Η Ελλάδα έμαθε να μιλά για την παγκοσμιοποίηση κάπως αργά, σαν ένας μαθητής που μπήκε καθυστερημένος στο μάθημα και προσπαθεί να καταλάβει τις ασκήσεις χωρίς να έχει ακούσει καν την εκφώνηση. Για δεκαετίες, η λέξη ακουγόταν σαν μακρινός βόμβος από τις ειδήσεις του CNN, σαν κάτι που συνέβαινε αλλού: στο Σιάτλ των διαδηλώσεων, στις Βρυξέλλες των συνόδων κορυφής, ναι, και στα εργοστάσια της Κίνας και της Ασίας.

Στα ’90s, πιπιλίσαμε αυτή τη λέξη στα χείλη μας με το ύφος που έχουμε απέναντι σε κάθε καινούριο gadget: «παγκοσμιοποίηση» σήμαινε τότε το σούπερ μάρκετ με τα εισαγόμενα, το πρώτο IKEA στη Θεσσαλονίκη, το MTV που έπαιζε ακόμα 24 ώρες. Κάποιοι την έβλεπαν σαν υπόσχεση «να γίνουμε Ευρώπη», άλλοι σαν κατάρα που θα ισοπέδωνε το χωριό τους σε μια αλλόκοτη, αλλά πάντα νέα, γραμμή παραγωγής.

Στις αρχές των ’00s, η λέξη φόρεσε κοστούμι. Ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004, το νέο αεροδρόμιο, η αίσθηση πως η Αθήνα μπαίνει στο δίκτυο των «μεγάλων πόλεων». Στην πραγματικότητα μπαίναμε στο δίκτυο των τραπεζικών δανείων, αλλά τότε δεν το καταλαβαίναμε.

Η πραγματική μας συνάντηση με την παγκοσμιοποίηση ήρθε πιο βίαια: το 2010, όταν τα spreads και τα μνημόνια έγιναν καθημερινές λέξεις, και μάθαμε ότι η ζωή μας ρυθμίζεται όχι στην πλατεία του χωριού ή της κοινότητας, αλλά στις αίθουσες εξουσίας του Λουξεμβούργου. Εκεί η «παγκοσμιοποίηση» σταμάτησε να είναι ακαδημαϊκή συζήτηση και έγινε μισθός, απόλυση, κατάσχεση.

Κι έτσι φτάνουμε στο 2025. Η Ελλάδα μιλάει για την παγκοσμιοποίηση όπως μιλάει κάποιος για τον συγκάτοικο που δεν διάλεξε, αλλά μένει μόνιμα στον καναπέ στο σαλόνι: άλλες φορές βρίζοντας, άλλες φορές αφήνοντας τα ρούχα του εκεί που δεν θέλουμε, πάντα, όμως, με μια παράξενη αποδοχή. Και πάντα με εκείνη τη μόνιμη απορία: Ποιος το έβαλε αυτόν στο σπίτι; Ποιος του έδωσε κλειδιά;

Η παγκοσμιοποίηση στην Ελλάδα του ’25 δεν μοιάζει με καμιά θεωρία σε κάποιο φοιτητικό αμφιθέατρο, μοιάζει με κάποιο ρομπότ ντελιβερά που βραχυκυκλώνει στα στενά της Κυψέλης. Βγάζει σπίθες μπροστά σε κλειστά μαγαζιά με ρολά κατεβασμένα, ενώ στην οθόνη του αναβοσβήνει το μήνυμα «Μισή τιμή, προλάβετε, μόνο σήμερα».

Κάποτε οι πιο σοφοί και οι πανεπιστημιακοί μας έλεγαν για «ομοιομορφία» και «πολυμορφία». Στην Ομόνοια και τους δρόμους γύρω από αυτή είναι και τα δύο μαζί: από τη μια ο καφές με το φτηνό ίντερνετ, από την άλλη ο Ασιάτης που σου πουλάει κάρτες κινητής απ’ όλο τον πλανήτη. Και κάπως έτσι, όλοι χώνονται στο ίδιο ρημάδι το feed, και όλοι πληρώνουν με κάρτες που χρεώνονται από servers στην Ιρλανδία. Ωστόσο στην Ελλάδα του ’25η παγκοσμιοποίηση ξεκινά κάθε φορά που το μηχάνημα πληρωμής γράφει «Σφάλμα», επειδή έχει χαλάσει το POS ή επειδή ο πάροχος δεν έχει σήμα στο μίνι μάρκετ του νησιού.

Περπατάω στην Πατησίων και θυμάμαι στιγμές από τις σύντομες διακοπές ενώ χαζεύω ταμπέλες ξεφλουδισμένες, γκράφιτι με QR κωδικούς που σε πετάνε σε πεθαμένα κανάλια. Μια γιαγιά πουλάει φασκόμηλο δίπλα σε κάτι πιτσιρίκια τουρίστες που φτιάχνουν ψηφιακά είδωλα στο κινητό τους στις πύλες του Πολυτεχνείου. Κι όλοι τους (είτε το ξέρουν είτε όχι) τρέχουν πάνω στο ίδιο λογισμικό: την παγκοσμιοποίηση, κάτι που έχει φωλιάσει σαν κακός ιός στα ερείπια της πόλης.

Όλο αυτό είναι ένας βόμβος που μας τρώει την ψυχή, ένα γλυκό θορυβώδες υπόβαθρο, που υποτίθεται σε ηρεμεί και σε χαλαρώνει, εκεί γύρω στα γύρω στα 100–500 Hz. Αλλά η Ελλάδα του ’25 δεν ρωτάει καν αν είναι μέσα ή έξω από την όποια παγκοσμιοποίηση. Ή έστω αν αντέχει να είναι μέσα ή έξω. Και εννοώ την Ελλάδα σαν χώρα, όχι την Ελλάδα του 5%. Γιατί, η Ελλάδα σαν χώρα αυτό το καλοκαίρι ήταν σαν ένα κολλημένο σύστημα που έβγαζε μόνο μια ειδοποίηση: «Το σύστημα έχει πέσει – Ξαναδοκίμασε αργότερα».

Η (πλέον ανενεργή) παιδική ιστοσελίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας έγραφε κάποτε το εξής:

Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα αναπόφευκτο φαινόμενο στην ανθρώπινη ιστορία, που έφερνε τον κόσμο πιο κοντά μέσω της ανταλλαγής αγαθών και προϊόντων, πληροφοριών, γνώσης και πολιτισμού. Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες, ο ρυθμός αυτής της παγκόσμιας ενοποίησης έγινε πολύ ταχύτερος και πιο εντυπωσιακός, χάρη στις πρωτοφανείς εξελίξεις στην τεχνολογία, τις επικοινωνίες, την επιστήμη, τις μεταφορές και τη βιομηχανία.

Από την παγκοσμιοποίηση στην τεχνητή νοημοσύνη: Ένα update που δεν ζήτησες

Μέσα σε όλα τα πανηγύρια και τις θεωρίες για την παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον οι οπαδοί της συμφωνούσαν σε κάτι: ότι δεν μπορούσες να την σταματήσεις. Ήταν, λέει, μια δύναμη της Ιστορίας, τόσο αμετάβλητη όσο και η βαρύτητα. Η παγκοσμιοποίηση συνέβαινε και το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να ανέβεις στο τρένο.

Τώρα ξέρουμε πως ζούμε μια άλλη «αναπόφευκτη» στροφή της Ιστορίας: την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης.

Τα ΜΜΕ γεμίζουν με πρωτοσέλιδα τύπου «Έρχεται ο Σεισμός της ΑΙ. Είσαι έτοιμος;», λες και μιλάμε για την Αποκάλυψη με data centers αντί για τους 4 καβαλάρηδες. Μεγάλοι καθηγητές των οικονομικών, όπως ο Youngjin Yoo (Καθηγητής Πληροφοριακών Συστημάτων και Καινοτομίας του London School of Economics and Political Science) μας διαβεβαιώνουν ότι «είμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής που θα οριστεί από την τεχνητή νοημοσύνη». Όπως το σχεδόν μηδενικό κόστος αναπαραγωγής και επικοινωνίας έφερε το ίντερνετ και την επανάσταση του λογισμικού, έτσι τώρα το σχεδόν μηδενικό κόστος πρόβλεψης και παραγωγής μάς οδηγεί στην εποχή μιας πανταχού παρούσας νοημοσύνης.

Με λίγα λόγια: καθώς η ΑΙ καταβροχθίζει τον κόσμο (είτε στα φίλτρα που βάζουμε τις φωτογραφίες μας πριν τις ανεβάσουμε στο Instagram είτε στα δήθεν αστειάκια με τον πρωθυπουργό ως Amelie) μας σερβίρει πίσω κι έναν καινούριο: έναν κόσμο όπου η «νοημοσύνη» μπαίνει σε κάθε συναλλαγή, σε κάθε χώρο, και κάθε στιγμή. Έναν κόσμο που στήνεται και πάνω στα οικονομικά του περιθωρίου των χαμηλών τάξεων, την ανθεκτικότητα των ήδη κατανεμημένων συστημάτων αλλά και στη δημιουργικότητα μιας μηχανής που φτύνει ατελείωτο περιεχόμενο για τις μάζες.

Με ακόμη λιγότερα λόγια μπορούμε να πούμε με απόλυτη σιγουριά πως το 2025, είναι το Έτος Μηδέν της “Πανταχού Παρούσας Νοημοσύνης”.

Είτε οι «προφήτες» της παγκοσμιοποίησης, και τώρα της τεχνητής νοημοσύνης πιστεύουν πραγματικά ότι οι αλλαγές που προβλέπουν είναι αναπόφευκτες, είτε απλώς χρησιμοποιούν την ψευδαίσθηση μιας αναπόφευκτης μοίρας για να καθαρίσουν το πεδίο υπέρ των δικών τους συμφερόντων, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: μόλις αρχίσουμε να βλέπουμε μια αλλαγή σαν δελεαστική, και άρα αναγκαία για να κρατήσουμε τον ίδιο ρυθμό με τον διπλανό μας, τα περιθώριά μας στενεύουν ασφυκτικά.

Διότι, ένα από τα ωραία κόλπα της ρητορικής της «αναγκαιότητας» είναι ότι εξαφανίζει τις αληθινές μας ανάγκες και επιλογές. Αντί να ρωτάμε «θέλουμε ή δεν θέλουμε αυτή τη μεταμόρφωση;», μας σπρώχνουν να ρωτάμε κάτι πολύ πιο φτωχό: «Ρε συ, τι prompt έβαλες για να βγάλεις αυτήν την εικόνα;». Και ποιοι τρίβουν τα χέρια τους με αυτή τη σμίκρυνση της κουβέντας; Μα φυσικά οι ίδιοι που έχουν να κερδίσουν απ’ την «αναπόφευκτη» νέα τρέλα.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην εποχή της επιταχυνόμενης παγκοσμιοποίησης υπήρχαν σοβαρές κουβέντες που έπρεπε να γίνουν. Μέχρι πριν από έξι-επτά χρόνια ρωτούσαμε αν είναι ηθικά ανεκτό οι πλούσιες χώρες να φορτώνουν την παραγωγή τους σε μέρη όπου οι εργάτες πεινάνε και σπάνε τα κορμιά τους για ψίχουλα και αν οι περιβαλλοντικοί νόμοι είναι ένα ανέκδοτο; Αλλά με το δόγμα ότι «η παγκοσμιοποίηση είναι σαν φυσικό φαινόμενο», δεν είχε και πολύ νόημα να το συζητάς. Το μόνο που απέμενε ήταν να βάζεις μικρούς επιδέσμους σε πληγές ώστε να μην δεις (και φοβηθείς) μια δύναμη που παρουσιαζόταν σαν τυφώνας και κάθε χρόνο θα σου έφερνε κι από ένα καινούργιο iPhone.

Έτσι τώρα, αν καταπιούμε αμάσητο το γεγονός ότι η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης είναι «μοιραία», οι κουβέντες μας δεν θα είναι για το αν ή πώς πρέπει να τη βάλουμε στη ζωή μας. Θα είναι για το τι κάνουμε αφού τα ζώα έχουν φύγει από το μαντρί: δηλαδή κάτι επιτροπές δεοντολογίας, κάτι «προστατευτικά μέτρα», κάτι τεχνικές δικλίδες ασφαλείας. Μικροπράγματα. Να φορέσουμε κάνα μπλουζάκι ενώ μας έχουν πάρει τα παντελόνια.

Προφήτες, δημαγωγοί και το ίδιο παραμύθι με άλλο firmware

Επειδή σύντομα (αν δεν το έχουμε κάνει ήδη) θα έχουμε πειστεί ότι έχουμε έναν έστω «περιορισμένο έλεγχο» απέναντι στις αλλαγές που θα φέρει η τεχνητή νοημοσύνη, είναι (μάλλον) σίγουρο πως δεν θα ζητήσουμε δημοκρατικές λύσεις για να μετριάσουμε τις επιπτώσεις της και θα τα αφήσουμε όλα στα χέρια εκείνων που την έφτιαξαν, για να «αυτορρυθμιστούν». Σαν να λέμε να βάλουμε την αλεπού να φυλάει το κοτέτσι. Το δοκιμάσαμε ήδη αυτό με τις πολυεθνικές της παγκοσμιοποίησης, με τα social media, με τα smartphones που τα βαφτίσαμε «αναπόφευκτα». Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σας θυμίσω πού κατέληξε όλο αυτό.

Η στροφή προς τον δεξιό λαϊκισμό τα τελευταία χρόνια ήρθε ακριβώς σαν ξέσπασμα απέναντι στο παραμύθι της «αναπόφευκτης παγκοσμιοποίησης». Ο κόσμος κουράστηκε να ακούει από τις ελίτ ότι «δεν γίνεται αλλιώς» ενώ έβλεπε τις ίδιες ελίτ να πλουτίζουν και τους υπόλοιπους να ψάχνουν φραγκοδίφραγκα για να βγάλουν τη βδομάδα. Μην γελάτε, έτσι προέκυψε η οργή απέναντι στη μετανάστευση, τα εργοστάσια που έφυγαν στην Ασία, τις δουλειές που έγιναν καπνός και χάθηκαν από τον χάρτη του επαγγελματικού προσανατολισμού.

Τι είναι πιο τραγικό; Αυτές οι λαϊκές αντιδράσεις σπάνια είχαν ηγέτες, ανθρώπους με σκέψη και ουσία. Τις περισσότερες φορές είχαν φωνακλάδες δημαγωγούς (αγράμματους ή κυνικούς)  που αντί να χτυπήσουν τον πυρήνα του προβλήματος, έστησαν πολιτικά μαγαζάκια πάνω στην οργή των άλλων. Ο Τραμπ και όλοι οι όμοιοί του δεν αμφισβήτησαν την «αναπόφευκτη» παγκοσμιοποίηση με δημιουργικό τρόπο, αντιθέτως την χρησιμοποίησαν σαν ευκαιρία για να προωθήσουν μόνο το δικό τους «εγώ».

Κι εδώ έρχεται το ερώτημα: αν αφήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη να μας καταπιεί αμάσητους, αν δεν την εκπαιδεύσουμε σωστά, τι θα δουν τα μάτια μας; Την ίδια ταινία σε ριμέικ κάκιστου είδους; Γιατί όταν οι δημαγωγοί της ΑΙ θα έχουν στηθεί στις πλατείες με τα ηχεία να ουρλιάζουν συνθήματα γραμμένα από γλώσσες μηχανών, θα καταλάβουμε πως δεν είναι πια άνθρωποι αυτοί που μιλούν,  είναι τα ίδια τα προγράμματα που μας γράφουν το μέλλον σαν script χωρίς διαφυγή, αυτά που πληρώνουμε κάθε μήνα για να μας κάνουν εικονική ψυχανάλυση. Και οι «προστάτες» μας θα πουλάνε ελπίδα σε μορφή app, θα μοιράζουν σωτηρία σαν notification του 112, και οι άνθρωποι, εμείς, κουρασμένοι, καμένοι, τρομαγμένοι, θα πατάμε «Αποδοχή Όρων Χρήσης» χωρίς να ξέρουμε τι υπογράψαμε.

Στην Ελλάδα της κατάρρευσης και της φτώχειας, τα drones σύντομα θα κρέμονται στον ουρανό σαν τα καντίλια στις εκκλησίες, οι δρόμοι θα φωτίζονται από οθόνες που δείχνουν μόνο πρόσωπα ηγετών-φαντασμάτων, και το μόνο που θα μένει να ακουστεί θα είναι το βουητό από τα data centers που δουλεύουν αδιάκοπα, σαν καρδιές που χτυπούν σε ξένο σώμα. Μέσα στις πολυκατοικίες, οι εργάτες και οι μετανάστες θα μετρούν τα κέρματα για το ρεύμα, οι μανάδες θα απλώνουν την μπουγάδα σε φτηνές κεραίες wi-fi που πουλάνε οι Κινέζοι στην μαύρη αγορά, κι οι πατεράδες θα στέκονται άνεργοι στο πεζοδρόμιο κοιτώντας τις αγγελίες που γράφουν «προϋπηρεσία σε ρομποτικά συστήματα». Και όχι, η Ιστορία δεν θα παίζεται σε θεατρικά έργα του Τριαρίδη, αλλά σε βιοτεχνίες κλειστές, σε εργοτάξια μισογκρεμισμένα, σε καφενεία που έμειναν χωρίς καφέ. Και οι άριστοι δημαγωγοί μας; Αυτοί θα αλλάζουν κουστούμια, θα υπόσχονται δουλειές, θα μιλούν για σωτηρία, και η  εργατιά θα χειροκροτάει από ανάγκη, κι όχι επειδή το πιστεύει.

Επίλογος

Ίσως η τεχνητή νοημοσύνη να είναι μια αναπόφευκτη ιστορική δύναμη. Ίσως και όχι. Αξίζει, όμως, να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε όσους δηλώνουν με βεβαιότητα πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τη φρενάρουμε ή να την αναχαιτίσουμε ή, έστω, να την καλλιεργήσουμε ώστε να δίνει σε όλους τα ίδια αγαθά. Ας μην ξεχνάμε ότι πολύ συχνά, τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα εξυπηρετούνται όταν αποδεχόμαστε αμαχητί την ιδέα της «αναγκαιότητας», αλλά και όταν περιορίζουμε τον ορίζοντα της όποιας συζήτησης και αναζήτησής μας.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.