Σκέψου για λίγο μια μικρή ιδέα: Σκέψου τον Baudelaire να γράφει τα Άνθη του Κακού και να περιμένει να δει πόσα likes θα “πιάσει”. Ή τον Tarkovsky να στήνει το επικά άδειο, αλλά υποβλητικό, σύμπαν του Stalker με το άγχος αν το βίντεο θα “αγγίξει” κανέναν στο TikTok. Κι όμως, σήμερα, όσο παράλογο κι αν φαίνεται, είναι σχεδόν πραγματικότητα: ο αλγόριθμος καθορίζει το ποιο έργο θα ταξιδέψει, ποιο θα αγνοηθεί, ποιο θα «καεί» μέσα σε λίγες ώρες.
Και ο κάθε καλλιτέχνης καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο άβυσσους: Η μία κρύβει τη δική του εσωτερική αλήθεια, η οποία πιθανότατα δεν χωράει σε 15 δευτερόλεπτα και η άλλη τη λογική της πλατφόρμας, η οποία επιβραβεύει το εύκολο, το άμεσο, το μετρήσιμο. Κι εδώ αρχίζει η σχιζοφρένεια: ο καλλιτέχνης γίνεται ταυτόχρονα δημιουργός και marketeer, ποιητής και data analyst. Τραβάει τον εαυτό του σε αμέτρητα stories, μετράει engagement, σκέφτεται ακόμα και το SEO των ίδιων του των στίχων. Ουσιαστικά, πουλάει το ίδιο του το βλέμμα σε ένα παζάρι όπου το κοινό είναι άλλοτε κριτής και άλλοτε πελάτης.
Στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού ο Adorno και ο Horkheimer έδειχναν πώς η βιομηχανία του πολιτισμού παράγει ομοιομορφία, καθιστώντας την τέχνη εμπόρευμα που απευθύνεται σε έναν καταναλωτή περισσότερο παθητικό παρά σκεπτόμενο. Στην αλγοριθμική εποχή, η κριτική αυτή μοιάζει να βρίσκει την πιο τέλεια (και πιο τρομακτική) πραγμάτωσή της. Ο αλγόριθμος δεν είναι απλώς ένας «διανομέας περιεχομένου». Είναι η καθεαυτή λογική του Διαφωτισμού στην πιο τεχνοκρατική της εκδοχή: μετράει, ταξινομεί, κατατάσσει. Καθιστά την τέχνη αναλώσιμο δεδομένο, πακέτο πληροφορίας που δεν έχει πια αξία από μόνο του αλλά μόνο από το πώς «παίζει» και τι ψάρια ή likes «πιάνει» μέσα στη ροή. Κι αν για τον Adorno το ραδιόφωνο ή το σινεμά ήταν ήδη μέσα μαζικής συμμόρφωσης, το σημερινό feed είναι ένα ολοκληρωτικό φίλτρο που κανείς δεν διαφεύγει.
Εδώ έρχεται το ειρωνικό σημείο που συχνά έχουμε θίξει: ναι, το να παραπονιέται ο καλλιτέχνης για τον αλγόριθμο μοιάζει σαν τον τζάκποτ που κερδίζει και μετά κλαίγεται για την εφορία. Ο McLuhan θα μας έλεγε νομίζω: «δεν έχει σημασία τόσο τι μεταδίδεις, όσο το ίδιο το πλαίσιο της μετάδοσης που σε μεταμορφώνει». Ο αλγόριθμος λοιπόν δεν είναι απλά ο φόρος, είναι το ίδιο το κράτος. Ένα «νέο υπερεγώ» που πλάθει τις συνήθειές μας, τις επιθυμίες μας, ακόμα και την αισθητική μας.
Η πραγματική αγωνία, αν την δούμε υπό το πρίσμα του Adorno, δεν είναι αν ο καλλιτέχνης θα έχει exposure ή όχι, αλλά αν η τέχνη μπορεί να διασώσει την όποια αρνητικότητά της (δηλαδή την άρνηση να ενσωματωθεί πλήρως χωρίς κανέναν ενδιάμεσο) όταν βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα σύστημα που μετατρέπει το κάθε τι σε “μονάδα μέτρησης και παράδοσης”. Γιατί πάλι αν θυμηθούμε τι έλεγε ο Adorno για τη τζαζ, ότι δηλαδή, ο υποτιθέμενος αυθορμητισμός της ήταν στην πραγματικότητα προκατασκευασμένος και χιλιοπροβαρισμένος, έτσι και σήμερα η «viral» έκπληξη είναι μια προσομοιωμένη τυχαιότητα, ένας προγραμματισμένος θόρυβος.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν είμαστε κακομαθημένοι, είναι αν μπορούμε ακόμη να σκεφτούμε την τέχνη έξω από το πεδίο του ranking. Ή αν, όπως προφήτεψε ο ίδιος, η ελευθερία μας έχει ήδη απορροφηθεί από τη λογική της αγοράς, μόνο που τώρα η αγορά φοράει το πρόσωπο του “recommendation engine”.
Οι αλγοριθμικοί “προστάτες” του καλλιτέχνη
Όλοι αυτοί που έτρεξαν γρήγορα να βρουν καταφύγιο σε πλατφόρμες όπως το Patreon, δεν άργησαν να καταλάβουν ότι δεν μπορεί σήμερα στο χάος του σημερινού κυβερνοχώρου να υπάρξει κανένας Οίκος Μεδίκων για να τους προστατέψει, δεν υπάρχουν ματαιόδοξοι βασιλείς που ζητούν από τον ζωγράφο να τους απαθανατίσει σε χρυσό πλαίσιο. Ο νέος προστάτης ή χορηγός είναι τόσο αόρατος που ακόμα και τα μεγάλα ιδρύματα και τα μεγάλα ΜΜΕ τον αναζητούν∙ ένα σύστημα εξισώσεων, ένα δίκτυο που κατατάσσει, μετρά και σερβίρει. Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, δεν σκύβει το κεφάλι μπροστά σε έναν πλούσιο ευεργέτη, σκύβει μπροστά σε μια απρόσωπη μηχανή που δεν καταλαβαίνει από αξίες, μόνο από αριθμούς. Εδώ η ειρωνεία είναι εκκωφαντική: η ψηφιοποίηση έδωσε στον καθένα μας το βήμα, απελευθέρωσε φωνές που άλλοτε θα χάνονταν στα υπόγεια, και ταυτόχρονα φυλάκισε όλες αυτές τις φωνές μέσα σε μια ατέλειωτη ροή. Αυτό που ήταν κάποτε μυστήριο, μια σκοτεινή σπίθα εμπειρίας, έγινε λέξη-κλειδί, κατηγορία, μετα-δεδομένο.
Ο αλγοριθμικός ευεργέτης δεν αγαπά την τέχνη, αγαπά τα πρότυπα. Δεν ζητά να δοξαστεί καμία θεότητα ή ηγεμόνας∙ ζητά να μείνεις «σχετικός». Και η παραφωνία δεν είναι πια πράξη εξέγερσης, είναι υπομονετική παραμονή στο χάος, χωρίς καμία «παράκαμψη». Έτσι η ίδια η υπόσχεση που θα ελευθέρωνε τον καλλιτέχνη από τον πλούσιο χορηγό, τον δένει σε μια νέα υποτέλεια πιο λεπτή και πιο αμείλικτη. Γιατί η μηχανή δεν σκέφτεται σαν άνθρωπος, δεν ξέρει από αλήθειες και ψέματα, ξέρει μόνο να υπολογίζει. Και μετατρέπει την κάθε τέχνη από πράξη ρήξης σε δεδομένο προς βελτιστοποίηση.
Το παράδοξο είναι φανερό: εκεί όπου η τέχνη θα μπορούσε να βρει τη δημοκρατία, βρίσκει μια καινούρια μορφή κυριαρχίας. Όχι με το μαστίγιο του μονάρχη, φυσικά, αλλά με την αθόρυβη ισχύ της κατάταξης, κάθε μέσα σε άλλη σακούλα σκουπιδιών.
Αναπόφευκτα λοιπόν, καταλήγουμε να καταναλώνουμε δεδομένα σε ολοένα στενότερες και πιο εξειδικευμένες γωνιές του κυβερνοχώρου. Οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας αυτοματοποιούν αυτή τη διαδικασία, προγραμματίζοντας τους αλγορίθμους αναζήτησης και κατάταξης ώστε να σε ταΐζουν περισσότερο από αυτό που έχεις ήδη καταναλώσει. Όσο περισσότερο αλληλεπιδράς με το σύστημα, τόσο περισσότερο το σύστημα «διαβάζει» τα φαινομενικά σου ενδιαφέροντα, σε καλύπτει με τις προτάσεις ενός “Google Discover” (παραμύθια, υπάρχουν φορές που σου πλασάρει στη σειρά τους σπουδαίους γνωμοδότες της Καθημερινής και απορείς τι λάθος έχεις κάνει στη ζωή σου όταν γεννούσες κάποια από αυτά τα τέρατα) και αντί να τα αμφισβητήσει που έχει κάνει λάθος και “γέρνει”, αντί να σε ταρακουνήσει και να σε βγάλει από τη ροή, ψάχνει μανιωδώς να βρει περισσότερο υλικό που μοιάζει με αυτό που δείχνεις ότι θέλεις. Κι επειδή ο πήχης για να ανεβάσει κανείς περιεχόμενο είναι τόσο χαμηλός, υπάρχει μια ατέλειωτη ροή από αποκόμματα εικόνων, βίντεο και ήχων για να διαλέξει ο αλγόριθμος και να σου σερβίρει. Το αποτέλεσμα; Ένα «ειδικό θρανίο» για τον καθένα, μια θέση σε μια στοιχειωμένη τάξη που μοιάζει φτιαγμένη αποκλειστικά για σένα, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλώς μια ανακύκλωση των ίδιων συνηθειών.
Πόσο αχάριστος μπορεί να είναι κανείς για να παραπονιέται ότι παίρνει αυτό που φαίνεται να θέλει; Είναι οι εταιρείες τεχνολογίας καταδικασμένες ό,τι κι αν κάνουν; Αν σε βομβαρδίζουν με άσχετες διαφημίσεις, τις κατηγορούμε για σπατάλη και παραβίαση, αν μαθαίνουν για μας και μας τροφοδοτούν με αυτά που δείχνουμε ότι επιθυμούμε, τότε τις κατηγορούμε ότι μας εγκλωβίζουν. Αλλά ίσως εδώ κρύβεται η πιο πικρή ειρωνεία: το να παίρνεις διαρκώς αυτό που «θέλεις» μπορεί να είναι η πιο ύπουλη μορφή ανελευθερίας. Γιατί το επιθυμητό, όταν παγιδεύεται στον καθρέφτη του ίδιου, χάνει κάθε δυναμική, παύει να μας ανοίγει ορίζοντες και καταντά να μας ντύνει με το ίδιο ρούχο ξανά και ξανά, μέχρι που δεν διακρίνουμε πια το σώμα από το ένδυμα. Σαν το πρώτη “official” βέρσιον του Ζούκερμπερκ, γκρι μακό, τζιν και New Balance.
Οι άνθρωποι ζουν πια μέσα γυάλινα κλουβιά που δεν τα βλέπουν γιατί νομίζουν ότι είναι οθόνες. Κάθε κίνηση, κάθε λέξη, κάθε επιθυμία τους αντανακλάται πίσω με τη μορφή ενός νέου αντικειμένου, μιας νέας εικόνας, μιας νέας μουσικής που μοιάζει ακριβώς με την προηγούμενη. Φίλοι μου, ο αλγόριθμος δεν χρειάζεται μαστίγιο, δεν χρειάζεται φωνές, του είναι αρκετό το χάδι της ομοιότητας. Και οι πλατφόρμες υπόσχονται άπειρη ελευθερία, μα στην πραγματικότητα μοιράζουν πακέτα προκατασκευασμένης μοναδικότητας. Το ίδιο και όλα τα ΜΜΕ. Ο καθένας έχει τη «φωλιά» του, το δικό του νήμα στην ατελείωτη ροή, το δικό του «ειδικό θρανίο». Όμως οι φωλιές μοιάζουν όλες μεταξύ τους, τα νήματα γίνονται ένας και ο ίδιος ιστός, και τα θρανία οδηγούν σε μια τεράστια αίθουσα σιωπηλής συμμόρφωσης.
Δεν υπάρχει πια ανάγκη για μεγάλα αφεντικά, για υπουργεία αλήθειας ή για λογοκριτές. Το έργο το έχει αναλάβει η ίδια η συνήθειά μας, μεταμφιεσμένη σε αλγόριθμο. Ό,τι βλέπεις, ακόμη και το πιο τολμηρό και το πιο ηλίθιο, σε καθησυχάζει γιατί είναι γνώριμο, κι ό,τι είναι γνώριμο γίνεται γρήγορα αγαπητό, και ό,τι αγαπάς σε δένει πιο σφιχτά στο κλουβί σου…
Το πιο τρομακτικό δεν είναι η απαγόρευση, είναι η αδιάκοπη τροφοδότηση. Γιατί στην παλιά δυστοπία, ο Μεγάλος Αδελφός σε παρακολουθούσε. Στη μαύρη ουτοπία του αλγορίθμου, σε “τρώει” μέχρι θανάτου.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Σκέψου για λίγο μια μικρή ιδέα: Σκέψου τον Baudelaire να γράφει τα Άνθη του Κακού και να περιμένει να δει πόσα likes θα “πιάσει”. Ή τον Tarkovsky να στήνει το επικά άδειο, αλλά υποβλητικό, σύμπαν του Stalker με το άγχος αν το βίντεο θα “αγγίξει” κανέναν στο TikTok. Κι όμως, σήμερα, όσο παράλογο κι αν φαίνεται, είναι σχεδόν πραγματικότητα: ο αλγόριθμος καθορίζει το ποιο έργο θα ταξιδέψει, ποιο θα αγνοηθεί, ποιο θα «καεί» μέσα σε λίγες ώρες.
Και ο κάθε καλλιτέχνης καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο άβυσσους: Η μία κρύβει τη δική του εσωτερική αλήθεια, η οποία πιθανότατα δεν χωράει σε 15 δευτερόλεπτα και η άλλη τη λογική της πλατφόρμας, η οποία επιβραβεύει το εύκολο, το άμεσο, το μετρήσιμο. Κι εδώ αρχίζει η σχιζοφρένεια: ο καλλιτέχνης γίνεται ταυτόχρονα δημιουργός και marketeer, ποιητής και data analyst. Τραβάει τον εαυτό του σε αμέτρητα stories, μετράει engagement, σκέφτεται ακόμα και το SEO των ίδιων του των στίχων. Ουσιαστικά, πουλάει το ίδιο του το βλέμμα σε ένα παζάρι όπου το κοινό είναι άλλοτε κριτής και άλλοτε πελάτης.
Στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού ο Adorno και ο Horkheimer έδειχναν πώς η βιομηχανία του πολιτισμού παράγει ομοιομορφία, καθιστώντας την τέχνη εμπόρευμα που απευθύνεται σε έναν καταναλωτή περισσότερο παθητικό παρά σκεπτόμενο. Στην αλγοριθμική εποχή, η κριτική αυτή μοιάζει να βρίσκει την πιο τέλεια (και πιο τρομακτική) πραγμάτωσή της. Ο αλγόριθμος δεν είναι απλώς ένας «διανομέας περιεχομένου». Είναι η καθεαυτή λογική του Διαφωτισμού στην πιο τεχνοκρατική της εκδοχή: μετράει, ταξινομεί, κατατάσσει. Καθιστά την τέχνη αναλώσιμο δεδομένο, πακέτο πληροφορίας που δεν έχει πια αξία από μόνο του αλλά μόνο από το πώς «παίζει» και τι ψάρια ή likes «πιάνει» μέσα στη ροή. Κι αν για τον Adorno το ραδιόφωνο ή το σινεμά ήταν ήδη μέσα μαζικής συμμόρφωσης, το σημερινό feed είναι ένα ολοκληρωτικό φίλτρο που κανείς δεν διαφεύγει.
Εδώ έρχεται το ειρωνικό σημείο που συχνά έχουμε θίξει: ναι, το να παραπονιέται ο καλλιτέχνης για τον αλγόριθμο μοιάζει σαν τον τζάκποτ που κερδίζει και μετά κλαίγεται για την εφορία. Ο McLuhan θα μας έλεγε νομίζω: «δεν έχει σημασία τόσο τι μεταδίδεις, όσο το ίδιο το πλαίσιο της μετάδοσης που σε μεταμορφώνει». Ο αλγόριθμος λοιπόν δεν είναι απλά ο φόρος, είναι το ίδιο το κράτος. Ένα «νέο υπερεγώ» που πλάθει τις συνήθειές μας, τις επιθυμίες μας, ακόμα και την αισθητική μας.
Η πραγματική αγωνία, αν την δούμε υπό το πρίσμα του Adorno, δεν είναι αν ο καλλιτέχνης θα έχει exposure ή όχι, αλλά αν η τέχνη μπορεί να διασώσει την όποια αρνητικότητά της (δηλαδή την άρνηση να ενσωματωθεί πλήρως χωρίς κανέναν ενδιάμεσο) όταν βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα σύστημα που μετατρέπει το κάθε τι σε “μονάδα μέτρησης και παράδοσης”. Γιατί πάλι αν θυμηθούμε τι έλεγε ο Adorno για τη τζαζ, ότι δηλαδή, ο υποτιθέμενος αυθορμητισμός της ήταν στην πραγματικότητα προκατασκευασμένος και χιλιοπροβαρισμένος, έτσι και σήμερα η «viral» έκπληξη είναι μια προσομοιωμένη τυχαιότητα, ένας προγραμματισμένος θόρυβος.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν είμαστε κακομαθημένοι, είναι αν μπορούμε ακόμη να σκεφτούμε την τέχνη έξω από το πεδίο του ranking. Ή αν, όπως προφήτεψε ο ίδιος, η ελευθερία μας έχει ήδη απορροφηθεί από τη λογική της αγοράς, μόνο που τώρα η αγορά φοράει το πρόσωπο του “recommendation engine”.
Οι αλγοριθμικοί “προστάτες” του καλλιτέχνη
Όλοι αυτοί που έτρεξαν γρήγορα να βρουν καταφύγιο σε πλατφόρμες όπως το Patreon, δεν άργησαν να καταλάβουν ότι δεν μπορεί σήμερα στο χάος του σημερινού κυβερνοχώρου να υπάρξει κανένας Οίκος Μεδίκων για να τους προστατέψει, δεν υπάρχουν ματαιόδοξοι βασιλείς που ζητούν από τον ζωγράφο να τους απαθανατίσει σε χρυσό πλαίσιο. Ο νέος προστάτης ή χορηγός είναι τόσο αόρατος που ακόμα και τα μεγάλα ιδρύματα και τα μεγάλα ΜΜΕ τον αναζητούν∙ ένα σύστημα εξισώσεων, ένα δίκτυο που κατατάσσει, μετρά και σερβίρει. Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, δεν σκύβει το κεφάλι μπροστά σε έναν πλούσιο ευεργέτη, σκύβει μπροστά σε μια απρόσωπη μηχανή που δεν καταλαβαίνει από αξίες, μόνο από αριθμούς. Εδώ η ειρωνεία είναι εκκωφαντική: η ψηφιοποίηση έδωσε στον καθένα μας το βήμα, απελευθέρωσε φωνές που άλλοτε θα χάνονταν στα υπόγεια, και ταυτόχρονα φυλάκισε όλες αυτές τις φωνές μέσα σε μια ατέλειωτη ροή. Αυτό που ήταν κάποτε μυστήριο, μια σκοτεινή σπίθα εμπειρίας, έγινε λέξη-κλειδί, κατηγορία, μετα-δεδομένο.
Ο αλγοριθμικός ευεργέτης δεν αγαπά την τέχνη, αγαπά τα πρότυπα. Δεν ζητά να δοξαστεί καμία θεότητα ή ηγεμόνας∙ ζητά να μείνεις «σχετικός». Και η παραφωνία δεν είναι πια πράξη εξέγερσης, είναι υπομονετική παραμονή στο χάος, χωρίς καμία «παράκαμψη». Έτσι η ίδια η υπόσχεση που θα ελευθέρωνε τον καλλιτέχνη από τον πλούσιο χορηγό, τον δένει σε μια νέα υποτέλεια πιο λεπτή και πιο αμείλικτη. Γιατί η μηχανή δεν σκέφτεται σαν άνθρωπος, δεν ξέρει από αλήθειες και ψέματα, ξέρει μόνο να υπολογίζει. Και μετατρέπει την κάθε τέχνη από πράξη ρήξης σε δεδομένο προς βελτιστοποίηση.
Το παράδοξο είναι φανερό: εκεί όπου η τέχνη θα μπορούσε να βρει τη δημοκρατία, βρίσκει μια καινούρια μορφή κυριαρχίας. Όχι με το μαστίγιο του μονάρχη, φυσικά, αλλά με την αθόρυβη ισχύ της κατάταξης, κάθε μέσα σε άλλη σακούλα σκουπιδιών.
Αναπόφευκτα λοιπόν, καταλήγουμε να καταναλώνουμε δεδομένα σε ολοένα στενότερες και πιο εξειδικευμένες γωνιές του κυβερνοχώρου. Οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας αυτοματοποιούν αυτή τη διαδικασία, προγραμματίζοντας τους αλγορίθμους αναζήτησης και κατάταξης ώστε να σε ταΐζουν περισσότερο από αυτό που έχεις ήδη καταναλώσει. Όσο περισσότερο αλληλεπιδράς με το σύστημα, τόσο περισσότερο το σύστημα «διαβάζει» τα φαινομενικά σου ενδιαφέροντα, σε καλύπτει με τις προτάσεις ενός “Google Discover” (παραμύθια, υπάρχουν φορές που σου πλασάρει στη σειρά τους σπουδαίους γνωμοδότες της Καθημερινής και απορείς τι λάθος έχεις κάνει στη ζωή σου όταν γεννούσες κάποια από αυτά τα τέρατα) και αντί να τα αμφισβητήσει που έχει κάνει λάθος και “γέρνει”, αντί να σε ταρακουνήσει και να σε βγάλει από τη ροή, ψάχνει μανιωδώς να βρει περισσότερο υλικό που μοιάζει με αυτό που δείχνεις ότι θέλεις. Κι επειδή ο πήχης για να ανεβάσει κανείς περιεχόμενο είναι τόσο χαμηλός, υπάρχει μια ατέλειωτη ροή από αποκόμματα εικόνων, βίντεο και ήχων για να διαλέξει ο αλγόριθμος και να σου σερβίρει. Το αποτέλεσμα; Ένα «ειδικό θρανίο» για τον καθένα, μια θέση σε μια στοιχειωμένη τάξη που μοιάζει φτιαγμένη αποκλειστικά για σένα, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλώς μια ανακύκλωση των ίδιων συνηθειών.
Πόσο αχάριστος μπορεί να είναι κανείς για να παραπονιέται ότι παίρνει αυτό που φαίνεται να θέλει; Είναι οι εταιρείες τεχνολογίας καταδικασμένες ό,τι κι αν κάνουν; Αν σε βομβαρδίζουν με άσχετες διαφημίσεις, τις κατηγορούμε για σπατάλη και παραβίαση, αν μαθαίνουν για μας και μας τροφοδοτούν με αυτά που δείχνουμε ότι επιθυμούμε, τότε τις κατηγορούμε ότι μας εγκλωβίζουν. Αλλά ίσως εδώ κρύβεται η πιο πικρή ειρωνεία: το να παίρνεις διαρκώς αυτό που «θέλεις» μπορεί να είναι η πιο ύπουλη μορφή ανελευθερίας. Γιατί το επιθυμητό, όταν παγιδεύεται στον καθρέφτη του ίδιου, χάνει κάθε δυναμική, παύει να μας ανοίγει ορίζοντες και καταντά να μας ντύνει με το ίδιο ρούχο ξανά και ξανά, μέχρι που δεν διακρίνουμε πια το σώμα από το ένδυμα. Σαν το πρώτη “official” βέρσιον του Ζούκερμπερκ, γκρι μακό, τζιν και New Balance.
Οι άνθρωποι ζουν πια μέσα γυάλινα κλουβιά που δεν τα βλέπουν γιατί νομίζουν ότι είναι οθόνες. Κάθε κίνηση, κάθε λέξη, κάθε επιθυμία τους αντανακλάται πίσω με τη μορφή ενός νέου αντικειμένου, μιας νέας εικόνας, μιας νέας μουσικής που μοιάζει ακριβώς με την προηγούμενη. Φίλοι μου, ο αλγόριθμος δεν χρειάζεται μαστίγιο, δεν χρειάζεται φωνές, του είναι αρκετό το χάδι της ομοιότητας. Και οι πλατφόρμες υπόσχονται άπειρη ελευθερία, μα στην πραγματικότητα μοιράζουν πακέτα προκατασκευασμένης μοναδικότητας. Το ίδιο και όλα τα ΜΜΕ. Ο καθένας έχει τη «φωλιά» του, το δικό του νήμα στην ατελείωτη ροή, το δικό του «ειδικό θρανίο». Όμως οι φωλιές μοιάζουν όλες μεταξύ τους, τα νήματα γίνονται ένας και ο ίδιος ιστός, και τα θρανία οδηγούν σε μια τεράστια αίθουσα σιωπηλής συμμόρφωσης.
Δεν υπάρχει πια ανάγκη για μεγάλα αφεντικά, για υπουργεία αλήθειας ή για λογοκριτές. Το έργο το έχει αναλάβει η ίδια η συνήθειά μας, μεταμφιεσμένη σε αλγόριθμο. Ό,τι βλέπεις, ακόμη και το πιο τολμηρό και το πιο ηλίθιο, σε καθησυχάζει γιατί είναι γνώριμο, κι ό,τι είναι γνώριμο γίνεται γρήγορα αγαπητό, και ό,τι αγαπάς σε δένει πιο σφιχτά στο κλουβί σου…
Το πιο τρομακτικό δεν είναι η απαγόρευση, είναι η αδιάκοπη τροφοδότηση. Γιατί στην παλιά δυστοπία, ο Μεγάλος Αδελφός σε παρακολουθούσε. Στη μαύρη ουτοπία του αλγορίθμου, σε “τρώει” μέχρι θανάτου.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.