Ως λογοκρισία εννοούμε συνήθως οποιασδήποτε μορφή κατασταλτικής επέμβασης στην πνευματική δράση κάποιου, ενώ ειδικότερα ως ο έλεγχος που ασκείται από ειδική κρατική υπηρεσία στα μέσα ενημέρωσης, την τέχνη και την λογοτεχνία, με σκοπό να εμποδιστεί η διάδοση πληροφοριών ή ιδεών που αντιτίθενται στις αρχές της εκάστοτε εξουσίας. Στην ιστορία της λογοκρισίας έχουν καταγραφεί περιστατικά όπου ένα έργο τέχνης έρχεται αντιμέτωπο με την κατηγορία της προσβολής εθνικού συμβόλου. Ως εκ τούτου, η κρατική λογοκρισία στηρίζεται στις συλλογικές αναπαραστάσεις για το παρελθόν, οι οποίες λειτουργούν ως επισπεύδουσα δύναμη και νομιμοποιείται μέσα από αυτές.

Ένα παλαιότερο tweet του Donald Trump, φανέρωνε -για ακόμα μια φορά- τη δυσκολία του να κατανοήσει το αμερικανικό σύνταγμα. Στο εν λόγω tweet, ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, πρότεινε την αφαίρεση υπηκοότητας σε οποιονδήποτε τολμούσε να παραποιήσει, κάψει ή χλευάσει την αμερικανική σημαία. Άσχετα από το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάνθηκε ήδη για την συγκεκριμένη πράξη το 1989, προστατεύοντας την ελεύθερη έκφραση βάσει της πρώτης τροπολογίας – η εκ των υστέρων χρήση της αμερικανικής σημαίας, ή Old Glory όπως την ξέρουν οι Αμερικανοί, ως συμβολικού μέσου όχι μόνο για την ερμηνεία, αλλά και για την επανερμηνεία της αμερικανικής ταυτότητας, αποτελεί στρατηγική καλλιτεχνών και ακτιβιστών εδώ και δεκαετίες.

Όταν ο Dread Scott, εξέθεσε το έργο του στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο το 1989, πυροδότησε, όπως ήταν αναμενόμενο, ένα κύμα οργής και χλεύης. Ο Scott, ένας εικοσάχρονος Αφροαμερικανός τότε, είχε εκθέσει μία εγκατάσταση, στο κέντρο της οποίας ήταν πεταμένη μια αμερικανική σημαία.

Ο επισκέπτης για να φτάσει στο βιβλίο με τις φωτογραφίες που επίσης αποτελούσε μέρος της εγκατάστασης, έπρεπε να πατήσει επάνω στη σημαία. Οι φωτογραφίες έδειχναν κατοίκους της Νότιας Κορέας, να καίνε αμερικανικές σημαίες και φέρετρα καλυμμένα με αμερικάνικες σημαίες. Επίσης ο επισκέπτης είχε τη δυνατότητα, πατώντας επάνω στη σημαία να απαντήσει γραπτώς στο ερώτημα που έθετε το έργο, δηλαδή ποιος είναι ο σωστός τρόπος να εκτεθεί η αμερικανική σημαία.

Ελληνίδων
Όταν ο Dread Scott, εξέθεσε το έργο του στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο το 1989, πυροδότησε, όπως ήταν αναμενόμενο, ένα κύμα οργής και χλεύης. Ο Scott, ένας εικοσάχρονος Αφροαμερικανός τότε, είχε εκθέσει μία εγκατάσταση, στο κέντρο της οποίας ήταν πεταμένη μια αμερικανική σημαία.

Το Κογκρέσο, που τότε βρισκόταν υπό την προεδρία και την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων, είχε μόλις περάσει μια αμφίθυμη νομοθεσία που φερόταν να προστατεύει τη σημαία, και ο γερουσιαστής Bob Dole την επικαλέστηκε προκειμένου για να απομακρύνει το έργο του Scott από τη δημόσια θέα. Το κογκρέσο και ο πρόεδρος Bush καταδίκασαν τη χρήση της σημαίας με αυτόν τον τρόπο και ψήφισαν νόμο για την «προστασία της σημαίας».

Την ίδια χρονιά ως αντίδραση στον «υποχρεωτικό πατριωτισμό» ο Scott, μαζί με άλλους τρεις διαδηλωτές, προχώρησαν κάψιμο της σημαίας στα σκαλιά του Κογκρέσου, και συνελήφθησαν, ενώ ακολούθησε ένα σημαντικό ορόσημο για την ελευθερία της έκφρασης: το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πρώτη τροπολογία προστατεύει το δικαίωμα οποιουδήποτε να επανερμηνεύει τη σημαία όπως ο ίδιος το επιθυμεί.

Παρόλα αυτά, 35 χρόνια μετά, δεν φαίνεται να είναι ακόμη απολύτως παραδεκτό, ειδικά σε μία κοινωνία σαν την ελληνική, πως η τέχνη οφείλει να είναι ελεύθερη, διαφορετικά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Τα ερωτήματα που αφορούν την απεριόριστη ελευθερία της τέχνης ή την οριοθέτησή της ανακύπτουν διαρκώς.

Η λογοκρισία, δεν ήταν άγνωστη στην Ελλάδα, από τη γέννηση του νέου ελληνικού κράτους και φτάνοντας στο αποκορύφωμά της την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, του εμφυλίου πολέμου και τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα των νομοθεσιών που κατοχύρωναν λογοκριτικούς μηχανισμούς, αποτελούν οι νομικές διατάξεις για τις διοικητικές εκτοπίσεις, το νομοθετικό διάταγμα του 1924 «περί κατοχυρώσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος», η νομοθεσία της δικτατορίας του Πάγκαλου, το βενιζελικό Ιδιώνυμο του 1929, ο νόμος περί Τύπου του 1931, οι Συντακτικές Πράξεις του 1935 κ.ά.

Όσον αφορά την τέχνη, την περίοδο του Ιδιώνυμου, το οποίο είχε σκοπό την αποτροπή διάδοσης ανατρεπτικών ιδεών, ελέγχοντας κυρίως τον τύπο, το θέατρο και τον κινηματογράφο, χαρακτηριστικά είναι δύο λογοκριτικά παραδείγματα από το χώρο του θεάματος. Το 1932 το σώμα στρατού έδωσε εντολή στη διεύθυνση της αστυνομίας, να διατάξει το “Θέατρο του Λαού“, να καταργήσει στην τρέχουσα επιθεώρηση, μία σκηνή όπου σατιριζόταν ο στρατός. Την ίδια χρονιά απαγορεύτηκε η προβολή ταινίας “Κοινωνική Σαπίλα”, η οποία πραγματευόταν έντονα πολιτικά και κοινωνικά θέματα.

Ελληνίδων
Το έργο της εικαστικού Γεωργίας Λαλέ που πραγματεύεται το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, μια ροζ σημαία φτιαγμένη από 22 σεντόνια Ελληνίδων θυμάτων, στα οποία αναφέρονται πάνω τα ονόματά τους, η ημερομηνία θανάτου και η γειτονιά τους φιλοξενήθηκε στο ελληνικό Γενικό Προξενείο στη Νέα Υόρκη.

Σήμερα, που θεωρητικά όλα αυτά έχουν παρέλθει, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του Συντάγματος η Τέχνη είναι ελεύθερη, και η δε ανάπτυξη και προαγωγή αυτής αποτελεί υποχρέωση του κράτους, η ελληνική κυβέρνηση, υποκύπτοντας στην απαίτηση του προέδρου της «Νίκης» Δημήτρη Νατσιού, σε μια στιγμή αντίστοιχης λογοκρισίας που θυμίζει πιο αυταρχικά καθεστώτα, διέταξε την αποκαθήλωση ενός έργου.

Πρόκειται για το έργο της εικαστικού Γεωργίας Λαλέ που πραγματεύεται το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, μια ροζ σημαία φτιαγμένη από 22 σεντόνια Ελληνίδων θυμάτων, στα οποία αναφέρονται πάνω τα ονόματά τους, η ημερομηνία θανάτου και η γειτονιά τους φιλοξενήθηκε στο ελληνικό Γενικό Προξενείο στη Νέα Υόρκη. Το συγκεκριμένο έργο την εθνική περηφάνια του επικεφαλής της Νίκης, Δημήτρη Νατσιού, ο οποίος δήλωσε από το βήμα της Βουλής: «Στο Γενικό Προξενείο της Νέας Υόρκης παρουσιάστηκε αυτό το “κουρέλι” ως σημαία μας! Η σημαία μας φτιαγμένη με κλινοσκεπάσματα και με ροζ χρώμα. Η σημαία μας είναι γαλανόλευκη και βάφεται με κόκκινο μόνο με το αίμα των ηρώων μας!». Κάτι τέτοιο βέβαια ήταν απολύτως αναμενόμενο. Τι πιο φυσιολογικό ένας ακροδεξιός να μην κατανοεί και να μην προάγει (όπως θα το ήθελε και το Σϋνταγμα)  τη σημασία της έκφρασης μέσα από την τέχνη, καθώς και της ελευθερίας του λόγου;

Όμως το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο καθώς τελικά το επίσημο κράτος μέσα από εντολή που έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης ζήτησε να αποσυρθεί άμεσα η ρόζ ελληνική σημαία από την έκθεση του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη.

O κ. Γεραπετρίτης είτε θέλει κρύψει το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι ώστε να μην σχετίζουν την χώρα στο εξωτερικό με το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας, είτε ταυτίζεται πλήρως με τις ακροδεξιές πεποιθήσεις. Είτε ισχύει το πρώτο, είτε το δεύτερο, είτε και τα δύο παράλληλα, αυτό φανερώνει ότι σε ακόμα μια περίπτωση, στο όνομα της εθνικής αφήγησης, αποσιωποιείται η μνήμη των δολοφονημένων γυναικών, αυτών που το κράτος αποδείχθηκε ανάξιο να προστατεύσει, οι έμφυλες αδικίες, η απεμπόληση της βίας, θάβοντας για άλλη μια φορά κάτω από το εθνικό χαλάκι τον γόρδιο δεσμό της ελληνικής κοινωνίας με την τοξική πατριαρχία.

Τούτου λεχθέντος, για ποιο άλλο λόγο να «προσβληθεί» κοτζάμ ελληνικό κράτος από μια ροζ σημαία ραμμένη με το αίμα δολοφονημένων γυναικών; Εντούτοις, είτε μπλε, είτε ροζ, είτε μουσταρδί, η σημαία, ως σύμβολο ενός έθνους – κράτους, οφείλει να προασπίζεται την ελευθερία και την ισονομία των πολιτών του. Να δίνει το ελεύθερο στην τέχνη να βρίσκει τρόπους να εκφράζεται όπως μπορεί, καθώς ξεπηδά μέσα από την κοινωνία, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της και δεν έχει ανάγκη από αστυνόμευση, διώξεις και καταστολή.

Κατά συνέπεια, αυτό που προσβάλλει το εθνικό φρόνημα, δεν είναι μια σημαία από 22 σεντόνια Ελληνίδων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Τα εθνικά σύμβολα, τα εμβλήματα και τα σύμβολα κυριαρχίας του κράτους στην πραγματικότητα προσβάλλονται από όλους αυτούς που ορκίστηκαν να τα υπηρετούν κι αντ’ αυτού, έχουν βυθίσει έναν ολόκληρο λαό στην ανέχεια, την απόγνωση και την εξαθλίωση.

Δείτε επίσης: Η υποκρισία της επιλεκτικής πολιτικής ορθότητας