημα της λειψυδρίας νέων ιδεών στην εποχή μας, όσο και σαν κορυφαία στιγμή της παρελθοντολαγνείας που μας μαστίζει καθόλη την πορεία αυτού του καινούργιου αιώνα. Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα αντικρούεις ένα τέτοιο επιχείρημα. Σε ένα πρόσφατο ταξίδι στη Νέα Υόρκη με φοιτητές διαπίστωσα ότι ήταν ελάχιστοι αυτοί που δεν γύρισαν στην Ελλάδα με τουλάχιστον μια φωτογραφική μηχανή Polaroid ή/και κάθε τύπου αναλογική μηχανή με φιλμ. Τι έχει συμβεί; Αυτή η κοινότητα ψαγμένων Millenials (ή μήπως Generation Z) έχει περιγραφεί από πολυάριθμους μελετητές ως απόλυτα αποκομμένη από τα υλικά αγαθά.
Παρακολουθώντας την Ιστορία της Τέχνης, αλλά και την Ιστορία των Κοινωνικών Αλλαγών ή των Τεχνολογικών Εξελίξεων, κανείς έχει την αίσθηση ότι πρόκειται για μια αλληλουχία συντριβής ταμπού και προκαταλήψεων που κυριαρχούσαν για αιώνες. Και είναι αλήθεια, μέσα σε έναν με ενάμιση αιώνα συνέβησαν καταιγιστικές αλλαγές σχεδόν σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ελάχιστη σχέση έχει ο κόσμος μας με την προνεωτερική κατάσταση. Όμως, όλες αυτές οι αλλαγές δεν έγιναν κατανοητές από τις μεγάλες μάζες των κοινωνιών μας, σίγουρα δεν άρεσαν σε όλους. Σε κάθε τέτοια μεγάλη αλλαγή οι μεγαλύτεροι σε ηλικία προσπαθούσαν να υποστηρίξουν πόσο ουσιαστικές ήταν οι αλλαγές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικής τους νεότητας και πόσο ανούσιες αυτές των επόμενων γενιών. Και σιγά σιγά, πολέμιοι των νεωτερισμών και των αλλαγών συσπειρώθηκαν μαζί με τα ηλικιωμένα και τα συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας και άρχισαν να ψελλίζουν: «κάτι πήγε λάθος». Η πρώτη μεγάλη νίκη μιας παρελθοντολαγνείας στη σύγχρονη εποχή ήταν η αποδοχή των μεταμοντέρνων ιδεών μετά τη δεκαετία του ’70.
Είναι κρίση, ασφαλώς. Είναι αδιέξοδο, προφανώς, όμως όχι τόσο πολλοί είναι διατεθειμένοι να το παραδεχτούν. Ποια είναι η λύση όμως; Όχι ασφαλώς η επιστροφή σε ένα ένδοξο παρελθόν όπου όλα ήταν ωραία. Όχι ασφαλώς η χρήση της Ιστορίας ως zapping, όπου ο καθένας ανάλογα με τα γούστα του, θέλει να γυρίσει στην “κορυφαία στιγμή της”, είτε αυτή η “κορύφωση” είναι η Αναγέννηση, ο Εμπρεσιονισμός, η Ρωσική Πρωτοπορία, το Dada, το Fluxus, α, βέβαια σ’ αυτή τη χώρα έχουμε κι αυτούς (όχι καλλιτέχνες συνήθως) που νοσταλγούν μια επιστροφή στον Χρυσούν αιώνα του Περικλή. Όχι ασφαλώς δεν γίνεται να επιστρέψουμε σε κάτι από όλα αυτά γιατί το έχουμε ήδη κάνει στα πλαίσια της Μεταμοντέρνας κατάστασης που βιώνουμε εδώ και σχεδόν μισό αιώνα. Άρα ναι, έχουμε ήδη επιστρέψει σε βίλες με κίονες στην ελλαδική επαρχία, σε ζωγραφικές με “γλυμμένο” ρεαλισμό, σε κάθε μορφής αναβίωσης, νεο-νταντά, νεο-φλούξους, νεο-περφόρμανς,… Πραγματικά δεν υπάρχει όριο, κάθε απόψυξη παλιάς αξίας είναι δυνατή, κάθε συνδυασμός-κοκτέιλ διαφορετικών συστατικών είναι πιθανός, αυτό που δεν ειναι δυνατόν είναι να γυρίσουμε σε μονο-πολιτισμικές κοινωνίες όπου μόνον ένα αισθητικό πρότυπο επικρατεί.
Ίσως είναι η δεκαετία του ’80 που σηματοδοτεί μια τεράστια αλλαγή, που μετασχηματισμένη θα φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Ανεξάρτητα από το πώς θ’ αξιολογήσει κανείς τα χρόνια του ’70 θα πρέπει να ομολογήσει ότι τα οράματά τους έληξαν απότομα. Και δεν μπορώ να φανταστώ πιο παράταιρες δεκαετίες από αυτές του ’70 και του ’80: η δεύτερη έμοιαζε να κάνει το απολύτως αντίθετο από την προηγούμενη. Ένα οιδιπόδειο σύμπλεγμα σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Έξαλλη κοινωνικοποίηση η πρώτη, απόσυρση και ατομικισμός η δεύτερη. Ρήξη σχεδόν όλων των δεδομένων και συμβάσεων η πρώτη, επιστροφή στην τάξη του τελάρου και την εμπορευματικότητα η δεύτερη. Όργια η πρώτη, Aids η δεύτερη. Σήμερα, ολοένα και περισσότερο τείνουμε να συμφωνήσουμε ότι τα 70s έδωσαν τη θέση τους σε κάτι πολύ χειρότερο, καλλιτεχνικά, πολιτισμικά, πολιτικά και κοινωνικά.
Ο Eric Hobsbawm το θέτει καλύτερα: «Η ιστορία της εικοσαετίας μετά το 1973 είναι η ιστορία του κόσμου που έχασε τα υποστηρίγματά του και γλίστρησε προς την αστάθεια και την κρίση. Κι όμως μέχρι τη δεκαετία του ’80 δεν ήταν σαφές πόσο ανεπανόρθωτα είχαν ραγίσει τα θεμέλια της χρυσής εποχής.» Τα πρώτα χρόνια μετά το ’80, ίσως ως αντανακλαστική μεταθανάτια κίνηση, η ελληνική τέχνη χορεύει ακόμη στους ρυθμούς του ’70. Μετά το 1980 ο Σοσιαλισμός ήταν στην εξουσία, άρα το κύρος του ως δύναμη αμφισβήτησης υπέστη μεγάλο πλήγμα και μια νέα κουλτούρα της ευδαιμονίας και του κεφιού έβγαινε στην επιφάνεια. Σ’ αυτή τη δεκαετία το κούρεμα έγινε επιτακτική και σοβαρή υπόθεση, ο κόσμος επέστρεψε στα γήπεδα, με μεγαλύτερο ακόμη φανατισμό από την εποχή της χούντας, το σκυλάδικο τραγούδι μπήκε στα σαλόνια, η λέξη “κάμπριο” μπήκε στην καθομιλουμένη, όπως και τα life style περιοδικά. Fuck Art, Let’s Dance.
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια αυτής της τόσο παρεξηγημένης δεκαετίας του ’70, μια γενιά (ό, τι κι αν σημαίνει αυτό) είχε το δικαίωμα (έστω) να μιλάει για πρωτοπορία. Σήμερα κάτι τέτοιο είναι απλά αδιανόητο. Ελάχιστοι οραματίζονται το μέλλον σαν κάτι παραπάνω από μια αντιγραφή του παρόντος -μερικές φορές καλύτερη, συνήθως χειρότερη… Κατά τη δεκαετία του ’80 ένας γενικευμένος νεοσυντηρητισμός και μια επιστροφή σε παραδοσιακές αξίες διαπερνάει τις δυτικές κοινωνίες, παράλληλα με την άνοδο σοσιαλιστικών κομμάτων σε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Τη δεκαετία του ’80 (ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας) το αίτημα της νεωτερικότητας αντικαθίσταται από φόρμες “ευχάριστες” στις αισθήσεις: ο αρχιτεκτονικός μπρουταλισμός και η λιτότητα του μοντέρνου κινήματος δίνει τη θέση της στον μεταμοντέρνο εκλεκτικισμό, η “σκληρή” avant garde του Stockhausen στον μελωδικό μινιμαλισμό του Philip Glass, οι εικαστικές δράσεις και εγκαταστάσεις στην επιστροφή της διακοσμητικής ζωγραφικής και την αναστήλωση του κύρους των εμπορικών γκαλερί. Ο Francis Fukuyama έγραφε ότι το τέλος της ιστορίας θα είναι ένα πολύ θλιβερό γεγονός. Στη μετα-ιστορική εποχή, δεν θα υπάρχει ούτε τέχνη, ούτε φιλοσοφία. Μόνο η στο διηνεκές συντήρηση του μουσείου της ανθρώπινης ιστορίας. Στην Ελλάδα σήμερα η τέχνη μοιάζει να έχει απλώς το όχημα για την ανάπτυξη της καριέρας στελεχών του κλάδου. Το παιχνίδι στα εικαστικά σταμάτησε. Ο πειραματισμός στην τέχνη μοιάζει πλέον εκκεντρικότητα του περιθωρίου. Τα Στελέχη Προοδεύουν. Και η δεκαετία του ’90; Και αυτή η τωρινή (συνήθως δεν έχει όνομα); Τι έφεραν αυτές; Και με ποιανών τα οράματα είναι πιο κοντά; Η ερώτηση μοιάζει ρητορική αφού μπορεί να υπονοείται ότι ισχύει κάτι σαν αναβίωση των 70s. Πράγματι, μορφολογικά υπάρχουν στοιχεία για να επικαλεστεί κανείς κάτι τέτοιο: πολιτική ρητορεία, συλλογικές πρωτοβουλίες, έξαρση των μέσων της περφόρμανς, των εγκαταστάσεων, του βίντεο, οι κοινωνικές διαδικασίες στα εικαστικά ή η μαζική πλέον χρήση της τεχνολογίας σ’ αυτή την παραγωγή δείχνουν ότι, παράδοξα, τα 70s μοιάζουν πιο κοντά στο σήμερα από τα 80s.
Όμως παρά τις φαινομενικές ομοιότητες ή τις αναβιωτικές τάσεις τα σημερινά εικαστικά διαπερνώνται από έναν άγριο κυνισμό. Νέοι «άγριοι» καλλιτέχνες θα σκότωναν για ένα συμβόλαιο με γκαλερί, πολιτικοποιημένοι περφόρμερ παράγουν έργα ειδικά για πωλήσεις και στολίζουν ακριβά ξενοδοχεία, οι φοιτητές περιμένουν στη σειρά για το επόμενο βραβείο ή για άρθρο σε lifestyle περιοδικό, η «πρωτοπορία» σήμερα μοιάζει έτοιμη να ξεπουληθεί πριν καν κάνει την επανάστασή της. Αν βέβαια αυτό ήταν ποτέ στις προθέσεις της. Η διανόηση και η θεωρία δεν είναι (φυσικά) σε καλύτερη κατάσταση. Οι συχνά επίπονα ασκητικές διαδικασίες συλλογής γνώσης δεν έχουν θέση σε γενιές πολύ πιο επιρρεπείς στην καλοπέραση. Οι νέοι θεωρητικοί αποδεικνύονται πολύ πιο φτωχοί χρήστες του νεοελληνικού λεξιλογίου (μιας πολύ πιο φτωχής νέο-νεοελληνικής μονοτονικής και απλοποιημένης γλώσσας). Και δυστυχώς και τα αγγλικά τους δεν είναι πολύ καλύτερα. Μπορούν άραγε τα αιτήματα εκείνης της εποχής να αναβιώσουν, μπορεί το γενικό πνεύμα της να ξαναποκτήσει σημασία; Ίσως το πιο χαρακτηριστικό πράγμα που μπορεί να πει κανείς γι’ αυτή την εποχή είναι ότι δεν θα μπορούσε να έχει συνέχεια αλλά ούτε και να επαναληφθεί (οι κάθε είδους αναβιώσεις του «Πνεύματός» της έμειναν συνήθως κενές νοήματος, στιλιστικές ασκήσεις ύφους. Σήμερα μας ζητείται διαρκώς να διαλέξουμε μεταξύ της υπάρχουσας κατάστασης και κάτι χειρότερου. Άλλες εναλλακτικές προτάσεις δεν φαίνεται να υπάρχουν. Έχουμε εισέλθει στην εποχή της συναίνεσης, μέσα στην οποία διαμορφώνουμε τις ζωές, τις οικογένειες και τις σταδιοδρομίες μας, έχοντας ελάχιστη προσδοκία ότι το μέλλον θα διαφέρει από το παρόν. Ή, με άλλα λόγια, ένα ουτοπικό πνεύμα –μια αίσθηση ότι το μέλλον θα μπορούσε να υπερβεί το παρόν- έχει εξαφανιστεί. «Στα τριάντα πέντε σαράντα έτσι κι αλλιώς όλοι είμαστε αναγκασμένοι να ομολογήσουμε ότι φοράμε τους γονιούς μας κατάσαρκα», γράφει ο Παπαγιώργης. «Όσο κι αν επαναστατήσει κανείς για να απαλλαγεί από τον ζυγό της οικογένειας, το αίμα δεν ξεχνάει –αυτό, άλλωστε, είναι το αληθινό μυαλό.» Τη γενιά του ’70 η δική μου γενιά την κληρονόμησε. Όπως κάθε καλός νεωτεριστής, προσπάθησε να τη σκοτώσει -το ίδιο έκαναν κι αυτοί με τους προηγούμενούς τους. Μετά, πολύ μετά, συνειδητοποίησε πόσα κοινά στοιχεία έφερε μέσα της. Στο τέλος, δηλαδή τώρα, σχεδόν ταυτίστηκε γιατί θεώρησε ότι –τουλάχιστον- αυτοί κάτι διεκδίκησαν. Έστω κι αν απέτυχαν…
Ο Dave Hickey, ένας κριτικός που επιδιώκει μια επιστροφή στη νόρμα υποστηρίζει ότι το ωραίο είναι κάτι «που διεγείρει την οπτική απόλαυση στον θεατή και κάθε θεωρία της εικόνας, η οποία δεν θεμελιώνεται στην απόλαυση του θεατή, θέτει σε αμφιβολία την αποτελεσματικότητά της και καταδικάζει τον εαυτό της σε ασυνέπεια.» Είναι αδύνατον να προσδιοριστεί επακριβώς, αλλά ένα μεγάλο ποστό της κοινωνίας μας φέρεται να επιζητεί μια Επιστροφή στις παλιές Καλές Αξίες. Είναι επίσης, μάλλον, αδύνατον να προσδιοριστεί σε τί βαθμό είναι έτοιμο να φτάσει προκειμένου να επιτύχει κάτι τέτοιο. Ή το πόσο «πίσω» επιθυμεί να γυρίσει. Τα συμπτώματα αυτών των τάσεων ανακαλύπτουμε, συχνά έκπληκτοι, σε περιόδους εκλογών, δημοψηφισμάτων ή συλαλλητηρίων. Και πάλι δεν μπορούμε, ακόμη τουλάχιστον, να είμαστε σίγουροι αν όλα αυτά είναι απλώς κινήσεις διαμαρτυρίες ή συγκροτημένες προθέσεις για μια δραστική αλλαγή παραδείγματος. Η τηλεοπτική σειρά Handmaid’s Tale [Η Ιστορία μιας Υπηρέτριας] περιγράφει μια κοινωνία στο κοντινό μέλλον όπου, μετά από πραξικόπημα Φονταμενταλιστών Χριστιανών, τμήμα των Η.Π.Α. έχει γίνει ανεξάρτητο κράτος, με το όνομα Γκιλίντ, όπου εφαρμόζονται αυστηρές αρχές, όχι πολύ διαφορετικές από αυτές του Ισλαμικού Νόμου Σαρία. Οι γυναίκες απαγορεύεται να δουλεύουν και βρίσκονται έγκλειστες κατ’οίκον ενώ μια σειρά από “αμαρτίες” και “παρεκκλίσεις από τη νόρμα” έχουν παταχθεί και απαγορευτεί. Η σειρά γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ίσως γιατί μας θύμιζε ότι η εφαρμογή ενός Χριστιανικού Φονταμελισμού θα είχε αποτελέσματα, ουσιαστικά όχι διαφορετικά από τα αυστηρά μουσουλμανικά κράτη της εποχής μας. Στη χώρα μας η σκια ενός τέτοιου πεπρωμένου από δεκαετίες, δεν έχει φύγει από το προσκήνιο: Μαθήματα θρησκευτικών, Παπάδες στη Βουλή, Εικόνες σε Δικαστήρια και Νοσοκομεία, σε συνδυασμό με έναν ακραίο εθνικισμό, ξενοφοβία, συνομωσιολογία και αλυτρωτικά συνθήματα. Κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων συντηρητικών διεκδικήσεων είναι η εξιδανίκευση ενός, συνήθως μακρινού αλλά συχνά –κατα περιπτωση- αρκετά κοντινού, παρελθόντος.
Η παρελθοντολαγνεία είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό που εμφανίζεται τόσο σε εθνικιστές, υπερσυντηρητικούς και φασίστες, όσο και σε χίπστερς, χωρίς αυτό να σημαίνει –ασφαλώς- ότι αυτοί οι τελευταίοι έχουν οποιαδήποτε ιδεολογική συγγένεια με τους πρώτους. Όπως επίσης είναι προφανές ότι άλλο Παρελθόν επικαλούνται οι Νεο-Φασίστες και άλλο οι Χίπστερς. Για τους εθνικιστές και τους υπερσυντηρητικούς η επιστροφή στις παλιές καλές μέρες ανακαλεί το αίσθημα της ασφάλειας που φαίνεται πως τονίζει στους οπαδούς τους τότε πριν έρθουν αυτοί οι «ξένοι» και έρθουν τα «πάνω κάτω» με την κατάλυση των παραδοσιακών αξιών. Για τους φασίστες είναι βασικό χαρακτηριστικό η ανάκληση ενός «ένδοξου παρελθόντος», μιας «συνεχούς και αδιαρραγούς ιστορικής συνέχειας», ως απόδειξη της ανωτερότητας της φυλής τους απέναντι στις άλλες. Για τους χίπστερς η παρελθοντολαγνεία είναι κάτι περισσότερο κοντά σε ένα μεταμοντέρνο αχρονικό μπλέντερ όπου μπερδεύονται όλες οι αναφορές που αρέσουν σε κάθε χίπστερ που σέβεται τον εαυτό του, όλες ανακατεμένες όμως μεταξύ τους και, προφανώς, αποιδεολογικοποιημένες και εκτός πλαισίου. Έτσι λοιπόν στον χώρο της μουσικής, το κατ’ εξοχήν ιδανικό πεδίο του Χιπστερισμού όλα τα βασικά συστατικά που βγήκαν στον αφρό την τελευταία δεκαπενταετία και έγιναν αποδεκτά από τη life style δημοσιογραφία μπερδεύονται αρμονικά μεταξύ τους: τα Ρεμπέτικα με Χαβάγιες, η Αιθιοπική Τζαζ, τα ποντιακά πρωτό-techno, το Kraut Rock, η Καμποτζιανή Ψυχεδέλεια, οι Noise και οι Drone εκφορές, και, κυρίως, η λατρεία για κάθε είδους vintage ηλεκτρονικά όργανα του παρελθόντος. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες θα πιστέψουν ότι υπερβάλλουμε. Για ένα τέτοιο παράδειγμα από την τρέχουσα ελλαδική σκηνή διαβάζουμε στη free press, πλέον μάλλον πιο πολύ διαδικτυακή, εφημερίδα Lifo: «To νέο μουσικό πρότζεκτ που αποτελείται από τον ***** και τον ***** προσεγγίζει την electronica μέσα από vintage ψυχεδελικούς ήχους, αναλογικά synthesizers και μελωδικές γραμμές στα φωνητικά.» Ενώ οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αυτοπροσδιορίζουν τις επιρροές τους: «Οι ’70s και ’60s αναφορές είναι αυτές που αποτέλεσαν κοινό τόπο και αφετηρία έμπνευσης και δημιουργίας. Τρέλα για τα αναλογικά συνθεσάιζερ και τον βίντατζ ήχο, τη ’60s garage pscychedelic rock σκηνή και ειδικά της περιόδου 1967-69, (Elecrtric Prunes, The Seeds, The 13th Floor Elevators), τη ’70s turkish psychedelic anatolian rock folk σκηνή καθώς τους ’70s και ’80s ηλεκτρονικούς ήχους των Tangerine Dream.»
Για τη διαδικασία ανάσυρσης «χαμένων διαμαντιων του παρελθόντος» ή για τη μυθοποίηση νοσταλγικών προσπαθειών έγραφε ο Άγγελος Κυρούσης (“Το hype του Kamasi”, Humba, τ. 22, 2016): «Ένας καλός δίσκος, όπως χιλιάδες ακόμη, βαφτίστηκε μεγαλειώδης ελλείψει άλλων, επικός λόγω άγνοιας, σπουδαίος στα κιτάπια της εναλλακτικής μουσικής πραγματικότητας, γιατί ψάρωσε από την επιβλητική αφάνα του Kamasi στο τρίωρο έργο του, τις αράδες του Giles, το 8.6 του Pitchfork. Πρόκειται για τη διαρκώς επιβεβαιωμένη ματαιότητα του μουσικού συστημικού και μη μηχανισμού, να πασχίζει με εμμονική προσήλωση να μας πείσει ότι πράγματι παράγει κάτι νεωτερικό και σπουδαίο. Σε ένα παράλληλο σύμπαν του παράδοξα ευπώλητου (στα limited πλαίσια) Epic, οι αισθητά φθηνότερες εκδόσεις δίσκων των Mingus, Miles, Lateef, Leon Thomas και δεκάδων άλλων, μαζεύουν λίγη ακόμη σκόνη από την ακινησία μέσα στο χρόνο. Η μαζικότητα, η κοινή αποδοχή για το χτες, έχουν μια ασφάλεια που δεν διαρρηγνύεται πια, οπότε το εγγενές ζητούμενο του obscure θα κρατήσει ακέραια μα κι ακούνητα τα albums που αποτελούν δεδομένα κεφάλαια στα μουσικά κιτάπια. Το στερεότυπο λέει πως σε τούτο το μουσειακό ηχόχρωμα, στη jazz των λαμπάτων ενισχυτών και των ακριβών rvg εκδόσεων, ο Kamasi Washington ανανέωσε το είδος. Εντούτοις απέδωσε ένα ειλικρινή φόρο τιμής στους ήρωες του, με τον τρόπο που 9 χρόνια οι Build An Ark υπενθύμισαν την παρέα της Tribe, καταπώς ο Leon Bridges κατέθεσε τη δική του αφιέρωση στο Sam Cooke, ο Nat Birchall στον Coltrane και ο Jack White στους Led Zeppelin. Τίποτα περισσότερο και τίποτε λιγότερο, την ώρα που όλο και πιο πολλά από όσα αξίζουν να ειπωθούν παραμένουν εκτός ατζέντας. Από όσα πραγματικά θα κρατούσαν και θα έμπαζαν στο κόλπο έναν αληθινό επισκέπτη κι όχι ένα με το ζόρι εντυπωσιασμένο τουρίστα.»
Προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έγινε πια φανερό ότι οι καινούργιες ιδέες είχαν κάνει τον κύκλο τους. Στη ζωγραφική είχε επιστρέψει γερά η αναπαραστατική ζωγραφική. Στη μουσική η αναβίωση των garage bands της δεκαετίας του ’60. Νομίζω ότι η δεκαετία του ’90 θα ταυτιστεί με το κοινωνικό φαινόμενο της techno και της ηλεκτρονικής μουσικής. Όμως μαζί του κάθε είδους αναβιωτικές διαδικασίες άρχισαν να βγάζουν από τη ναφθαλίνη τη δεκαετία του ’70 το glam rock (ταινία….) ή την prog rock (Radiohead-OK Computer).
Η δεκαετία του 90 ήταν η τελευταία δεκαετία με διακριτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Πολλοί διαφωνούν και με αυτό ακόμη, παραπέμποντας στην προηγούμενη δεκαετία. Αν αναβιώσαμε διαδοχικά τα 60s, τα 70s, τα 80s και φτάσαμε (πρόσφατα) στα 90s τότε τι μένει πλέον; Θεωρώ αδιανόητο να αναβιώσουμε κάποτε τα 00s ή τα 10s. Όχι επειδή δεν παρήχθηκαν σημαντικά πολιτισμικά έργα (ασφαλώς και παρήχθηκαν) αλλά γιατί δεν υπάρχουν πλέον τα διακριτά χαρακτηριστικά με τα οποία μπορούμε να τις ταυτίσουμε.