Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας βρίθει παραδειγμάτων ηγετών που έμοιαζαν καταδικασμένοι να γίνουν σημείο αναφοράς, είτε ως καταλύτες αλλαγής είτε ως προσωποποιήσεις αδιεξόδων. Ο Αλέξης Τσίπρας ανήκει στην πρώτη κατηγορία, ακόμη κι αν τα χρόνια της διακυβέρνησής του αφήνουν πίσω τους ένα τοπίο γεμάτο επικοινωνιακές αντιφάσεις. Στη σημερινή συγκυρία όπου η προοδευτική αντιπολίτευση δείχνει να πορεύεται με σύγχυση, έλλειμμα οράματος και κατακερματισμό, το όνομα Τσίπρας επιστρέφει σχεδόν εμμονικά. Ένα μεγάλο τμήμα όμως αυτής αρνείται πεισματικά να παραδεχθεί πως ο πρώην πρωθυπουργός παραμένει η μόνη ρεαλιστική λύση.
Η άρνηση αυτή δεν είναι τυχαία. Πηγάζει από τρεις βασικές πηγές: το τραύμα του 2015, την ιδεολογική αμηχανία της Κεντροαριστεράς και τον φόβο για την κυριαρχία μιας προσωπικότητας που επισκιάζει τους πάντες. Το δημοψήφισμα και η μνημονιακή εναρμόνιση μέχρι την έξοδο του 2018 υπήρξε μία στιγμή ιστορικής ρήξης που για πολλούς άφησε πληγή ανοιχτή. Η αριστερά δεν συγχωρεί εύκολα και μεγάλο μέρος του στελεχικού δυναμικού της εξακολουθεί να βλέπει τον Τσίπρα ως εκείνον που πρόδωσε το όραμα. Όμως πέρα από τον συναισθηματισμό, η πραγματικότητα παραμένει αμείλικτη: καμία άλλη προοδευτική προσωπικότητα δεν διαθέτει το εύρος, την αναγνωρισιμότητα εντός κι εκτός συνόρων για τη συγκρότησης πλειοψηφικού ρεύματος.
Η δεύτερη πηγή άρνησης είναι η ιδεολογική αστάθεια της λεγόμενης κεντροαριστερής αντιπολίτευσης. Εγκλωβισμένη ανάμεσα σε έναν φιλελεύθερο εκσυγχρονισμό χωρίς ψυχή και μια αριστερή ρητορική χωρίς προοπτική εξουσίας, αδυνατεί να αρθρώσει πειστικό λόγο. Στην πράξ η συζήτηση αναλώνεται σε εσωστρεφείς διαμάχες, μικροκομματικές αντιπαραθέσεις και στρατηγικές “μικροδιαφοροποίησης” που περισσότερο θολώνουν παρά φωτίζουν. Το όνομα Τσίπρας ως κυρίαρχη μορφή με διεθνές αποτύπωμα και ευρεία αναγνωρισιμότητα λειτουργεί σαν καθρέφτης της δικής τους αδυναμίας.
Ο τρίτος παράγοντας είναι η προσωπική διάσταση. Ο Τσίπρας δεν είναι απλώς ένας πολιτικός ηγέτης. Είναι ένας χαρισματικός πόλος κι η απουσία του είναι αισθητή, αν κάποιος παρακολουθεί τις συζητήσεις στο Κοινοβούλιο. Είτε συμφωνεί κανείς είτε διαφωνεί με τις επιλογές του δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι έχει την ικανότητα να εμπνέει, να συσπειρώνει, να κινητοποιεί και αυτή η ικανότητα προκαλεί φόβο σε εκείνους που επιδιώκουν να διαμορφώσουν χώρο για τους ίδιους. Η άρνηση να αναγνωρίσουν την ηγεμονία του δεν είναι μόνο πολιτική, είναι και βαθιά προσωπική: ένας ανταγωνισμός που τρέφεται από φιλοδοξίες και από την ψευδαίσθηση ότι η συγκυρία μπορεί να γεννήσει έναν νέο ηγέτη από το πουθενά.
Αν δει κανείς όμως τη μεγάλη εικόνα, γίνεται σαφές πως η αντιπολίτευση σήμερα χρειάζεται κάτι περισσότερο από μικρές ηγετικές φιλοδοξίες και κομματικά λογότυπα. Χρειάζεται έναν άξονα γύρω από τον οποίο θα μπορέσει να οικοδομήσει αντιπαράθεση με την κυβερνητική ηγεμονία και αυτός ο άξονας, είτε το θέλουν είτε όχι, είναι ο Τσίπρας. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν πρέπει να τον αποδεχθούν, αλλά αν μπορούν να τον αξιοποιήσουν δημιουργικά.
Από την άλλη πλευρά, η επιστροφή στο πρόσωπο του Τσίπρα δεν σημαίνει ότι η προοδευτική αντιπολίτευση πρέπει να αγνοήσει τα λάθη και τις αδυναμίες της προηγούμενης περιόδου. Ούτε ότι ο ίδιος ο Τσίπρας μπορεί να επανεμφανιστεί χωρίς αυτοκριτική και ανανέωση. Η ηγεσία του θα πρέπει να στηριχθεί σε ένα νέο πολιτικό σχέδιο που θα ξεπερνά το τραύμα του 2015 και θα δίνει απαντήσεις στα ζητήματα του σήμερα: την ανισότητα, την κλιματική κρίση, τη δημοκρατική υποχώρηση, την κοινωνική συνοχή. Αν δεν υπάρξει αυτό το περιεχόμενο, η επιστροφή θα είναι απλώς μια ανακύκλωση μνήμης.
Η άρνηση να παραδεχθεί κανείς την πραγματικότητα καταλήγει να ενισχύει την κυβερνητική σταθερότητα. Όσο οι προοδευτικές δυνάμεις σπαράσσονται στο εσωτερικό τους και αποφεύγουν να αναγνωρίσουν τον μόνο ηγέτη που μπορεί να διεκδικήσει πλειοψηφικό ρόλο, τόσο το πεδίο αφήνεται ελεύθερο στην εξουσία και την παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία. Σε αυτό το κενό η κοινωνία μαθαίνει να ζει με την ιδέα πως η αντιπολίτευση δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστική εναλλακτική.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχει χρόνος. Η πολιτική συγκυρία δεν περιμένει. Οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται, η νέα γενιά αναζητά προοπτική, η δημοκρατία δοκιμάζεται. Ο Τσίπρας με όλα τα βαρίδια αλλά και τα πλεονεκτήματά του παραμένει η μόνη μορφή που μπορεί να μιλήσει σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, να διασπάσει τη στασιμότητα και να προκαλέσει αληθινή πολιτική συζήτηση.
Εν κατακλείδι η προοδευτική αντιπολίτευση χρειάζεται να αφήσει στην άκρη τον φόβο και τον εγωισμό και να δει την πραγματικότητα με καθαρό μάτι: χωρίς Τσίπρα, το παιχνίδι είναι χαμένο πριν καν αρχίσει. Το ζήτημα δεν είναι να λατρέψει κανείς τον ηγέτη, αλλά να αναγνωρίσει τον ρόλο που μπορεί να παίξει στη συλλογική προσπάθεια. Στην πολιτική, όπως και στη ζωή η άρνηση συχνά ισοδυναμεί με αδράνεια κι η αδράνεια σε μια περίοδο που όλα αλλάζουν ισοδυναμεί με ήττα χωρίς μάχη.