Την άνοιξη του 2024, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – ωσάν σωστός κοινωνικοπολιτικός καταλύτης –  ψήφισε υπέρ της αναθεώρησης της μεταναστευτικής του πολιτικής, ώστε να κατανεμηθεί ομοιόμορφα η ευθύνη μεταξύ των κρατών μελών για τη διαχείριση της άφιξης μεταναστών και αιτούντων άσυλο. Ωστόσο, στις λεπτομέρειες της συμφωνίας κρύβονται διατάξεις που επιτρέπουν τις (φανερές ή κρυφές) πληρωμές σε τρίτες χώρες για να εμποδίσουν την είσοδο αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη – και, το πιο δυσοίωνο όλων, μέχρι και προκαταρκτικά σχέδια για μαζικές απελάσεις.

Είναι σαφές ότι τα κυρίαρχα κόμματα της ΕΕ ακούν τα βήματα των αντιμεταναστευτικών, λαϊκιστικών δεξιών κομμάτων, τα οποία έκαναν σημαντική πρόοδο στις εκλογές του Ιουνίου 2024 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και επιδιώκουν να μειώσουν την απήχησή τους με αυστηρότερα όρια σε όσους επιτρέπεται να εγκατασταθούν στην Ευρώπη. Άλλωστε, έχει αποδειχτεί προ πολλού ότι η ιδέα της προσέλκυσης ψηφοφόρων με το να εμφανίζονται σκληρά απέναντι στη μετανάστευση είναι ελκυστική για τα κεντροδεξιά ή ακροδεξιά κόμματα.

«Αρχικά η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος κυρίως από τα ακροδεξιά κόμματα αποτελεί σημαντικό πηγή άντλησης ψηφοφόρων. Τα ακροδεξιά κόμματα συνήθως κατακρίνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις χαλαρές πολιτικές που θεωρούν πως επιβάλλει, οι οποίες κατά τους ίδιους όχι μόνο δεν αποτελούν λύση στο πρόβλημα αλλά το εντείνουν. Κατά τους ίδιους η εξουσία στο συγκεκριμένο κομμάτι πρέπει να δίνεται στα κράτη για να επιβάλλουν τις πολιτικές τους, οι οποίες θα περιλαμβάνουν σκληρότερα μέτρα. Συγκεκριμένα με τα χρήση του φόβου, πως δηλαδή οι μετανάστες από την Ασία και την Αφρική δεν μπορούν να ενσωματωθούν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, λόγω κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών διαφορών, καταφέρνουν να πείσουν μεγάλες μερίδες ανθρώπων να τους ψηφίσουν για να μην κινδυνεύσουν οι ζωές τους», επισημαίνει εμφατικά σχετικό άρθρο του philenews.

Ο κοινωνικός καταλύτης του μεταναστευτικού

Ωστόσο, όλη αυτή η εστίαση αποκλειστικά στη μετανάστευση συσκοτίζει μια άλλη ισχυρή και καταλυτική δύναμη πίσω από αυτή την τάση: τη μετανάστευση ή τη μετακίνηση ανθρώπων εκτός μιας περιοχής ή χώρας. Σε μια πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη, η ερευνητική ομάδα του αμερικανικού ιστότοπου The Conversation διαπίστωσε μια σχέση μεταξύ της μετανάστευσης από χώρες και της αύξησης των ψήφων για λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα σε 28 ευρωπαϊκές χώρες στα μέσα της δεκαετίας του 2010.

Η ίδια η μετανάστευση ακολουθεί σε όλο τον κόσμο μια γνωστή και καθιερωμένη τάση: καθώς οι χώρες μεταβαίνουν σε μεταβιομηχανικές οικονομίες, οι νεότερες γενιές εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και τις μικρές πόλεις για μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες εκπαίδευσης και σταδιοδρομίας.

Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Ισπανία, η οποία έχει χάσει το 28% του αγροτικού πληθυσμού της τα τελευταία 50 χρόνια. Αντιμέτωπη με παρόμοιες μειώσεις, η Ιταλία κατέφυγε πρόσφατα στο να πληρώνει ανθρώπους για να μετακομίσουν στα χωριά της που αδειάζουν. Οι επαρχίες των Ηνωμένων Πολιτειών αντιμετωπίζουν επίσης κατακόρυφη απώλεια πληθυσμού λόγω του συνδυασμού χαμηλής γονιμότητας / λίγων γεννήσεων και μετανάστευσης.

καταλύτης
Φωτ.: Γιάννης Μαρκάκης/ eleftheriaonline/ Eurokinissi

Case study: Η άνοδος της ακροδεξιάς της Σουηδίας

Η περίπτωση της Σουηδίας δείχνει το πώς η μετανάστευση μπορεί να ωφελήσει τους λαϊκιστές της ριζοσπαστικής δεξιάς. Από το 2000 έως το 2020, ο μεταναστευτικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε από 11% σε σχεδόν 20%. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πάνω από τους μισούς σουηδικούς δήμους παρουσίασαν μείωση του πληθυσμού, καθώς οι άνθρωποι μετακινήθηκαν προς τις μεγάλες πόλεις της χώρας, τη Στοκχόλμη, το Μάλμε και το Γκέτεμποργκ.

Επί μακρόν κυριαρχούμενη από κεντρώες και κεντροαριστερές πολιτικές, η Σουηδία είναι επίσης μάρτυρας μιας αξιοσημείωτης κομματικής μετατόπισης. Το παλαιότερο και μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, σημειώνει σταδιακή μείωση της δημοτικότητάς του. Εν τω μεταξύ, οι λαϊκιστές, αντιμεταναστευτικοί Σουηδοί Δημοκράτες, που κάποτε θεωρούνταν μια περιθωριακή ομάδα με φασιστικό παρελθόν, έχουν σημειώσει σημαντικά κέρδη και κατέχουν πλέον το ένα πέμπτο των εδρών στο εθνικό κοινοβούλιο.

Ως αποτέλεσμα, η χώρα κυβερνάται πλέον από έναν κεντροδεξιό συνασπισμό μειοψηφίας που εξαρτάται από την υποστήριξη των λαϊκιστών της ριζοσπαστικής (ακρο)δεξιάς.

Ενώ η μετανάστευση αποτελεί βασικό πολιτικό ζήτημα για τους Σουηδούς Δημοκράτες, έχει διαπιστωθεί μια αυξανόμενη υποστήριξη για το κόμμα σε περιοχές που δεν επηρεάζονται σχετικά από τη μετανάστευση. Στην πραγματικότητα, εξετάζοντας τις εκλογές κατά τη διάρκεια δύο δεκαετιών, η ριζοσπαστική δεξιά κατάφερε να σημειώσει μεγάλα κέρδη σε δήμους που έχασαν πληθυσμό.

Από όλα αυτά, προκύπτει ότι η έξωθεν μετανάστευση ήταν πολύ λιγότερο σημαντικός παράγοντας πίσω από αυτό σε σύγκριση με την εσωτερική μετανάστευση / τοπική αποδημία.

Δύο βασικοί λόγοι εξηγούν αυτή τη δυναμική. Πρώτον, όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες, οι άνθρωποι που μετακινούνται από την περιφέρεια προς τις αστικές περιοχές είναι πιο πιθανό να κλίνουν προς τα αριστερά, πολιτικά μιλώντας. Με την αποχώρησή τους, η εναπομείνασα δεξαμενή ψηφοφόρων περιέχει φυσικά μεγαλύτερο ποσοστό συντηρητικών από ό,τι πριν. Αλλά η σύνθεση του εκλογικού σώματος είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας.

Οι πολιτικές τάσεις των ψηφοφόρων στις περιοχές που υποφέρουν άλλαξαν επίσης, από την κεντροαριστερά στη λαϊκιστική δεξιά. Καθώς οι κοινότητες αυτές χάνουν όλο και περισσότερο από τον πληθυσμό τους, ως αποτέλεσμα, τα σχολεία και τα νοσοκομεία κλείνουν, οι δημόσιες συγκοινωνίες κόβονται και οι τοπικές επιχειρήσεις κλείνουν.

Μαζί με αυτές τις μειώσεις της ποιότητας ζωής, το να ζει κανείς σε έναν τόπο που τόσοι πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να εγκαταλείψουν δημιουργεί μια αίσθηση δυστυχίας σε όσους μένουν πίσω. Πολλοί τοπικοί δήμαρχοι στην Σουηδία μίλησαν μάλιστα για μια “συλλογική κατάθλιψη”.

Εύλογα, η απογοήτευση αυτή παρέχει πρόσφορο έδαφος για να το εκμεταλλευτούν τα κόμματα της ριζοσπαστικής ακροδεξιάς. Η επιτυχία των Σουηδών Δημοκρατών είναι εν μέρει μια διαμαρτυρία κατά του πολιτικού κατεστημένου.

Και η ΕΕ δείχνει ανίκανη να διαχειριστεί τα προβλήματα που ενσκήπτουν στις ευρωπαϊκές χώρες που πλήττονται όχι μόνο από την εξωτερική, αλλά και από την εσωτερική μετανάστευση.

H άνοδος της ακροδεξιάς μολύνει την πολιτική σε όλη την Ευρώπη

Τα ακροδεξιά κόμματα είναι οι νικητές των πρόσφατων ευρωεκλογών, όπως υποστηρίζει ο δημοσιογράφος Πίτερ Πόπαμ σε άρθρο του στην βρετανική εφημερίδα «Independent».

«Ακροδεξιά κόμματα ολοένα και ξεπροβάλλουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως την Φινλανδία, την Νορβηγία, την Ουγγαρία, τη Γαλλία και την Ελλάδα, απειλώντας να αποκτήσουν πολιτική εξουσία ή να παίξουν το δικό τους ρόλο στο πολιτικό σκηνικό», επισημαίνει ο βρετανός αρθρογράφος.

Παρόμοια επίδειξη δύναμης της ακροδεξιάς ιδεολογίας κάνει εδώ και χρόνια στην Ολλανδία το ακροδεξιό «Κόμμα για την Ελευθερία» (PVV) του Χερτ Βίλντερς, ειδικά όταν προ ετών εγκατέλειψε το τραπέζι των συνομιλιών για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, εξαναγκάζοντας σε παραίτηση την κεντροδεξιά κυβέρνηση μειοψηφίας της χώρας.

Ίδια κατάσταση επικρατεί και στη Γαλλία, με το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, ενώ και στην Βρετανία επί χρόνια υπήρχαν οι «κρυμμένοι ρατσιστές» (όπως τους αποκάλεσε προ δεκαετίας ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός της χώρας, Ντέιβιντ Κάμερον), του ακροδεξιού κόμματος UKIP (Κόμμα για την Ανεξαρτησία του Ηνωμένου Βασιλείου) του Νάιτζελ Φάρατζ που αντιμετωπίζει με απίστευτη σκληρότητα τους ξένους μετανάστες.

«Η Ευρώπη μοιάζει με ένα βρεγμένο χωράφι που περιμένει κάποιον να του ρίξει ένα σπίρτο και να το κάνει παρανάλωμα του πυρός», καταλήγει με τη σειρά του ο Γάλλος Νικολά Λεμπούργκ, ειδικός επί θεμάτων ακροδεξιάς στο πανεπιστήμιο του Περπινιάν.