«Δύο τρόποι υπάρχουν για την επίλυση των τραγωδιών: ο σαιξπηρικός και ο τσεχοφικός. Στο τέλος μιας σαιξπηρικής τραγωδίας, η σκηνή είναι σπαρμένη με πτώματα και ίσως να αιωρείται κάπου ψηλά το φάντασμα της Δικαιοσύνης. Στην τσεχοφική τραγωδία, απ’ την άλλη, ο επίλογος βρίσκει όλους τους ήρωες ψυχικά ράκη, δυστυχείς, πικραμένους, αποκαρδιωμένους, αλλά, πάντως, ζωντανούς. Προτιμώ λοιπόν την τσεχοφική και όχι τη σαιξπηρική λύση για την ισραηλινο-παλαιστινιακή τραγωδία».
Αμος Οζ (1939-2018), Ισραηλινός συγγραφέας
Έχουμε 2015 και ο ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου προκαλεί ένα σχετικό σάλο ένθεν και ένθεν υποστηρίζοντας δημοσίως σε δηλώσεις του ότι το «Ολοκαύτωμα ήταν πνευματικό παιδί του Μεγάλου Μουφτή της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίν αλ-Χουσεϊνί», ο οποίος, όπως ισχυρίστηκε ο Νετανιάχου, «πρότεινε στον Αδόλφο Χίτλερ τη μαζική δολοφονία των Εβραίων κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο Βερολίνο το 1941».
Το πλήρες ιστορικό αρχείο της συνάντησης μεταξύ του Αλ-Χουσεϊνί και του Χίτλερ, στις 28 Νοεμβρίου 1941, είναι διαθέσιμο για τον καθένα στο διαδίκτυο –πρόκειται για ένα ιστορικά σημαντικό έγγραφο, το οποίο καθιστά σαφές ότι ο ισχυρισμός-κατηγορία του Νετανιάχου είναι απολύτως ψευδής.
Όταν συναντήθηκαν το 1941 ο Χίτλερ και ο Αλ-Χουσεϊνί, ο (παλαιστινιακής καταγωγής) μωαμεθανός θρησκευτικός ηγέτης ξεκίνησε τη συζήτηση δηλώνοντας ότι «εσείς οι Γερμανοί και εμείς οι Άραβες έχουμε τους ίδιους εχθρούς: τους Άγγλους, τους Εβραίους και τους κομμουνιστές».
Πρότεινε λοιπόν στον Φύρερ να δρομολογήσει μια «εξέγερση των Αράβων σε όλη τη Μέση Ανατολή» για να πολεμήσουν τους Εβραίους, τους Άγγλους που εξακολουθούσαν να κυβερνούν την Παλαιστίνη και να ελέγχουν το Ιράκ και την Αίγυπτο, αλλά και τους Γάλλους, που έλεγχαν τη Συρία και τον Λίβανο.
Ο Βενιαμίν Νετανιάχου, ορμώμενος από την συζήτηση αυτή, το μόνο που έκανε ήταν να πει ψέματα, απευθυνόμενος στο «μαλακό υπογάστριο» του εθνικισμού – το ίδιο «υπογάστριο» που το εξέλεξε πρωθυπουργό του Ισραήλ.
Το ψέμα του Νετανιάχου ήταν το ότι ο (παλαιστινιακής καταγωγής) Μουφτής δεν μπορούσε να είναι ο «πνευματικός πατέρας» του Ολοκαυτώματος, καθώς η απόφαση για την μαζική εξόντωση άνω των 6 εκατομμυρίων Εβραίων είχε ήδη ληφθεί από τον Χίτλερ και το επιτελείο του πολύ νωρίτερα μέσα στο 1941.
Η εφαρμογή της πολιτικής αυτής, μάλιστα, είχε αρχίσει αμέσως μετά την εισβολή στην ΕΣΣΔ στις 22 Ιουνίου, όταν οι γερμανικές διμοιρίες άρχισαν να μαζεύουν και να εκτελούν κατά χιλιάδες Εβραίους καθώς τα στρατεύματα προωθούνταν στην ΕΣΣΔ. Στις 31 Ιουλίου, ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, επικεφαλής των SS, είχε λάβει οδηγία να προετοιμάσει «την ολική και οριστική λύση του εβραϊκού ζητήματος»: την «Τελική Λύση».
Η κατασκευή των στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Πολωνία άρχισε ακριβώς εκείνη την περίοδο, με τον Φύρερ να λέει στον Μουφτή ότι «η θεμελιώδης στάση της Γερμανίας είναι σαφής: η Γερμανία στέκεται υπέρ του ασυμβίβαστου πολέμου κατά των Εβραίων».
Κατά τον Χίτλερ, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επρόκειτο για «μια μάχη μεταξύ του εθνικοσοσιαλισμού και των Εβραίων» και η Γερμανία θα βοηθούσε φυσικά όλους όσους συμμετείχαν σε αυτόν τον «πόλεμο επιβίωσης ή καταστροφής».
Ο Νετανιάχου λοιπόν γνώριζε ότι ο Χίτλερ είχε ήδη λάβει τις αποφάσεις του προτού καν συναντηθεί με τον Αλ-Χουσεϊνί το Νοέμβρη του ’41.
Κανένας παλαιστινιακής καταγωγής μουφτής δεν τον επηρέασε ως προς το ζήτημα του Ολοκαυτώματος – το οποίο φυσικά είναι αποκλειστικά γερμανικής προέλευσης.
Όμως, όπως πολλοί εθνικιστές συμπατριώτες του, εντός και εκτός Ισραήλ, χρησιμοποιούν συχνά το Ολοκαύτωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για λόγους πολιτικής προπαγάνδας.
Το Ολοκαύτωμα έχει την δική του «βιομηχανία»
Στη «Βιομηχανία του Ολοκαυτώματος» [μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις “Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου”], ο αμερικανοεβραίος στοχαστής Νόρμαν Φίνκελσταϊν αναλύει τον βαθύ μηχανισμό οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που στήθηκε από την αμερικανοεβραϊκή κοινότητα και το ισραηλινό λόμπι με βάση το Ολοκαύτωμα.
Σύμφωνα με το βιβλίο, η επιχείρηση αυτή ξεκίνησε μετά τις αραβοϊσραηλινές συγκρούσεις του 1967 και του 1973, όταν το Ισραήλ πίεσε προς πάσα κατεύθυνση προκειμένου οι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος να «αγιοποιηθούν» έργω και λόγω και να «ποινικοποιηθεί κάθε κριτική κατά των Εβραίων» – κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα, μισόν αιώνα μετά, που ο οποιοσδήποτε εκστομίσει το οτιδήποτε όχι μόνο κατά του κράτους του Ισραήλ, αλλά και υπέρ των Παλαιστινίων, αυτομάτως και αυτοστιγμεί είναι «αντισημίτης».
Οχι, δεν είναι αντισημιτισμός να λέμε την πάγια, ιστορική αλήθεια, ούτε να είμαστε ειλικρινείς απέναντι στους εαυτούς μας αλλά και στους επιζώντες του Ολοκαυτώματος -πιστεύω ότι και οι ίδιοι αυτό θα ήθελαν.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι, ναι, από το 1970 και έπειτα ήταν σκανδαλώδεις οι οικονομικές διεκδικήσεις των διαφόρων και κατά τόπους εβραϊκών οργανισμών από κράτη που είχαν άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην εβραϊκή γενοκτονία – μια άψογα καλοστημένη «συμμορία εκβιαστών», όπως τους αποκαλεί ανερυθρίαστα ο συγγραφέας.
Προφανώς και κάτι τέτοιο ισχύει και ελάχιστες ήταν οι φορές που το Ολοκαύτωμα, ως έννοια και «τόπο» μνήμης δεν κηλιδώθηκε από ψέματα και ψευτο-συναισθηματισμούς (π.χ. η ταινία «Μόναχο» του Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι στη… σωστή πλευρά της ιστορίας, που λέμε).
Οι πάσης φύσεως «βιομηχανίες» στήνονται πάντα και σχεδόν νομοτελειακά με τέτοιες αλγεινές ιστορικές αφορμές (το ίδιο συνέβη και με τον πόλεμο του Βιετνάμ π.χ.)
Φυσικά και η «βιομηχανία» του Ολοκαυτώματος έχει τα τελευταία χρόνια εκχυδαϊστεί πλήρως, καταντώντας κάπως σαν ένα… «θεματικό πάρκο», φροντίζοντας πλέον να μην τιμάει σχεδόν καθόλου την μνήμη των 6 εκατ. νεκρών.
Aυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται και ο ισραηλινός ιστορικός Tom Segev στο εξαιρετικό βιβλίο του «Το Έβδομο Εκατομμύριο, Οι Ισραηλινοί και το Ολοκαύτωμα» [The Seventh Million: Israelis and the Holocaust].
Φυσικά και η «βιομηχανία» του Ολοκαυτώματος βρίθει ιστορικών ανακριβειών, από μελετητές, ιστορικούς και γνώστες του όλου ζητήματος.
Φυσικά και υπάρχει μια διαρκώς αυξανόμενη επίκληση του Ολοκαυτώματος από τις αμερικανικοϊσραηλιτικές οργανώσεις, προκειμένου να παρουσιάσουν το Ισραήλ ως «θύμα».
Όμως όταν η «βιομηχανία» του Ολοκαυτώματος χρησιμοποιείται a la carte και κατά το δοκούν από τον κάθε Νετανιάχου, εκεί πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να επέμβουμε αμέσως, διορθώνοντας τον κάθε Νετανιάχου προς την κατεύθυνση της ιστορικής αλήθειας.
Η εκμετάλλευση του Ολοκαυτώματος από την παλαιστινιακή πλευρά
Πέρσι το καλοκαίρι, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς προκάλεσε την οργή των Ισραηλινών με την (ομολογουμένως κακή, κάκιστη) χρήση της «αναλογίας» του Ολοκαυτώματος κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς.
Απαντώντας τότε σε ερώτηση σχετικά με το αν θα ζητήσει συγγνώμη για την παλαιστινιακή επίθεση του 1972 εναντίον ισραηλινών αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μόναχο, ο Αμπάς είπε: «Από το 1947 μέχρι σήμερα, το Ισραήλ έχει διαπράξει 50 σφαγές σε 50 παλαιστινιακά χωριά. Μιλάμε για 50 σφαγές, μιλάμε για 50 Ολοκαυτώματα».
Ήταν μια τρομερά κακή και άστοχη αναλογία – κάτι που παραδέχτηκε πολύ μετά και ο ίδιος ο Αμπάς, μετά την κατακραυγή των ισραηλινών και διεθνών ΜΜΕ.
Ωστόσο, η ζημιά είχε ήδη γίνει: το θύμα της όλης υπόθεσης είχε χάσει λίγο από το δίκιο που του αξίζει.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας Παλαιστίνιος ή Άραβας ηγέτης έκανε παραλληλισμούς με το Ολοκαύτωμα για να εκφράσει την οργή του για την ισραηλινή γενοκτονία, την εθνοκάθαρση και τα αμέτρητα ανθρωπιστικά εγκλήματα πολέμου στην Παλαιστίνη.
Γιατί όντως ισχύει αυτό: πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κατηγορήσει το Ισραήλ για στρατιωτικές πολιτικές εθνοκάθαρσης που μοιάζουν με τις αντίστοιχες ναζιστικές κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αλλά η αναφορά του Αμπάς σε 50 επιθέσεις ως «Ολοκαύτωμα», μοιάζει (και ενδεχομένως να είναι) μια ρεβανσιστική και άκρως εκδικητική κίνηση – σε διαλεκτικό καθαρά επίπεδο – για την ισραηλινή επιθετικότητα.
Και επίσης δείχνει και τον βαθμό απελπισίας (αλλά και την παγίδα) στην οποίο έχει πέσει η Παλαιστινιακή Αρχή: να επικαλείται προς ίδιος όφελός της κάτι τόσο οδυνηρό για την συλλογική μνήμη ενός (έστω αντιμαχόμενου) έθνους, εξισώνοντας… πορτοκάλια με μήλα.
Ασφαλώς και οι Παλαιστίνιοι έχουν με την σειρά τους επηρεαστεί τόσο πολύ από τις επιπτώσεις του Ολοκαυτώματος πάνω στο Ισραήλ, καθώς θεωρούν (απολύτως δίκαια, κατά την γνώμη μας) ότι ήταν αυτοί που πλήρωσαν το… μάρμαρο και τη νύφη για τις φρικαλεότητες που υπέστησαν οι Εβραίοι στην Ευρώπη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αλλά πρέπει να πούμε ρητά και κατηγορηματικά και το εξής: τίποτα (και όταν λέμε τίποτα, το εννοούμε: τίποτα απολύτως) δεν συγκρίνεται με τις μαζικές θηριωδίες και τα εγκλήματα… βιομηχανικής κλίμακας που διέπραξε μεταξύ 1941-1945 η ναζιστική Γερμανία.
Αλλά ισχύει και το αντίστροφο: μπορεί όντως η Λωρίδα της Γάζας να μην μοιάζει με το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, αλλά εδώ και δεκαετίες, αυτή η υπαίθρια φυλακή άνω των δύο εκατομμυρίων Παλαιστινίων έχει δεχθεί πολλά κύματα αναίτιας και συχνά σαδιστικής ισραηλινής επιθετικότητας με το πρόσχημα της «ασφάλειας της περιοχής».
Οι μεν εργαλειοποιούν τον όρο αμυντικά, οι δε επιθετικά
Και οι μεν και οι δε έχουν χρησιμοποιήσει λοιπόν το «Ολοκάυτωμα» προς ίδιον όφελος, προκειμένου να υποστηρίξουν την πλευρά τους.
Οι μεν Παλαιστίνιοι έγιναν μάρτυρες της εργαλειοποίησης του Ολοκαυτώματος από τους βασανιστές τους.
Και οι δε Ισραηλινοί είδαν τους Παλαιστίνιους να προσφεύγουν σε άστοχες αναλογίες περί Ολοκαυτώματος προκειμένου να «εκδικηθούν» το Ισραήλ «με το ίδιο νόμισμα».
Αμφότερες οι πλευρές έχουν ένα κοινό (την πολιτική εργαλειοποίηση ενός ιστορικού γεγονότος) αλλά και μια διαφορά:
Οι μεν Παλαιστίνιοι εργαλειοποιούν το Ολοκαύτωμα με ξεκάθαρα αμυντικό τρόπο: επικαλούμενοι την θηριωδία κατά 6 εκατ. Εβραίων σε αναλογία με τις σφαγές που έχουν υποστεί οι ίδιοι.
Οι δε Ισραηλινοί εργαλειοποιούν το Ολοκαύτωμα με ξεκάθαρα επιθετικό τρόπο: οι Ισραηλινοί ηγέτες έχουν αποκαλέσει στο παρελθόν τον κάθε Παλαιστίνιο ή Άραβα ηγέτη που δεν ενέκριναν, ως «το νέο Χίτλερ». Πριν από την επίθεσή του στην Αίγυπτο το 1956, το Ισραήλ αποκάλεσε τον ηγέτη της, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ως «τον Αδόλφο Χίτλερ του Νείλου».
Κανείς μας δεν αρνείται ούτε το Ολοκαύτωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε το τι ζημιά μπορεί να προκάλεσε αυτό στην συλλογική μνήμη ενός ολόκληρου λαού.
Όλοι μας, ωστόσο, θα θέλαμε αυτός ο λαός και κυρίως οι ηγέτες του, να θυμούνται όλα εκείνα τα δεινά που υπέστησαν οι πρόγονοί τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας και της Γερμανίας.
Και να κάνουν πράξη το «forgive and forget».
Γιατί χωρίς «να ξεχνάμε και να συγχωρούμε» δεν προχωράει ο πολιτισμός.