Αυτό το κείμενο αφιερώνεται σε εκείνους και εκείνες που ξέρουν πολύ καλά γιατί πάτησαν να το διαβάσουν.
Υπάρχουν δεκάδες λόγοι να ξεμείνεις μια φορά ή περισσότερες με μερικά ευρώ στο τέλος του μήνα. Άλλοτε, επειδή υπερέβαλλες σε κάποια έξοδό σου ή χρειάστηκε να αγοράσεις κάτι έκτακτο (του τύπου νέο λάπτοπ), άλλοτε-και συνηθέστερα- επειδή κλασικά ο μισθός, ή τέλος πάντων, το εισόδημά σου είναι κατασκευασμένο να διαρκεί 20-25 μέρες.
Με το σύνηθες αίσθημα της «ανακούφισης του φτωχού» που δεν χρωστάει σε άνθρωπο και χαμογελά, κι ας έχει άδεια τσέπη, ο μέσος εργαζόμενος των 800 ευρώ έχει συνηθίσει πια, λίγο πολύ, ότι οι τελευταίες μέρες του μήνα σημαίνουν σπίτι, αποφυγή delivery και take away καφέ, ακόμα και περιορισμό στην χρήση του αυτοκινήτου.
Κάνοντας google «ξέμεινα με πενήντα ευρώ στα τέλη του μήνα» με αρκετές παραλλαγές στην χρήση των λέξεων, δεν βρήκα κάποιο άρθρο ή δημοσίευση με συμβουλές για το τι κάνω, τι μπορώ να κάνω, τι μου απομένει να κάνω. Βρήκα αρκετά κείμενα και θέματα με συμβουλές για το πώς να μην ξεμένω με 50 ευρώ. Χαίρω πολύ.
Μια μεγαλούτσικη παρένθεση, επιτρέψτε μου.
Ναι, να μαζεύεις μερικά ψιλά (ένα ένα τα ευρώ, βγάζουν μέχρι κι ένα μικρό σούπερ μάρκετ), όχι, να μην παίρνεις κάθε μέρα καφέ απ’έξω, ναι, να μην κανονίζεις την διασκέδαση αποκλειστικά εκτός σπιτού, όχι, να μην θεωρείς fun αποκλειστικά την άμετρη κατανάλωση αλκοόλ που μειώνει δραματικά το budget. Οι απαντήσεις-αντίλογος σε αυτά είναι προφανείς: αν έχω μια πολύ ζόρικη εβδομάδα, μπορεί να θέλω να πιω πάρα πολύ (και πάρα πολλά, ενδεχομένως), παλεύω να τα βγάλω πέρα και δεν μπορώ να σκεφτώ πάντα με τον τρόπο που θα επιθυμούσα, δεν μπορώ να έχω την αυταπάρνηση, την συγκρότηση και την οργανωτικότητα που θα επιθυμούσα-ή μήπως δεν τα επιθυμώ και τόσο πολύ όλα αυτά τελικά;
Βαριέμαι να μαγειρέψω κάποιες φορές, παραγγέλνω βιαστικά κάτι που θα με κάνει ευτυχισμένη για πέντε-δέκα-δεκαπέντε λεπτά, πιθανώς μερικές μέρες μετά το έχω κιόλας μετανιώσει και λέω στην κολλητή: «το’ χω γ@μήσει πάλι αυτόν τον μήνα με τα φαγητά απ’ έξω και τα ταξί.» Α, τα ταξί. Πόσο έχουν ακριβύνει τα ταξί. Πάλαι ποτέ, με 3,5 ταπεινά ευρώ πήγαινες Κυψέλη Μοναστηράκι για πλάκα. Τώρα, αυτή η διαδρομή ξεπερνά τα 6 ευρώ, αν σε πιάσουν και μερικά φανάρια. Δηλαδή, παλιότερα, ας πούμε κάπου στο 2016 ή 2017, για μια μέση έξοδο μεσοβδόμαδα, χαλαρή ας πούμε, με 15 ευρώ ήμουν απολύτως εντάξει: δυο ποτήρια κρασί σε κάποιο μπαρ ή ταβέρνα, το ταξί του γυρισμού μου (ναι, ακόμα και με διπλή ταρίφα έβγαινε) και ίσως ένα σουβλάκι για να στρώσει το στομάχι.
Ας μην σχολιαστεί η τιμή στο σουβλάκι. Νιώθω αρχαία όταν λέω πως έχω προλάβει τυλιχτό στο 1.60, άντε και στο 1.80.
Απλούστερα, πριν μερικά χρόνια μπορούσα να με ελέγξω περισσότερο. Έπαιρνα ένα δεκάρικο και ένα πεντάευρω, για να μην παρασυρθώ και ξοδέψω περισσότερα. Τώρα, δεν ξέρω τι θα με βρει. Κι αν το ποτήρι το κρασί στο μπαρ έχει πάει στα 6 ευρώ; Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω εκτεθεί ή έχω νιώσει ανασφάλεια. Να’ χω κουβαλήσει δηλαδή λιγότερα χρήματα επάνω μου και να μην φτάνουν για όσα φέρνει η βραδιά. Να μην μπορώ να ακολουθήσω στο δεύτερο μπαρ για σφηνάκια, ας πούμε. Καλά, ακολουθούσα. Κάποια, κάποιος κέρναγε κι είχα την έννοια να το ανταποδώσω στην επόμενη έξοδο. Αλλά η διάθεση χαλασμένη. Να έχεις ξεμείνει. Να είσαι 29, 30 χρονών, να δουλεύεις όλη μέρα, να έχεις βγει ένα γαμημένο βραδάκι την εβδομάδα (άντε δύο) και να πρέπει να μετράς τα πεντάευρα, γιατί αν ξεφύγεις πολύ από τις 25 του μήνα και μέχρι να μπει ο μισθός θα τρως τοστάκια, μπανανούλες και καφέ στο θερμός τα πρωινά.
Κι αυτά τα τρώω, ρε παιδί μου, κι άλλες μέρες του μήνα. Ωραία είναι. Απλώς, ξέρω ότι έχω 275 ευρώ στην κάρτα κι ότι έχω την επιλογή να πάρω ό, τι θέλω από όποιο φαγάδικο θέλω, αλλά όχι, εγώ προτιμώ το χειροποίητο, το οικονομικό, το «από τα χεράκια μου». Χαίρομαι πολύ όταν καταφέρνω να είμαι εγκρατής, νιώθω ότι ωριμάζω. Κατά βάθος, θα ήθελα τα περισσότερα άνετα, εύκολα, ζουμερά, ξεκούραστα. Και ξέρω πολύ καλά, πια, ότι τα χρήματα διευκολύνουν απείρως την ζωούλα. Ταξιά, φαγητά που δε λερώνουν την κουζίνα μου για να ετοιμαστούν, κομμωτήριο μια φορά την εβδομάδα και περισσότερο, γενικώς ό, τι ποθώ, να βρίσκεται στα πόδια και τα χέρια μου.
Δεν θα παριστάνω ότι δεν απολαμβάνω τον Καπιταλισμό, όσο κι αν το μυαλό μου κλωτσάει. Καταλαβαίνω κάπως τους ανθρώπους που, όταν βγάζουν αρκετά περισσότερα χρήματα σε σχέση με αυτά που έβγαζαν κάποτε, αλλάζουν και lifestyle. Δημιουργούνται επιθυμίες-δεν αντέχω αν δε δω θάλασσα/το τιρήμερο θα την κάνω, το’ χω ανάγκη, πρέπει να ξεφύγω/χρειάζομαι πραγματικά ένα μασάζ σήμερα/πρέπει να πάρω ένα καλό δώρο στον τάδε, του’ χω υποχρέωση, πρέπει να του πω ευχαριστώ με τον τρόπο μου, ναι, πρέπει να πάω για ψώνια σήμερα οπωσδήποτε.
Ανήκω στην θλιβερή* πλειοψηφία των ανθρώπων που θα ήθελαν άλλα 1.000 ευρώ τον μήνα. Και μην τρελαθούμε, όχι απλώς για να βελτιώσω την ζωή μου, να κάνω οικογένεια, να μένω σε καλύτερο σπίτι, να μπορώ να νιώθω πιο ασφαλής, να προσφέρω περισσότερο στον συνάνθρωπο και άλλα τέτοια νορμάλ και υγιή. Τα θέλω και για να θρέψω τις τεμπέλικες ποιότητές μου, τις κακομαθημένες, τις κοριτσίστικες. Πολύ φοβάμαι ότι και πάλι δεν θα μπορούσα να κάνω αποταμίευση. Τουλάχιστον, τον πρώτο καιρό. Θα άλλαζα χρώμα στα νύχια μου όσα συχνά μου κάπνιζε. Θα ψώνιζα σαχλαμάρες για το σπίτι: αυτά τα παράλογα ακριβά κεριά στα γυάλινα βάζα τους που δίνουν νόημα για μερικά δευτερόλεπτα στην ζωή σου που, κατά βάση, μυρίζει σκατά και όχι seasalt-δενδρολίβανο-άγριο κεράσι. Ή ένα σωρό ριχτάρια, σατέν μαξιλαροθήκες και χαλάκια, χαλάκια, χαλάκια, λατρεύω τα χαλάκια όλων των ειδών, για το μπάνιο, για την κουζίνα, για παντού. Πιθανώς, θα δοκίμαζα κι άλλα κουλά φαγητά ή θα έκανα περισσότερα ναρκωτικά.
Και τι κάνεις, βρε θεοφτώχου, όταν ξεμένεις με ένα πενηντάρικο και πολύ λέω την τελευταία εβδομάδα του μήνα;
Ανασαίνεις βαθιά. Κουνάς με νόημα το κεφάλι στον εαυτό σου στον καθρέφτη. Γράφεις περισπούδαστα άρθρα. Βασίζεσαι στην καλοσύνη των φίλων-ειδικά αν έχεις επιδείξει και εσύ την δική σου καλοσύνη σε εκείνους. Κόβεις από δω, κόβεις από κει. Και μετράς μερούλες. Πότε πέφτει αυτόν τον μήνα η τελευταία μέρα του; Πέφτει 29 Παρασκευή, ας πούμε, άρα θα τα βάλουν τότε, άρα θα είμαι εντάξει το Σου Κου. (οποία ωριμότης)
Όχι απλώς επειδή ο μισθός δεν φτάνει για την γαμάτη ζωή που σου αξίζει, γιατί έχουν ακριβύνει όλα παράλογα. Αλλά και επειδή, κάποιες μέρες, κάποιες νύχτες, δεν αντέχεις να σκέφτεσαι άλλο λογικά, δεν αντέχεις να περιορίζεσαι. Το γυρνάω στο άλφα ενικό. Ναι, δεν αντέχω κάποιες φορές. Δεν έμοιασα στους γονείς μου. Πιθανώς, δεν είμαι έτοιμη να γίνω μάνα, κι ας λέω, κι ας νιώθω. Θέλω τα noodles μου, την παλόμα μου, την ταξάρα μου. Θέλω να μην σκέφτομαι τώρα κάτι άλλο. Θέλω να μιλήσω για τα γκομενικά μου πάνω από ξέχειλα τασάκια. Θέλω να ζαλιστώ ανέμελη. Και μετά, ας ζοριστώ. Συνήθισα, εγώ και γενιά μου, στα ζόρια τέτοιου τύπου. Όχι, δεν είχαμε κατοχή, δεν πολεμήσαμε, όχι δεν φάγαμε μπομπότα, αλλά, basta, δεν έχουμε περάσει και λίγα, δεν περνάμε και λίγα.
Κοίτα, έχω πληρωμένο το νοίκι, το κινητό και την εφορία μου. Άσε με ήσυχη, εαυτέ μου αυστηρέ. Θα μείνω με 50 ευρώ, ολόδικά μου γαμημένα 50 ευρώ, που αν ήμουν στ’ αλήθεια μάγκας θα τα έκαιγα κι αυτά και θα τα’ κανα και στόρυ να καίγονται (που λέει ο λόγος) γιατί δε φτάνουν για τίποτα σχεδόν και καλύτερα, καμιά φορά, να έχεις Τίποτα παρά Καθόλου, είναι πιο υπερήφανο το μηδέν από το λιγοστό, πιο λεβέντικο, πιο καθαρό.
Όταν συνειδητοποιώ ότι τα’ χω κάνει πάλι σκατά με τον μήνα μου γιατί ΠΑΛΙ ήθελα να φάω νιγκίρι και ακριβό οικογενειακό παγωτό, κάνω άμεσα ένα σωτήριο σούπερ μάρκετ: αγοράζω ό, τι φθηνότερο, να μην ξεμείνω από φαγητό-όχι ότι δεν εχω ζήσει επικές εποχές που έχω τραφεί με ντοματίνι-παριζάκι-φρυγανιά-αυγό για μια ολόκληρη εβδομάδα, μιας που προτίμησα να αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια. Φροντίζω να εφοδιαστώ με φαγητό για τα γατόσκυλα, αυτά δεν πρόκειται να χάσουν την βολή τους, πιο οικονομικό στα τέλη του μήνα από γνωστό βουλγαρικό brand που βρίσκεται σε όλη την Αθήνα. Ρυθμίζω ραντεβού κι εξόδους κοντύτερα στο σπίτι μου, περιορίζω την πιθανότητα να χρειαστώ ταξί.
Αν χρειαστεί, αναβάλλω κάτι για τις ωραίες, ηλιόλουστες πρώτες μέρες του νέου μήνα, όπου θα είμαι πάλι μπίλιονερ και θα σκορπάω αβέρτα τα γκαφρά. Μαγειρεύω δυο τρία φαγητά μαζί, να μην πάω καμία μέρα στην δουλειά χωρίς τάπερ. Καθυστερώ μια πληρωμή που με παίρνει να καθυστερήσω. Τύπου, ας σώσω τα 9 ευρώ των κοινοχρήστων την άλλη εβδομάδα, δεν θα χάσω τον ύπνο μου ή την αξιοπρέπειά μου ούτε εγώ, η διαχειρίστρια. Υπολογίζω μες στο κεφάλι μου να περιορίσω το κάπνισμα, να γλιτώσω ένα ή δύο πακέτα τσιγάρα. Ευτυχώς, με το τσιγάρο κάνω ό, τι θέλω. Αντέχω να μην καπνίσω με τον καφέ ή με το ποτό.
Και εννοείται, αν τα βρω σκούρα, παίζει κουμπαράς. Έχω έναν μικρό πράσινο κουμπαρά στην βιβλιοθήκη μου, που γεμίζω με εικοσάλεπτα και πενηντάλεπτα στην διάρκεια του μήνα. Αυτός ο κουμπαράς, αυτή η παιδικού τύπου οικονομία, με έχει σώσει. Έχω εξορύξει έως και δεκαπέντε ευρώ από εκεί μέσα-έχω εξασφαλίσει, μια φορά,ένα δώρο για έκτακτο πάρτυ γενεθλίων γνωστής, στο οποίο δεν μπορούσα να πάω με άδεια χέρια. Πλιζ, μην έχετε γενέθλια την τελευταία εβδομάδα του μήνα. Κάντε, εν πάση περιπτώσει, το πάρτυ σας στις αρχές του επόμενου.
Τέλος, βαθιά ανάσα και ομολογία, βγαίνω εκείνες τις δύσκολες μέρες από το σπίτι χωρίς καθόλου λεφτά. Πάω δουλειά χωρίς λεφτά: έχω τον καφέ μου, το φαγητό μου, είμαι αυτάρκης. Οκτώ ώρες είναι. Δεν θα χρειαστώ κάτι. Αν δεν έχω τσιγάρα, κάνω τράκα από τα κορίτσια. Τον άλλο μήνα θα τους πάρω καπνό ή πακέτο, να νιώθω καλά.
Αν αυτός ο μήνας είναι ο πρώτος της ζωής σου κατά τον οποίο ξέμεινες με 35 ή 40 ή 60 ευρώ (και να ξέρεις, όταν συμβαίνει αυτό οι μέρες δεν περνάνε και πολύ εύκολα γιατί αγχώνεσαι), καλωσήρθες στο κλαμπ. Το πιθανότερο είναι αυτό, ή περίπου αυτό, ως συνθήκη, να ισχύει για αρκετούς ανθρώπους του περιγύρου σου. Ακύρωσε μια έξοδο και μείνε σπίτι να ασχοληθείς επιτέλους με τα ρούχα, να ανεβάσεις τα χειμωνιάτικα, να κατεβάσεις τα καλοκαιρινά. Ζήτα δανεικά από κάποιον ή κάποια που έχεις την άνεση για να μη μείνεις με άδειο ψυγείο. Προς Θεού, μην σε πιάσουν τα διαόλια σου και τα φας όλα, αυτά τα λίγα λεφτά σου, σε μια νύχτα. Δηλαδή, όχι, δεν αγοράζουμε δυο μπουκάλια ποτά που τα πίνουμε εν εξάλλω με φίλους στο σπίτι μέχρι τα ξημερώματα και, ύστερα, έχουμε 5 ή 0 ευρώ. Όχι, όχι, όχι.
Από την άλλη, γιατί όχι;
Βαριέμαι τις συμβουλές για καλύτερη οικονομία, για καλύτερη ζωή, ασφυκτιώ καμιά φορά με όλα αυτά. Άρθρα και βιβλία, τεράστια σπατάλη μελανιού και χαρτιού με βερεσέ tips και οδηγίες χρήσης προς μελλοθάνατους.
«Η ζωή μας είναι άσκοπα λαχανικά» λέει η Γώγου και παραφράζω «Η ζωή μας είναι άσκοπη» εν γένει, κι ας έχει σκοπούς, στοχοθεσία και όνειρα όμορφα. Συναντάς μοναχικούς και λούμπεν και σου λένε πως ξέμειναν μόνοι κι ότι έπρεπε να κάνουν άλλες επιλογές κάποτε. Μιλάς με οικογενειάρχες, συναταξιούχους και καλοβαλμένες κυρίες στη λαϊκή και σε συμβουλεύουν να ζήσεις όπως γουστάρεις και πως θα έδιναν τα πάντα να είχαν πίσω τα νιάτα τους. Το μάτι τους αστράφτει.
Καμία συμβουλή, ειδικά για εμάς που δεν έχουμε οικογένεια ακόμα. Ειδικά για εμάς που επιλέξαμε να μην στερηθούμε την ηδονή μας ή τα όνειρά μας για την ασφάλειά μας. Κοίτα, δεν μπορείς να τα έχεις και όλα: και μποεμία και σιγουριά-σταθερότητα δεν πάνε μαζί. Κάποτε, ίσως έρθει η στιγμή να ταχθώ ειλικρινώς σε ένα από τα δύο μονοπάτια. Και ή να συνεχίσω έτσι, ρέμπελη, αυθόρμητη, ευτυχοδυστυχισμένη ή να πάρω εκείνο της σοβαρότητας, όπως λέει κι ο μπαμπάς μου, να με σφίξω λιγάκι, να ισιώσω πλάτη, να δυστυχοευτυχήσω.
Και σιγά τις ακρότητες που κάνω, μωρέ, σιγά τις ακρότητες που κάνουμε, σιγά τους ροκ σταρ που είμαστε. Σιγά τα αίματα. Για μερικά ποτά παραπάνω και μια ατασθαλία; Πόσες τύψεις μάς έχει γεμίσει, ρε γαμώτο, η εποχή, το Λίγο της, το μονίμως Ζορισμένο της;
Όχι, ρε φίλε. Δεν έχω χίλια ευρώ ή δύο χιλιάρικα σε καμία τράπεζα. Δες όμως: έχω ταξιδέψει σε 12 χώρες, έχω μερικά αγαπημένα σημαδάκια στο σώμα μου από έξαλλα καλοκαίρια, έχω στέκια στην Αθήνα (κάνω αγκαλιές με τους barkeepers τους, με κερνούν σφηνάκια, γελάει το χειλάκι μου), έχω βρει μια άκρη από το μπερδεμένο κουβάρι που μου πέταξαν στα χέρια όταν με γέννησαν χωρίς να με ρωτήσουν, κάνω λάθη, ωριμάζω αγκαλιάζοντας τις ανώριμες πτυχές μου.
Δεν γουστάρω να κρεμάω κανέναν με τα λεφτά, δεν γουστάρω να χρωστάω, ούτε βέβαια απαιτώ από κανέναν να με φροντίσει ή να με θρέψει ή να με στέρξει επειδή εγώ είμαι σπάταλη ή επιπόλαιη. Είμαι ανεξάρτητη και αυτό έχει άχθος, ευθύνη και συνέπειες, όσο καταπληκτικό και αν είναι.
Κοίτα, αν θέλω να ξεμείνω με μηδέν ευρώ τις τελευταίες τρεις μέρες του μήνα, θα το κάνω. Τις προηγούμενες εικοσιεφτά μέρες θα τις έχω κατασπαράξει μέχρι το μεδούλι τους.
Ίσως με την τρέλα που κουβαλάμε ορισμένοι να βγάλουμε περισσότερα λεφτά μες στα επόμενα χρόνια, κι ας είναι οι προβλέψεις του μέλλοντός μας δυσοίωνες. Από την άλλη, ίσως, κάποτε, υπογράψω ένα άρθρο με δέκα, πενήντα ή εκατό τρόπους να κάνεις οικονομία/να είσαι ευτυχισμένος/να είσαι τακτοποιημένη/να είσαι φυσιολογικός, κι ας είναι οι προβλέψεις του δημοσιογραφικού-συγγραφικού μέλλοντός μου ευοίωνες. Κανείς δεν ξέρει.
Ε, μέχρι να μάθουμε, αν μάθουμε ποτέ, ας ζήσουμε. Όπως μπορεί και αντέχει καθένας.
*λέω «θλιβερή», γιατί θα προτιμούσα να συναντώ συχνότερα και περισσότερους ανθρώπους που να λένε «θέλω περισσότερους φίλους, θέλω περισσότερη έμπνευση, θέλω περισσότρη ειρήνη μέσα μου» κι όλα αυτά τα ρομαντικά, από το να λένε συνεχώς και αδιαλείπτως «θέλω περισσότερα λεφτά». Τα λεφτά, πάντα τα λεφτά, γαμώτο.