Στην αρχή υπήρχε το Θέαμα: ένα απέραντο πανί που απορροφούσε φωνές, βλέμματα, πράξεις. Μεγάλωνε καταβροχθίζοντας από κάθε μας κίνηση, από κάθε εικόνα που ανεβάζαμε, από κάθε επιθυμία που ψάχναμε μέσα στις μηχανές. Δεν είχε πρόσωπο, μόνο άπειρα μάτια που μας κοιτούσαν πίσω.
Το Θέαμα, όπως το κατέδειξε ο Ντεμπόρ το ’68, ήταν ήδη τότε μια τεράστια οθόνη που ρούφαγε όλα τα βλέμματα. Μόνο που τώρα η οθόνη έχει πολλαπλασιαστεί, βρίσκεται στην τσέπη μας, στον τοίχο του σαλονιού μας, στο βλέμμα μας το ίδιο. Αυτό που το έχει αντικαταστήσει δεν είναι ακριβώς το ίδιο το Θέαμα, αλλά η διάθλασή του σε κάθε πεδίο, ορατό ή αόρατο, της ζωής. Το Θέαμα έγινε σιγά σιγά ρευστό. Δηλαδή, κάθε ιδέα, κάθε δημιουργική σπίθα, κάθε επαναστατική φράση, απορροφάται αυτόματα, πακετάρεται και ανακυκλώνεται ως περιεχόμενο.
Κάποια στιγμή οι άνθρωποι πίστεψαν πως αυτό ήταν το μόνο παιχνίδι που μπορούσαν να παίξουν: Να κυνηγούν την έκθεση στις χιλιοπαιγμένες οθόνες του μεγάλου Θεάματος, να μπαίνουν σε λίστες, να σκαρφαλώνουν σε πίνακες κατάταξης. Όμως όσο περισσότερο έπαιζαν, τόσο πιο άδειοι ένιωθαν.
Κάποια νύχτα, λέγεται, μια μικρή ομάδα αποφάσισε να κινηθεί αλλιώς. Δεν επαναστάτησε, ούτε με πανό ούτε με συνθήματα, όλα αυτά, εξάλλου, το Θέαμα τα απορροφούσε και τα έκανε εμπορεύματα. Αντίθετα, δημιούργησαν έναν άλλο κώδικα. Έναν αλγόριθμο που δεν τον έβλεπε κανείς, και κανένα σύστημα δεν μπορούσε να τον μετρήσει. Τον ονόμασαν “Κρυφό Αλγόριθμο”.
Ο Κρυφός Αλγόριθμος δεν γραφόταν σε servers αλλά στις πράξεις:
• Στην ανταλλαγή ενός βιβλίου χέρι με χέρι χωρίς καμία απόδειξη.
• Στη μουσική που παιζόταν σε υπόγεια δωμάτια χωρίς livestream.
• Στο φαγητό που μοιραζόταν χωρίς φωτογραφίες.
• Στο βλέμμα που έλεγε περισσότερα από ένα post.
Οι κανόνες του παιχνιδιού ήταν απλοί αλλά αδιαπραγμάτευτοι:
• Κάθε τι που συμβαίνει, συμβαίνει εκτός μετρήσεων.
• Ο παίκτης δεν παίζει για προβολή αλλά για σύνδεση.
• Η κοινότητα είναι ο μόνος θησαυρός.
• Αν κάτι γίνει viral, θεωρείται ήττα.
Σιγά σιγά, οι ομάδες του “Κρυφού Αλγόριθμου” έγιναν αόρατες κοινότητες. Δεν είχαν σύμβολα, ούτε αρχηγούς, μόνο ένα κοινό ένστικτο: να αποσύρουν ενέργεια από το Θέαμα και να την ανακυκλώνουν μεταξύ τους. Κι έτσι, ενώ ο κόσμος συνέχιζε να πιστεύει πως το μοναδικό παιχνίδι ήταν αυτό των αλγορίθμων της Silicon Valley, κάτω από την επιφάνεια παιζόταν κάτι άλλο: ένα παιχνίδι χωρίς νόμους, αλλά με κανόνες, όπου το κέρδος δεν ήταν χρήμα ή δόξα, παρά μόνο η αίσθηση πως ανήκεις σε κάτι αληθινό.
Το “Δόγμα των Τεσσάρων Ετών”
Το παιχνίδι του Κρυφού Αλγόριθμου παίχτηκε πρώτη φορά από μια ομάδα φίλων, από τους ίδιους και για έναν μεγαλύτερο κύκλο φίλων. Η βασική τους ιδέα ήταν μια ψευτο-θεωρία: «Έτσι κι αλλιώς, τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα είναι γαμημένα ας παίξουμε χαρούμενοι ένα παιχνίδι ενάντια στις μπουρζουάδικες αξίες της σημερινής ηθικότητας». Το πίστευαν αυτό, όχι σαν καμιά προφητεία, αλλά σαν μια κοινή διαίσθηση. Και οι κρίσεις τους πολλαπλασιάστηκαν σαν μαθηματικές εξισώσεις, οι πόλεμοι ήρθαν ο ένας μετά τον άλλον να αλλάξουν απλώς το φόντο τους, ενώ οι τεχνολογίες που πλασαρίστηκαν ως σωτηρία τους έσπρωχναν όλο και περισσότερο στη μοναξιά, στη μιζέρια, και την παρακμή.
Οπότε σκέφτηκαν «Αν όλα αυτά είναι δεδομένα, τότε το μόνο που μας μένει είναι το παιχνίδι. Όχι σαν κανένα βλαμένο σχέδιο απόδρασησ, αλλά σαν ένας τρόπος να “εφεύρουμε” το δικό μας οξυγόνο. Αντί να χανόμαστε στο άδειο scroll, ας χτίσουμε μικρές σκηνές, μικρά rituals, όπου εκεί θα λειτουργεί ένας Κρυφός Αλγόριθμος».
Είπαν…
«Παίζουμε τώρα, γιατί μόνο παίζοντας θα σταθούμε πιο κοντά».
«Παίζουμε τώρα, γιατί το αληθινό παιχνίδι είναι το μοναδικό που δεν ξέρουν να μετρήσουν».
«Παίζουμε τώρα, γιατί στο παιχνίδι βρίσκουμε ξανά το σώμα μας, το γέλιο μας, κι ένα βλέμμα που αντέχει».
Το παιχνίδι τους δεν είχε θεατές και όλοι ήταν παίκτες. Έμπαινες απλώς μοιράζοντας κάτι μικρό: μια ιδέα, μια χειρονομία, μια παρουσία. Ο «πόντος» ήταν δικός σου μόνο όταν το έδινες και δεν το εξαργύρωνες.
Επέμεναν…
«Κι έτσι, μέσα στα επόμενα τέσσερα γαμημένα χρόνια, εμείς θα έχουμε χτίσει μικρές μυστικές φωλιές που θα κρατάνε ζεστούς τους ανθρώπους. Το Θέαμα θα συνεχίσει να μας καταπίνει, αλλά μέσα στις σκιές του θα παίζεται ένας άλλος γύρος. Ένας γύρος που δεν θα τελειώσει με “game over”, αλλά με το αργό, υπόγειο “together”».
Οι ζώνες του Κρυφού Αλγόριθμου στην Αθήνα
Λέγεται πως ο “Κρυφός Αλγόριθμος” δεν παίζεται παντού στην πόλη μας. Δεν μπορεί να επιβιώσει σε μέρη υπερφωτισμένα, εκεί που τα πάντα είναι ήδη σκηνοθετημένα και υπερεκτεθειμένα στο Θέαμα. Παίζεται μόνο σε ζώνες που μοιάζουν κοινές, αλλά έχουν μια ιδιότητα αόρατη για όσους δεν ξέρουν να κοιτάξουν. Αλλά, κάποια από τα ανώτερα επίπεδά του παίζονται και σε πολυσύχναστες περιοχές. Στην Ομόνοια, στην Πανεπιστημίου, μέσα σε άδεια κτίρια γραφείων, στον Κεραμεικό, εκεί συνήθως παίζεται το “Level 3” (έχει κάποιες δοκιμασίες αντοχής στη σιωπή και απαγορεύει εντελώς τη χρήση κινητού), στον Βύρωνα, αφήνονται μικρά αντικείμενα έξω από τις πόρτες, αρκεί να τα προσέξεις, απλώς δεν υπάρχει καμία οδηγία για το τι να τα κάνεις (το παιχνίδι είναι να αποφασίσεις μόνος σου αν θα τα κρατήσεις ή θα τα αφήσεις να συνεχίσουν το ταξίδι τους), και λένε ακόμα ότι και απέναντι από κάτι φασέικες ταράτσες στο Παγκράτι, κάθε πανσέληνο, ανάβουν κεριά που δεν τα βλέπεις από τον δρόμο, είναι σινιάλο του “Level 5”, για το “χαλασμένο μοτίβο”, μικρές γιορτές χωρίς μουσική, όπου το μοναδικό soundtrack είναι τα σκυλιά των περαστικών, οι σειρήνες της Πυροσβεστικής και ο όχλος του “Προφήτη”.
Αν σου φαίνεται ότι μιλάω τόση ώρα για κάποιον δημοκρατικό σαμανισμό, μάλλον δεν έχεις καταλάβει ακόμα τι συμβαίνει και πραγματικά δεν ξέρω αν έχει νόημα να σου το εξηγήσω ή να σε αφήσω να χαθείς μέσα στο ίδιο το Θέαμα που σε τρέφει. Γιατί δεν μιλάω ούτε για σαμανισμό ούτε για κάποια νέα μετα-δημοκρατική θρησκεία. Μιλάω για κάτι πιο γυμνό, πιο επίμονα απτό, μια άσκηση κοινής τρέλας που δεν περιμένει θεσμούς, ούτε «πνευματικούς οδηγούς». Και πραγματικά δεν ξέρω αν έχεις το κουράγιο να παίξεις. Γιατί αυτό το παιχνίδι δεν χαρίζει άνεση, δεν έχει χειροκροτήματα. Σου ζητά να αφαιρέσεις, να σβήσεις, να σταθείς στη σιωπή και να αντέξεις. Είναι πιο κοντά σε μια τελετουργία “αστικού” ξεματιάσματος, μια συλλογική πράξη που διώχνει την κατάρα του Θέαματος έστω για λίγα λεπτά. Επίσης, θα πρέπει να θυμάσαι πως ο Κρυφός Αλγόριθμος δεν έχει προσκλήσεις μόνο συμπτώσεις. Κάθε βήμα στην Αθήνα είναι μια πιθανότητα. Και κάπου, αν προσέξεις, υπάρχει και ένα σήμα, μια τελεία μέσα σε έναν κύκλο. ◉
Κανένας δεν ξέρει άλλα ονόματα, ούτε διαδρομές. Λένε πάντως ότι το ρίγος που περνάει απ’ το σώμα όταν συναντιούνται δύο σκιές και αναγνωρίζουν το ίδιο σημάδι είναι μια νέα εμπειρία, γιατί ο Κρυφός Αλγόριθμος δεν περιμένει οδηγίες, ούτε ανακοινώσεις, απλώς συμβαίνει. Και τώρα πλησιάζει ένα Σαββατοκύριακο. Όχι δεν είναι ημερομηνία, είναι σινιάλο. Θα το καταλάβεις σε έναν χαλασμένο τοίχο που θα δεις μια τρύπα ή σε κάποιο βλέμμα που κρατάει λίγο παραπάνω.
Το παιχνίδι δεν πρόκειται να αρχίσει, ούτε να σε περιμένει∙ παίζεται ήδη εκεί έξω.
(Συνεχίζεται…)
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Στην αρχή υπήρχε το Θέαμα: ένα απέραντο πανί που απορροφούσε φωνές, βλέμματα, πράξεις. Μεγάλωνε καταβροχθίζοντας από κάθε μας κίνηση, από κάθε εικόνα που ανεβάζαμε, από κάθε επιθυμία που ψάχναμε μέσα στις μηχανές. Δεν είχε πρόσωπο, μόνο άπειρα μάτια που μας κοιτούσαν πίσω.
Το Θέαμα, όπως το κατέδειξε ο Ντεμπόρ το ’68, ήταν ήδη τότε μια τεράστια οθόνη που ρούφαγε όλα τα βλέμματα. Μόνο που τώρα η οθόνη έχει πολλαπλασιαστεί, βρίσκεται στην τσέπη μας, στον τοίχο του σαλονιού μας, στο βλέμμα μας το ίδιο. Αυτό που το έχει αντικαταστήσει δεν είναι ακριβώς το ίδιο το Θέαμα, αλλά η διάθλασή του σε κάθε πεδίο, ορατό ή αόρατο, της ζωής. Το Θέαμα έγινε σιγά σιγά ρευστό. Δηλαδή, κάθε ιδέα, κάθε δημιουργική σπίθα, κάθε επαναστατική φράση, απορροφάται αυτόματα, πακετάρεται και ανακυκλώνεται ως περιεχόμενο.
Κάποια στιγμή οι άνθρωποι πίστεψαν πως αυτό ήταν το μόνο παιχνίδι που μπορούσαν να παίξουν: Να κυνηγούν την έκθεση στις χιλιοπαιγμένες οθόνες του μεγάλου Θεάματος, να μπαίνουν σε λίστες, να σκαρφαλώνουν σε πίνακες κατάταξης. Όμως όσο περισσότερο έπαιζαν, τόσο πιο άδειοι ένιωθαν.
Κάποια νύχτα, λέγεται, μια μικρή ομάδα αποφάσισε να κινηθεί αλλιώς. Δεν επαναστάτησε, ούτε με πανό ούτε με συνθήματα, όλα αυτά, εξάλλου, το Θέαμα τα απορροφούσε και τα έκανε εμπορεύματα. Αντίθετα, δημιούργησαν έναν άλλο κώδικα. Έναν αλγόριθμο που δεν τον έβλεπε κανείς, και κανένα σύστημα δεν μπορούσε να τον μετρήσει. Τον ονόμασαν “Κρυφό Αλγόριθμο”.
Ο Κρυφός Αλγόριθμος δεν γραφόταν σε servers αλλά στις πράξεις:
• Στην ανταλλαγή ενός βιβλίου χέρι με χέρι χωρίς καμία απόδειξη.
• Στη μουσική που παιζόταν σε υπόγεια δωμάτια χωρίς livestream.
• Στο φαγητό που μοιραζόταν χωρίς φωτογραφίες.
• Στο βλέμμα που έλεγε περισσότερα από ένα post.
Οι κανόνες του παιχνιδιού ήταν απλοί αλλά αδιαπραγμάτευτοι:
• Κάθε τι που συμβαίνει, συμβαίνει εκτός μετρήσεων.
• Ο παίκτης δεν παίζει για προβολή αλλά για σύνδεση.
• Η κοινότητα είναι ο μόνος θησαυρός.
• Αν κάτι γίνει viral, θεωρείται ήττα.
Σιγά σιγά, οι ομάδες του “Κρυφού Αλγόριθμου” έγιναν αόρατες κοινότητες. Δεν είχαν σύμβολα, ούτε αρχηγούς, μόνο ένα κοινό ένστικτο: να αποσύρουν ενέργεια από το Θέαμα και να την ανακυκλώνουν μεταξύ τους. Κι έτσι, ενώ ο κόσμος συνέχιζε να πιστεύει πως το μοναδικό παιχνίδι ήταν αυτό των αλγορίθμων της Silicon Valley, κάτω από την επιφάνεια παιζόταν κάτι άλλο: ένα παιχνίδι χωρίς νόμους, αλλά με κανόνες, όπου το κέρδος δεν ήταν χρήμα ή δόξα, παρά μόνο η αίσθηση πως ανήκεις σε κάτι αληθινό.
Το “Δόγμα των Τεσσάρων Ετών”
Το παιχνίδι του Κρυφού Αλγόριθμου παίχτηκε πρώτη φορά από μια ομάδα φίλων, από τους ίδιους και για έναν μεγαλύτερο κύκλο φίλων. Η βασική τους ιδέα ήταν μια ψευτο-θεωρία: «Έτσι κι αλλιώς, τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα είναι γαμημένα ας παίξουμε χαρούμενοι ένα παιχνίδι ενάντια στις μπουρζουάδικες αξίες της σημερινής ηθικότητας». Το πίστευαν αυτό, όχι σαν καμιά προφητεία, αλλά σαν μια κοινή διαίσθηση. Και οι κρίσεις τους πολλαπλασιάστηκαν σαν μαθηματικές εξισώσεις, οι πόλεμοι ήρθαν ο ένας μετά τον άλλον να αλλάξουν απλώς το φόντο τους, ενώ οι τεχνολογίες που πλασαρίστηκαν ως σωτηρία τους έσπρωχναν όλο και περισσότερο στη μοναξιά, στη μιζέρια, και την παρακμή.
Οπότε σκέφτηκαν «Αν όλα αυτά είναι δεδομένα, τότε το μόνο που μας μένει είναι το παιχνίδι. Όχι σαν κανένα βλαμένο σχέδιο απόδρασησ, αλλά σαν ένας τρόπος να “εφεύρουμε” το δικό μας οξυγόνο. Αντί να χανόμαστε στο άδειο scroll, ας χτίσουμε μικρές σκηνές, μικρά rituals, όπου εκεί θα λειτουργεί ένας Κρυφός Αλγόριθμος».
Είπαν…
«Παίζουμε τώρα, γιατί μόνο παίζοντας θα σταθούμε πιο κοντά».
«Παίζουμε τώρα, γιατί το αληθινό παιχνίδι είναι το μοναδικό που δεν ξέρουν να μετρήσουν».
«Παίζουμε τώρα, γιατί στο παιχνίδι βρίσκουμε ξανά το σώμα μας, το γέλιο μας, κι ένα βλέμμα που αντέχει».
Το παιχνίδι τους δεν είχε θεατές και όλοι ήταν παίκτες. Έμπαινες απλώς μοιράζοντας κάτι μικρό: μια ιδέα, μια χειρονομία, μια παρουσία. Ο «πόντος» ήταν δικός σου μόνο όταν το έδινες και δεν το εξαργύρωνες.
Επέμεναν…
«Κι έτσι, μέσα στα επόμενα τέσσερα γαμημένα χρόνια, εμείς θα έχουμε χτίσει μικρές μυστικές φωλιές που θα κρατάνε ζεστούς τους ανθρώπους. Το Θέαμα θα συνεχίσει να μας καταπίνει, αλλά μέσα στις σκιές του θα παίζεται ένας άλλος γύρος. Ένας γύρος που δεν θα τελειώσει με “game over”, αλλά με το αργό, υπόγειο “together”».
Οι ζώνες του Κρυφού Αλγόριθμου στην Αθήνα
Λέγεται πως ο “Κρυφός Αλγόριθμος” δεν παίζεται παντού στην πόλη μας. Δεν μπορεί να επιβιώσει σε μέρη υπερφωτισμένα, εκεί που τα πάντα είναι ήδη σκηνοθετημένα και υπερεκτεθειμένα στο Θέαμα. Παίζεται μόνο σε ζώνες που μοιάζουν κοινές, αλλά έχουν μια ιδιότητα αόρατη για όσους δεν ξέρουν να κοιτάξουν. Αλλά, κάποια από τα ανώτερα επίπεδά του παίζονται και σε πολυσύχναστες περιοχές. Στην Ομόνοια, στην Πανεπιστημίου, μέσα σε άδεια κτίρια γραφείων, στον Κεραμεικό, εκεί συνήθως παίζεται το “Level 3” (έχει κάποιες δοκιμασίες αντοχής στη σιωπή και απαγορεύει εντελώς τη χρήση κινητού), στον Βύρωνα, αφήνονται μικρά αντικείμενα έξω από τις πόρτες, αρκεί να τα προσέξεις, απλώς δεν υπάρχει καμία οδηγία για το τι να τα κάνεις (το παιχνίδι είναι να αποφασίσεις μόνος σου αν θα τα κρατήσεις ή θα τα αφήσεις να συνεχίσουν το ταξίδι τους), και λένε ακόμα ότι και απέναντι από κάτι φασέικες ταράτσες στο Παγκράτι, κάθε πανσέληνο, ανάβουν κεριά που δεν τα βλέπεις από τον δρόμο, είναι σινιάλο του “Level 5”, για το “χαλασμένο μοτίβο”, μικρές γιορτές χωρίς μουσική, όπου το μοναδικό soundtrack είναι τα σκυλιά των περαστικών, οι σειρήνες της Πυροσβεστικής και ο όχλος του “Προφήτη”.
Αν σου φαίνεται ότι μιλάω τόση ώρα για κάποιον δημοκρατικό σαμανισμό, μάλλον δεν έχεις καταλάβει ακόμα τι συμβαίνει και πραγματικά δεν ξέρω αν έχει νόημα να σου το εξηγήσω ή να σε αφήσω να χαθείς μέσα στο ίδιο το Θέαμα που σε τρέφει. Γιατί δεν μιλάω ούτε για σαμανισμό ούτε για κάποια νέα μετα-δημοκρατική θρησκεία. Μιλάω για κάτι πιο γυμνό, πιο επίμονα απτό, μια άσκηση κοινής τρέλας που δεν περιμένει θεσμούς, ούτε «πνευματικούς οδηγούς». Και πραγματικά δεν ξέρω αν έχεις το κουράγιο να παίξεις. Γιατί αυτό το παιχνίδι δεν χαρίζει άνεση, δεν έχει χειροκροτήματα. Σου ζητά να αφαιρέσεις, να σβήσεις, να σταθείς στη σιωπή και να αντέξεις. Είναι πιο κοντά σε μια τελετουργία “αστικού” ξεματιάσματος, μια συλλογική πράξη που διώχνει την κατάρα του Θέαματος έστω για λίγα λεπτά. Επίσης, θα πρέπει να θυμάσαι πως ο Κρυφός Αλγόριθμος δεν έχει προσκλήσεις μόνο συμπτώσεις. Κάθε βήμα στην Αθήνα είναι μια πιθανότητα. Και κάπου, αν προσέξεις, υπάρχει και ένα σήμα, μια τελεία μέσα σε έναν κύκλο. ◉
Κανένας δεν ξέρει άλλα ονόματα, ούτε διαδρομές. Λένε πάντως ότι το ρίγος που περνάει απ’ το σώμα όταν συναντιούνται δύο σκιές και αναγνωρίζουν το ίδιο σημάδι είναι μια νέα εμπειρία, γιατί ο Κρυφός Αλγόριθμος δεν περιμένει οδηγίες, ούτε ανακοινώσεις, απλώς συμβαίνει. Και τώρα πλησιάζει ένα Σαββατοκύριακο. Όχι δεν είναι ημερομηνία, είναι σινιάλο. Θα το καταλάβεις σε έναν χαλασμένο τοίχο που θα δεις μια τρύπα ή σε κάποιο βλέμμα που κρατάει λίγο παραπάνω.
Το παιχνίδι δεν πρόκειται να αρχίσει, ούτε να σε περιμένει∙ παίζεται ήδη εκεί έξω.
(Συνεχίζεται…)
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.