Λίγοι άνθρωποι έχουν το σπάνιο χάρισμα να σε ακούνε πραγματικά κι υπάρχουν πολλοί που δεν σε ακούν απλώς περιμένουν να τελειώσεις για να ξαναπιάσουν το νήμα της δικής τους ιστορίας. Είναι αυτή η ήσυχη, σχεδόν αόρατη μετατόπιση εκεί που η κουβέντα σταματά να είναι διάλογος και γίνεται μονόλογος. Εκεί ακριβώς φωλιάζει ο κοινωνικός ναρκισσισμός.
Δεν μιλάμε εδώ για τους “μεγάλους” ναρκισσιστές της εξουσίας, τους πολιτικούς, τους CEO, τους σελέμπριτι που καταλαμβάνουν τον δημόσιο χώρο. Μιλάμε για όλους εμάς τους καθημερινούς ανθρώπους που μέσα στις πιο κοντινές μας σχέσεις αφήνουμε τον εαυτό μας να γλιστρήσει σε μια άνετη, αλλά επικίνδυνη θέση: αυτή του πρωταγωνιστή που απαιτεί ακροατήριο. Μιλάμε για εκείνες τις στιγμές που η ανάγκη μας να μας ακούσουν γίνεται πιο ισχυρή από την ικανότητά μας να ακούσουμε.
Δεν είναι πάντα μία απόλυτα συνειδητή απόφαση. Μπορεί να ξεκινά από κόπωση, ανασφάλεια, μοναξιά. Θέλουμε να μοιραστούμε τα βάρη μας, τις επιτυχίες μας, την αγωνία μας. Θέλουμε να ακουστούμε, είναι ανθρώπινο. Το πρόβλημα αρχίζει όταν αυτό γίνεται κανόνας και όχι εξαίρεση, όταν οι άλλοι μετατρέπονται σε “πλατφόρμες” πάνω στις οποίες ξεφορτώνουμε τις ιστορίες μας. Όταν η επικοινωνία γίνεται μονοπώλιο.
Στο νέο της μυθιστόρημα Tell Me Everything, η Elizabeth Strout παρουσιάζει μια τέτοια φιγούρα: τη Μάργκαρετ, μια πάστορα που είναι αξιοσέβαστη, ικανή, αγαπητή αλλά προβληματική στον τρόπο που μιλά και ακούει. Κεντρική φιγούρα στην κοινότητά της κατέχει τον χώρο της με αυτοπεποίθηση. Όμως στις πιο στενές της σχέσεις, με τον άντρα της, με τους κοντινούς της ανθρώπους, αυτό το προνόμιο μετατρέπεται σε βάρος, γιατί όπως συχνά συμβαίνει, ο ναρκισσισμός δεν εκδηλώνεται εκεί που φοράμε τα καλά μας, αλλά εκεί που νιώθουμε ασφαλείς να βγάλουμε τη μάσκα.
Η Μάργκαρετ δεν είναι “τοξική”, δεν είναι κακοπροαίρετη, είναι απλώς αυτό που είναι πολλοί από εμάς: παγιδευμένη σε μια δίνη αυτοαναφορικότητας. Αντί να ακούει, “διαχειρίζεται”. Αντί να συμμετέχει σε μια αμφίδρομη ανταλλαγή μετατρέπει τη συνομιλία σε έδαφος επιβεβαίωσης του εαυτού της κι αυτό το μοτίβο είναι πιο συνηθισμένο απ’ όσο νομίζουμε.
Ο κοινωνικός ναρκισσισμός δεν είναι κραυγαλέος, είναι θα λέγαμε κατά μία έννοια ύπουλος. Δεν χρειάζεται μεγάφωνα ή χειροκροτήματα. Ζει στα “μικρά”: στην παρέα που μιλά πάντα ο ίδιος, στη σχέση που ο ένας ακούει και ο άλλος εξομολογείται ασταμάτητα, στη δουλειά όπου κάποιοι είναι αιώνια το “αυτί” και άλλοι το “στόμα” και το πιο ειρωνικό; Συχνά αυτοί οι ρόλοι εγκαθίστανται σχεδόν αθόρυβα, χωρίς ποτέ να τους έχουμε συζητήσει.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε κοινωνίες όπου η ατομικότητα υμνείται, ο κοινωνικός ναρκισσισμός ανθίζει. Ζούμε σε έναν κόσμο που σε ωθεί να “προβάλλεσαι”, να “εκφράζεσαι”, να “μοιράζεσαι” διαρκώς. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι απλώς τεχνολογία, είναι πολιτισμικά εργαστήρια που καλλιεργούν την κουλτούρα του “εγώ”. Κάθε like είναι ένας μικρός καθρέφτης που μας λέει: «συνέχισε να μιλάς για σένα» και ύστερα επιστρέφουμε στον φυσικό μας κόσμο και κουβαλάμε αυτή την εσωτερικευμένη σκηνή μαζί μας.
Σε αυτό το θέατρο κάποιος πρέπει να κάθεται στην πλατεία να ακούει, να γελά, να συναινεί, να κάνει τις ερωτήσεις που επιτρέπουν στον πρωταγωνιστή να λάμψει. Όταν αυτός ο ρόλος σταθεροποιείται, όταν ο φίλος, ο σύντροφος, το παιδί, ο συνάδελφος γίνεται μόνιμα το “ακροατήριο” τότε μιλάμε για εκμετάλλευση. Όχι αναγκαστικά από πρόθεση, πιθανώς από αδράνεια, από συνήθεια.
Οι συνέπειες είναι βαθιές. Οι σχέσεις χάνουν τη συμμετρία τους. Ο “ακροατής” σταδιακά αποσύρεται συναισθηματικά. Δεν αισθάνεται ίσος, αλλά δευτερεύων συνομιλητής. Συχνά αυτή η απομάκρυνση δεν γίνεται αντιληπτή από τον “ομιλητή”, που έχει βολευτεί στην ψευδαίσθηση της αμοιβαιότητας. Έτσι γεννιούνται φιλίες που δεν είναι πια φιλίες, γάμοι που δεν είναι πια συνοδοιπορίες, ομάδες που δεν είναι πια κοινότητες.
Πώς αντιστρέφεται αυτό; Πρώτα απ’ όλα με μια δύσκολη παραδοχή: ότι κι εμείς οι ίδιοι είμαστε τουλάχιστον κάποιες φορές εκείνοι που μονοπωλούν. Ότι μιλάμε περισσότερο απ’ όσο ακούμε. Ότι χρησιμοποιούμε τους άλλους όχι ως συνομιλητές αλλά ως καθρέφτες. Αυτή η παραδοχή δεν είναι ευχάριστη, αλλά είναι απελευθερωτική, γιατί μόνο τότε μπορεί να αρχίσει η αλλαγή.
Το δεύτερο βήμα είναι η επαναφορά της ισορροπίας: η ενσυνείδητη επιλογή να στρέψεις το βλέμμα στον άλλον. Να ρωτήσεις, όχι μηχανικά αλλά ουσιαστικά. Να αντέξεις τη σιωπή χωρίς να τη γεμίσεις αμέσως με τον εαυτό σου. Να αναγνωρίσεις ότι η συνομιλία δεν είναι σκηνή αλλά γέφυρα.
Από την άλλη πλευρά κι οι “αιώνιοι ακροατές” έχουν ευθύνη. Η σιωπή δεν είναι πάντα αρετή. Κάποιες φορές είναι συνενοχή σε μια μονόπλευρη σχέση. Το να διεκδικείς χώρο στη συνομιλία δεν είναι αγένεια, είναι αυτοσεβασμός. Αν δεν αλλάξεις τους όρους της σχέσης, τότε απλώς τη συντηρείς.
Ο κοινωνικός ναρκισσισμός είναι παιδί της εποχής μας. Τρέφεται από την ανάγκη να νιώσουμε σημαντικοί σε έναν κόσμο που μας κάνει να αισθανόμαστε διαρκώς υπό καθεστώς αντικατάστασης. Όμως η επιβεβαίωση δεν είναι ποτέ τόσο ισχυρή όσο η αληθινή σύνδεση. Ο καθρέφτης μπορεί να σε δείξει όμορφο, αλλά μόνο ο διάλογος μπορεί να σε κάνει αληθινό.
Στο τέλος το ερώτημα δεν είναι ποιος μιλά περισσότερο. Είναι ποιος ακούει πραγματικά κι ίσως αν αρχίσουμε να ακούμε λίγο πιο βαθιά να ανακαλύψουμε ότι ο κόσμος γύρω μας έχει περισσότερες φωνές απ’ ό,τι νομίζαμε. Φωνές που δεν ζητούν μια σχέση.
Η επικοινωνία δεν είναι αγώνας για το μικρόφωνο, είναι χορός και όπως σε κάθε χορό, αν ένας κάνει συνεχώς τα βήματα ο άλλος κουράζεται και αποχωρεί. Αν όμως αρχίσουμε να αλλάζουμε σειρά, να αφήνουμε χώρο, να πατάμε στο ίδιο ρυθμό, τότε μπορεί να γεννηθεί κάτι πολύ πιο δυνατό από την αυτοπροβολή: η πραγματική συνύπαρξη.
*Mε στοιχεία από το Psychology Today
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.