Η χρήση του πρώτου πληθυντικού σε αυτό το κείμενο είναι καταχρηστική. Δεν είμαστε όλοι φονιάδες. Επίσης καταχρηστικό είναι και το «Αντώνηδες». Ο Αντώνης που σκοτώθηκε επειδή τον έριξαν από το καράβι ήταν ένας, μοναδικός και ανεπανάληπτος άνθρωπος-όπως ο καθένας και η καθεμία από εμάς.

Η χρήση αυτών των δύο καταχρήσεων έχει, παρά ταύτα, το νόημά της. Γιατί οι άνθρωποι που αποφάσισαν να σπρώξουν τον άτυχο νέο θα μπορούσαν να είναι οι γείτονές μας, οι φίλοι μας, οι συνάδελφοι, οι γονείς μας. Πώς μπορεί να νιώθει ένας εργαζόμενος στο καράβι που την προηγούμενη μέρα έκανε τράκα τσιγάρο από τον άνθρωπο που έσπρωξε έναν άλλο και τον σκότωσε; Ο θάνατος, τα καταστροφικά ένστικτα και η παρακμή δεν βρίσκονται πάντα τόσο μακριά όσο πιστεύουμε, σε μια τηλεοπτική οθόνη ή στην οθόνη του κινητού. Είναι δίπλα μας.

Κι εμείς, μπορεί να γίνουμε θύματα ανά πάσα ώρα, ειδικά αν είμαστε σε ευάλωτες θέσεις, αν είμαστε φτωχοί, χωρίς σεκιούριτι και συναγερμούς στα σπίτια μας, όπως πολύ εύστοχα και προς τιμήν της έθεσε στο Insta της τις προάλλες η Εριέττα Λάτσιου. Για την ώρα, μου είναι πιο εύκολο να σκεφτώ πόσους Αντώνηδες έχουμε δει δίπλα μας να υποφέρουν, να ασφυκτιούν, να καταπιέζονται-κι εμείς, «επειδή δεν είναι δουλειά μας» να μην μιλάμε.

Η γειτόνισσά μας που κακοποιείται καθημερινώς. Ο Μπαγκλαντεσιανός λαντζέρης στο μαγαζί που συχνάζεις τα Σάββατα. Ο υπάλληλος του βενζινάδικου με τη νοητική αναπηρία. Όλοι οι «χαζοί του χωριού» όλου του κόσμου. Δεν είναι μόνο οι αδύναμοι αυτού του κόσμου που κινδυνεύουν. Όλοι βρισκόμαστε σε θέση αδύναμου, κάποια στιγμή στην ζωή μας. Όλοι, όλοι, όλοι. Και τότε, καταλαβαίνουμε. Είναι αυτό που είχε πει σπαρακτικά ο Σαββόπουλος σε μια συνέντευξή του, όταν βρέθηκε στο νοσκομείο κι ήταν ημίγυμνος από τη μέση και κάτω κι ένιωθε τόσο ευάλωτος, ένιωθε τόσο μικρός.

Από την προσβολή και την υποτίμηση στην δολοφονία υπάρχει μεγάλο περιθώριο. Είναι, όμως, υγιής μια κοινωνία που ανέχεται την ύβρι ή ακόμα, δημόσια πρόσωπα, να λένε, περνώντας το στο ντούκου, «ας τον χτύπαγαν/ας τον κλώτσαγαν»; Η κοινωνία, για να στηθεί, μπόλιασε την φύση του ανθρώπου (εννοείται βίαιη, για να επιβιώσει) με πολιτισμό, με κανόνες και με εξουσία για να επιβλέπει την τάξη. Συμφωνήσαμε οι άνθρωποι να περιστείλουμε κάποια ένστικτά μας, για να μπορέσουμε να συμβιώσουμε αρμονικά. Όταν θέλουμε κακά μας ενώ ψωνίζουμε, κάνουμε γρήγορα για να πάμε σπίτι-δεν κατεβάζουμε τα βρακιά μες στο μαγαζί με τα ρούχα. Όταν θέλουμε να χτυπήσουμε κάποιον, παίρνουμε μια ανάσα, ηρεμούμε και δεν το κάνουμε. Απέχουμε από την βία.

Ξέρουμε πολύ καλά, όμως, ότι γινόμαστε καθάρματα πολύ, πολύ συχνά. Μιλάμε απαίσια και απαξιωτικά στην υπάλληλο τηλεφωνικής εταιρείας που κάνει την δουλειά της και μας τηλεφωνεί. Φερόμαστε απαξιωτικά στην σεξεργάτρια που πληρώνουμε για να κάνει σεξ μαζί μας. Βρίζουμε τον μαύρο από το ισόγειο κρυφά από μέσα μας όταν τον βλέπουμε στην πολυκατοικία-και μας ενοχλούν πολύ οι μυρωδιές από τα φαγητά του. Το ίδιο, ενδεχομένως, να ενοχλεί ένας Έλληνας μια Σουηδέζα όταν παραγγέλνει σουβλάκια και τα τρώει στην κοινή τους κουζίνα, μιας που συγκατοικούν. Θυμάμαι ένα από τα επεισόδια του Black Mirror, της τελευταίας σεζόν, με μια Ινδή πωλήτρια παπουτσιών, κάτοικο Αγγλίας. Την απομόνωσαν στο υπόγειο για να μην τους βρωμάει το κάρυ από το φαγητό της. Ποιοι; Μια συνάδελφος και το αφεντικό τους. Στην πορεία του επεισοδίου, η πωλήτρια ξε-σπάει. Με Black mirror τρόπο.

Παιδιά σε σχολεία δένουν συμμαθητές τους και τους απειλούν την ίδια την ζωή. Αφεντικά εκβιάζουν με κάθε τρόπο υπαλλήλους που ξέρουν ότι δεν μπορούν να αντισταθούν ή να διαφωνήσουν. Μεθυσμένοι και μεθυσμένες καταλερώνουμε τις τουαλέτες στα μπουζούκια-«θα τις καθαρίσει η Αλβανίδα». Μια κυρία με ύφος βάζει την τσάντα της με τρόπο στο διπλανό κάθισμα για να πει στον Πακιστανό συνεπιβάτη της στο μετρό ότι δεν θέλει να καθίσει δίπλα της. Άνθρωποι αυτοδικούν καθημερινά, προπηλακίζουν, τιμωρούν κατά βούληση: από πρυτάνεις κλειδωμένους στα γραφεία τους, μέχρι μετανάστες σε καρότσες, οι άνθωποι βλάπτουν σοβαρά την υγεία μας.

Παλιά σκοτώνονταν και υποτιμούνταν και δέρνονταν περισσότεροι «Αντώνηδες». Παλιά, το κακό έμενε περισσότερο εύκολα ή για πιο πολύ καιρό κρυφό. Η τεχνολογία ήρθε να βοηθήσει. Η ενοχλητική, κάποιες φορές, πολιτική ορθότητα, επίσης, ήρθε να απαγορεύσει, κατά κάποιον τρόπο, να λέμε τους μαύρους αράπηδες, τις γυναίκες γκόμενες και τους γκέι αδερφάρες, όπως κάναμε και δεν έτρεχε κάστανο. Έτρεχε κάστανο και παραέτρεχε: έχουμε πληγώσει πολύ, πολλούς. Αν δεν υπήρχαν οι νόμοι, θα τους σκοτώναμε κιόλας; Εδω,και που υπάρχουν, ο Ζακ ποδοπατιέται και σκοτώνεται από κλωτσές αστυνομικών και πολιτών. Εδώ, και που υπάρχουν, μερικοί τύποι που δουλεύουν για τρεις κι εξήντα σπρώχνουν το «καθυστερημένο» να πέσει στην θάλασσα. Εδώ, και που υπάρχουν, η ίδια η εξουσία που διαφυλάσσει την τήρησή τους, τους αθετεί συχνά.

Ευχόμαστε, αβρόχοις ποσί, ψόφο σε συνανθρώπους μας. Μοιράζουμε κατάρες αγόγγυστα, ασταμάτητα. Γράφουμε δημόσια, μασουλώντας νάτσος στην βουλιαγμένη πολυθρόνα μας, «σου εύχομαι να πάθεις καρκίνο και να πεθάνεις». Για x-ψ λόγους. Ο βούρκος ξεκινά από όταν διακρίνουμε: ε, άλλο αυτός, αυτός τι ήταν, ένας κακομοίρης ήταν. Ή: ένας εφοπλιστής ήταν. Ένα καπιταλιστικό γουρούνι. Ή: μια βρωμιάρα, πρεζού ήταν. Ή: ένας γύφτος ήταν, ένας σιχαμένος. Και τον Μιχάλη Ασλάνη τον οδήγησαν σε αυτοκτονία δύο συνεργάτιδές του που τον κατάκλεψαν. Επειδή, προφανώς, ήταν «μια μοδίστρα, μια ξεφωνημένη, που έχει λεφτά, δεν έχει ανάγκη».

Πρέπει να σταματήσουμε να μισούμε τόσο πολύ. Επείγει να σταματήσουμε. Τώρα, που ξέρουμε, τώρα, που έχουμε δει την ιστορία να κάνει κύκλους, τώρα που βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα και όχι στην παλαιολιθική εποχή. Αε ξεκινήσουμε από το να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε τους εαυτούς μας. Τα προφίλ των δολοφόνων, των κακούργων έχουν πολλά κοινά. Κανείς που σπρώχνει έτσι έναν άνθρωπο από ένα πλοίο δεν είναι στα καλά του. Είναι ουσιαστικά ανήμπορος-και αυτό δεν είναι για λύπη, είναι πρωτίστως για παρατήρηση.

Μόνο εν ζωή μπορούμε να διαφωνούμε, να κρίνουμε, να επιλέγουμε ποιους συμπαθούμε και ποιους όχι. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να κεράσουμε κανέναν Αντώνη καφέ και συμπόνια. Οφείλουμε όμως, κατ’ αρχήν, να του επιτρέψουμε να συνεχίσει να ζει. Και, ει δυνατόν, χωρίς να τον χλευάζουμε, να τον απειλούμε, να τον εκθέτουμε σε κίνδυνο.

Πόσους Αντώνηδες γνωρίζετε, εσείς;