Οι Βάκχες είναι το πιο αμφιλεγόμενο, αινιγματικό, φλεγόμενο έργο του Ευρυπίδη. Έχουν παρασταθεί δεκάδες, εκατοντάδες φορές στην Ελλάδα και τον κόσμο, έχουν εμπνεύσει διάφορα project (όπως το Dionysus in ’69 του Ρίτσαρντ Σέχνερ σε νεοϋορκέζικο γκαράζμ το 1969), installations, ποίηση και όχι μόνο. Αν δεν έχετε δει Βάκχες, να το κάνετε. Εύχομαι να πέσετε σε ωραία παράσταση.
Η υπόθεση με λίγα λόγια: Ο θεός Διόνυσος (ή Βάκχος ή Βάκχιος ή Βρόμιος) έρχεται από την Ασία στην Ελλάδα για να επιβάλει τη λατρεία του. Τον ακολουθούν οι Μαινάδες, ιέρειες σε κατάσταση ένθεης μανίας. Οι τελετουργίες της νέας θρησκείας είναι ομαδικά όργια έκστασης, μακριά από τις πόλεις, επάνω στα βουνά. Ο Διόνυσος είναι γιος του Δία και μιας θνητής – της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, βασιλέα των Θηβών. Έγκυος ακόμα, κάηκε ζωντανή από τις φωτιές που τύλιγαν το σώμα του Διός, όταν αυτός ντυνόταν την πύρινη στολή του. Του το είχε ζητήσει σαν χάρη η ίδια η Σεμέλη, ύστερα από κακόβουλη συμβουλή της Ήρας που ήθελε να την εξοντώσει. Ο Ζευς πρόλαβε κι άρπαξε μέσα από τη φλεγόμενη μήτρα της ζωντανό το έμβρυο, το παιδί του, και το έραψε βαθιά στον μηρό του για να το σώσει από την Ήρα. Από τον μηρό του Δία θα γεννηθεί ο Διόνυσος, αυτό σημαίνει το όνομά του: ο γεννημένος δυο φορές.
Το δράμα εκτυλίσσεται στη Θήβα. Ηγεμόνας τώρα είναι ο εγγονός του Κάδμου, ο Πενθέας, γιος της Αγαύης. Από τη μανία του Διονύσου έχουν κιόλας καταληφθεί όλες οι γυναίκες της Θήβας. Έχουν εγκαταλείψει τις οικογένειές τους και παρμένες από την έκσταση του θεού, τη βακχεία, τελούν οργιαστικά μυστήρια στις κορυφές του Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας είναι εξοργισμένος. Κατηγορεί τον Διόνυσο πως είναι ένας ψευτοθεός, ένας φτηνός γόητας γυναικών που όλες τον ερωτεύονται και παρασύρονται σε ακολασίες μαζί του. Είναι η ύβρις που εκτοξεύει ο Πενθέας και εναντίον της Αφροδίτης.
Δεν τον συγχωρεί ότι θύμα της σαγήνης του είναι και η μητέρα του, η Αγαύη, αλλά και οι σεβάσμιες θείες του, αδελφές της πεθαμένης Σεμέλης. Αυτές οι τρεις γυναίκες ηγούνται των βακχικών θιάσων που οργιάζουν στον Κιθαιρώνα. Ο Διόνυσος θα εκδικηθεί τον Πενθέα για την ασέβειά του. Του εμφυσά την τρέλα, τον μεταμφιέζει σε γυναίκα, επειδή οι Μαινάδες δεν ανέχονται την ανδρική παρουσία, για να τον οδηγήσει στα κρησφύγετα των Βακχών, όπου θα συναντηθεί με τη μητέρα του. Στον Κιθαιρώνα ο Πενθέας θα βρει φοβερό θάνατο: η μητέρα του, που μέσα στη μανία της τον βλέπει σαν λιοντάρι, τον κατασπαράζει με τα ίδια της τα χέρια, ξερριζώνει το κεφάλι του, το μπήγει στην κορυφή του θυρσού της και κατεβαίνει στη Θήβα, να επιδείξει θριαμβευτικά στους Θηβαίους και στον πατέρα της τον Κάδμο το σπάνιο θήραμά της. Ο Κάδμος, συντριμμένος, τη βοηθάει να βγει από τη θόλωσή της και να δει τι πραγματικά είχε καρφώσει στον θυρσό της: το κεφάλι του παιδιού της.
Η Αγαύη συνέρχεται, συνειδητοποιεί την πράξη της και θρηνεί τον θάνατο του γιου της Πενθέα, απαρηγόρητη για το αποτρόπαιο έγκλημά της.
Το 1962 η παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή ανέβηκε στο Θέατρο της Επιδαύρου. Η μετάφραση ήταν του Παντελή Πρεβελάκη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η σκηνογραφία του Κλεόβουλου Κλώνη, με τον Αλέξη Μινωτή στον ρόλο του Κάδμου και την Κατίνα Παξινού Αγαύη. Ο Μινωτής προσέγγισε το έργο, όπως έλεγε ο ίδιος, μέσω ποιητικού ρεαλισμού και είχε έρθει σε σύγκρουση με τους προηγούμενους διευθυντές του Εθνικού, τον Φώτο Πολίτη και τον Δημήτρη Ροντήρη. Ακολούθησαν αρκετές προσεγγίσεις που συζητήθηκαν πολύ, που ενθουσίασαν ή που τάραξαν από άλλους διαπρεπείς σκηνοθέτες: Ευαγγελάτος, Τερζόπουλος, λίαν προσφάγτως Μπινιάρης και αρκετές απόπειρες που δεν άφησαν ιδιαιτέρως θετικό στίγμα.
Φέτος, είδα τρεις Βάκχες. Η μία ήταν στην αποφοίτηση των σπουδαστών της Αγίας Βαρβάρας σε διδασκαλία Μάξιμου Μουμούρη. Η δεύτερη ήταν οι Bacchae της Έλλης Παπακωνσταντίνου στην πειραιώς 260. Και η τρίτη η εκδοχή της Έλενας Μαυρίδου, στην παράσταση που περιόδευσε φέτος το καλοκαίρι σε αρχαία θέατρα, φτάνοντας και στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβρη. Η τρίτη εκδοχή θα μπορούσε να είναι η αγαπημένη μου, ένα «κλασικό ανέβασμα with a switch», όπως αυτά που προτιμώ συνήθως. Προς έκπληξή μου, δεν διάβασα πουθενά κακή κριτική της παράστασης, η οποία αντικειμενικά έπασχε σε διάφορα σημεία, κυρίως λόγω Δημήτρη Λάλου, ο οποίος αδυνατούσε να πιστέψει ότι ήταν ο Διόνυσος. Μία γνωστή κριτικός θεάτρου και ένας καλός ηθοποιός συμφώνησαν, ενώπιόν μου, ότι ήταν μία μέτρια παράσταση.
Αντιθέτως, η προσέγγιση της Παπακωνσταντίνου στις ηλεκτρονικές της, δονούμενες, queer Βάκχες που λαμβάνουν χώρα σε ένα meta-universe ήταν, κατά την άποψή μου, υποδειγματική. Όσο για τους σπουδαστές της Αγίας Βαρβάρας, με ενθουσίασε η κινησιολογία τους (Νικολέτα Καρμίρη) και βρήκα συγκλονιστικό το ότι νεόκοποι ηθοποιοί, νεότατοι, άπειροι κατόρθωσαν να βάλουν εμένα και άλλους, δεκάδες θεατές στο μαιναδικό κλίμα τόσο εύστοχα, παρά τις προφανείς ελλείψεις ή μη εμβαθύνσεις μιας σπουδαστικής παράστασης.
Τι μπορούν να μας πουν οι Βάκχες σήμερα;
Ένα σωρό πράγματα. Υπάρχει λόγος που ασχολούμαστε μαζί τους, εμείς, αλλά και οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, τα θέατρα, οι σχολές-πέραν της αγάπης μας για την αρχαία ελληνική γραμματεία και της επιθυμίας μας να βουτάμε και να ξαναβουτάμε σε αυτή, για να λάβουμε γνώση και ομορφιά.
Γράφει η Λουίζα Αρκουμανέα: «Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν το αρχαίο δράμα άρχισε να αναβιώνει πιο συστηματικά στις ευρωπαϊκές σκηνές, στάθηκε πολύ δύσκολο για τους καλλιτέχνες και τους θεατές να αποδεχθούν τον Διόνυσο των «Βακχών». Πώς μπορούσαν οι λόγιοι τζέντλεμεν-ηθοποιοί της Εδουαρδιανής Αγγλίας που ερμήνευαν τις τραγωδίες ενώπιον εκλεκτού καλλιεργημένου κοινού να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ο θεός του κρασιού και της παραφοράς επικρατούσε στο τέλος του έργου εξοντώνοντας τον αντίπαλό του Πενθέα, εκπρόσωπο του νόμου και της τάξης; Σε μια κοινωνία όπου η πίστη στην πρόοδο και την τεχνολογία βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, πώς να αντιμετωπίσει κανείς έναν ήρωα που διαδίδει την επιστροφή στον πρωτογονισμό;»
Οι Βάκχες είναι ένα έργο ηδονοβλεπτικό, ακραίο, που βουτά στην σχέση του ανθρώπου με την φύση (παγανισμός), την ύπαρξη θηλυκής ψυχής στους άντρες (παρενδυσία Πενθέα από Διόνυσο), οι Βάκχες είναι ένα θρίλερ κανονικό. Ο Ντοντς, την δεκαετία του ‘ 50, έγραψε στην κριτική του έδοση για τις Βάκχες το εξής: «Όταν αντιστέκεται κανείς στον Διόνυσο είναι σαν να αντιστέκεται στο αρχέγονο στοιχείο της ίδιας του της φύσης». Καμία ανθρώπινη εξουσία δεν μπορεί να μπει πάνω από τους νόμους των ενστίκτων, της φύσης, της βίαιης κίνησης του αίματος μες στα σώματα των ανθρώπων. Το ασυνείδητό μας είναι τόπος άγριος και απρόβλεπτος.
Νομίζω ότι είναι ένα έργο φτιαγμένο για να ανεβάζει παλμούς καρδιάς, να σηκώνει τρίχα, να γουρλώνει μάτια. Είναι ένα έργο έντονα σωματικό, από κάθε άποψη. Οι Μαινάδες, ένθεες, αλλοπαρμένες, αναζητούν την ηδονή μέσα από την θέωση. Στη Μακεδονία, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τις αποκαλούσαν Μιμαλλόνες και Κλώδωνες, στην Ελλάδα Βάκχες, Βασσαρίδες, Θυιάδες, Ποτνιάδες… Όλες αυτές οι ονομασίες εκφράζουν την ίδια ιδέα: γυναίκες κατειλημμένες από το πνεύμα του Διόνυσου. Ήταν γυναίκες μαγεμένες, αποκομμένες από την εκπλήρωση των συνήθων υποχρεώσεών τους, ως φροντίστριες των ανδρών και των σπιτιών τους. Ήταν αυτόφωτες, τώρα, και ακόλουθοι μιας ιερής μανίας, όχι ενός προστάτη ή δυνάστη άνδρα.
Με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, τυμπάνων και κυμβάλων, οι Μαινάδες χόρευαν οργιαστικά, μέσα σε έκσταση, βγάζοντας φοβερές κραυγές.Μέσα στη θρησκευτική, χορευτική τους μανία κατασπάραζαν ακόμα και ζώα. Πάντα, όταν βλέπω κορίτσια και γυναίκες να χορεύουν μεθυσμένες και ξιπόλητες στα πανηγύρια, τις σκέφτομαι ως Μαινάδες. Κι η μουσική, θέος είναι-και τον ακολουθούν. Κλείνουν μάτια ή κοιτούν ψηλά, χορεύουν, τραγουδούν, βγάζουν μικρές κραυγές, πίνουν κρασί και χόρτο, τρώνε κρέας, ιδρώνουν, θεώνονται.
Βλέποντας τα κορίτσια του χορού της Μαυρίδου να λαχανιάζουν, να αλαλάζουν, να χορεύουν τόσο ρυθμικά, τόσο ερεθιστικά που δεν μπορούσα να σταματήσω να κουνιέμαι, σκέφτηκα ότι οι Μαινάδες μπορούν κάλλιστα σήμερα να ιδωθούν και να αναλυθούν από το φεμινιστικό πρίσμα.
Κι επειδή υπάρχουν πολλοί φεμινισμοί, σήμερα, κάνω λόγο για τον φεμινισμό που γιορτάζει το γυναικείο φύλο, το τιμά και το αντιμετωπίζει ως δύναμη, όχι ως θύμα. Αν αντιμετωπίσουμε συμβολικά τον θάνατο του Πενθέα, τον σκοτωμό του από τη μάνα του, μπορούμε να πούμε ότι κάθε γυναίκα πρέπει να «σκοτώσει» κάθε άντρα που την εξουσιάζει και την απομακρύνει από τα θηλυκά της ένστικτα, από τα δικαιώματά της ως ανθρώπου που θέλει να φύγει κάποτε, έστω πρόσκαιρα, από αυτό το χρόνια και αρχαιόθεν επιβεβλημένο Μέτρον.
Οι δυτικές γυναίκες σήμερα έχουν κάνει άλματα, βρίσκονται σε θέση πολύ πιο προνομιακή από τις συντρόφισσες-αδελφές τους στην αρχαιότητα, ακόμα και στην αθηναϊκή, δημοκρατική αρχαιότητα. Μήπως, όμως, οι Μαινάδες είναι πολύ πιο απαλευθερωμένες από τις σύγχρονες γυναίκες, τις κολλητές μας, τις συναδέλφους στο γραφείο, τα κορίτσια που ακόμα αγχώνονται μήπως «τους φανεί το βρακί»;
Χωρίς το ανδρικό βλέμμα να καθορίζει κατ’ ανάγκην την συμπεριφορά τους, οι Μαινάδες παίρνουν τα βουνά και γίνονται έξαλλες. Μπορεί, μάλιστα, να σεξουαλίζονται και μεταξύ τους-ή ίσως αυτό είναι κάπως αυθαίρετο και τολμηρό να πει κανείς, ιδίως η γράφουσα που δεν είναι σκηνοθέτιδα; (αν ήμουν, έτσι θα το σκηνοθετούσα, με λεσβιακότητα ανάμεσα στις Μαινάδες). Μου αρέσει η ιδέα γυναικών αφημένων στην ηδονή, στα σώματά τους, στη μανία τους, στην ίδια τους την φύση (όπως το χώμα βγάζει κρασί και γάλα, έτσι και το σώμα της γυναίκας βγάζει κρασί, δηλαδή αίμα και γάλα από τους μαστούς), χωρίς να προβάλλουν εαυτές ως δυνάμει θύματα μονίμως, μιας πατριαρχίας από τη οποία συχνά αφήνονται να ευνοούνται και, αν όχι, μιας πατριαρχίας που σε καμία περίπτωση δεν εκφέρεται πλέον από την πλειονότητα ως κάτι υγιές και λογικό. Οι λιγότεροι είναι οι βιαστές μας και οι κακοποιητές μας. Οι περισσότεροι είναι οι συνεργάτες, οι φίλοι, οι εραστές, οι μπαμπάδες των παιδιών μας, οι γιοι μας. Και αυτό το λένε τα νούμερα, όχι αυτό το άρθρο.
Οι Μαινάδες αποκαλύπτουν το σώμα τους, επιδίδονται σε γλέντια, βρίσκουν τους εαυτούς τους-ο θεός Διόνυσος είναι η ίδια τους η Δίψα, η καύλα για ζωή. Οι γυναίκες , ιδίως εκείνες των μεγαλύτερων γενιών, στα δικά μου, ανόητα μάτια παρουσιάζονται συχνά, εκεί έξω, ως μαραμένες, μπερδεμένες, αυτοπεριορισμένες. Συμπλέγματα πολιτικών ιδεών, συντηρητισμού, σχέσης με την Εκκλησία και τον Θεό τις κρατάνε εκτός του παιχνιδιού της ηδονής, ένα παιχνίδι στο οποίο μετέχουν οι άνδρες σταθερά εντονότερα, σταθερά περισσότερο.
Οι γυναίκες οφείλουν να κυβερνήσουν πρωτίστως στο παιχνίδι της χαράς. Οφείλουν να ζουν φλεγόμενες, χωρίς να θεωρούνται τρελές ή ανήθικες από κανέναν, κυρίως από καμία. Κανένας άντρας δεν κακολογεί έναν αδερφό του που αγαπά το σεξ, το ποτό, την υπερβολή. Οι περισσότερες γυναίκες όμως, την Μαινάδα αδερφή τους, την δαχτυλοδείχνουν στο σήμερα, τόσο που κάνουν την τραγωδία του Ευρυπίδη να φαντάζει πολύ πιο σύγχρονη και τωρινή από ό, τι κάτι comments σε κείμενα στο Facebook που κρίνουν και μαλώνουν, από φόβο μην αποκαλυφθεί και η δική τους επιθυμία να φορέσουν κάτι αποκαλυπτικό, να επιδοθούν στην ζωή που ονειρεύονται, να χορέψουν τσιφτετέλι στην ταβέρνα που τόσο ντρέπονται, να ζητήσουν, επιτέλους, από τον άντρα τους να τις γλείψει εκεί κάτω, να πουν στον γιο τους πως σήμερα δεν μαγείρεψαν γιατί πήγαν θέατρο και δεν πρόλαβαν.
Οι γυναίκες πρέπει να αρχίσουμε να βακχεύουμε επειγόντως. Βακχεία σημαίνει ακολουθώ την φύση μου που δεν είναι επουδενί να υπηρετώ τους άλλους ή να κάνω πάντα ένα βήμα πίσω. Βακχεία σημαίνει αφήνομαι, τολμώ, ακούω το σώμα μου, γλεντώ. Κρίμα να φύγουμε από την ζωή αβάκχευτες, κυριευμένες από ένα μόνιμο, υπόκωφο πένθος. Ας αγκαλιάσουμε και λίγο τον Διόνυσο, φτάνει πια με τον Πενθέα που η φωνή του μας κυριεύει και μας φοβίζει. Εμείς οι Διόνυσοι, εμείς οι Πενθείς. Εμείς!
Πηγή για την περιγραφή της υπόθεσης του έργου: «Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση» σελ. 1-3, (Ευριπίδη «Βάκχες», μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς, εκδ. Καστανιώτης 1985, 1992)