Η Μ. έκανε διακοπές πάντοτε στο μπαλκόνι της, συνήθως μόνη, με τις αγέλες των κατοικιδίων της να εναλλάσσονται μες στα χρόνια. Δεν ήξερε νησί, δεν ήξερε καράβι. Νοητούς φάρους ρέμβαζε, στα πέρατα των Κάτω Πατησίων.
Τα μπαλκόνια της Αθήνας είναι τίτλος βιβλίου, έρευνας, εικαστικής έκθεσης, θεατρικής παράστασης, περφόρμανς, ταινίας που δεν πρόλαβε να γυρίσει ένας Σταύρος Τσιώλης, είναι τραγούδι και είναι ζήτημα, ζήτημα ζωής και θανάτου.
Κάθε πόλη είναι δύο πόλεις: η πόλη εκείνων που την ζουν και η πόλη εκείνων που την ψαύουν περιστασιακά, ως επισκέπτες μία ή πολλές φορές. Η Αθήνα για την οποία παραληρούμε οι αυτοχρισμένοι αθηναιολόγοι των πληκτρολογίων και των φρι πρες, η Αθήνα της ψηφιακότητας, των Φτηνών Τσιγάρων και της περιφερόμενης παπάτζας που αναπλάθεται σε ομορφιά και άποψη είναι μια πολύ συγκεκριμένη Αθήνα.
Και αυτή η πολύ συγκεκριμένη, σχεδόν αχαρτογράφητη στην πραγματικότητα, Αθήνα κυβερνάται από τα μπαλκόνια της. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αγαπούν οι τύραννοι του πάλαι ποτέ κλεινού άστεως, τα περιστέρια. Και έχουμε κάνει τα μπαλκόνια μας εχθρικά για αυτά. Κάποτε, μας αμολάνε τα αυγά τους σε μια γλάστρα. Κι εμείς, τότε, τουμπεκί.
Το μπαλκόνι ως θρίαμβος της Αθήνας που όρθωσε ανάστημα προς τα σύννεφα και από «τα σπίτια είναι χαμηλά» εφηύρε μια νεωτερικότητα που γρήγορα ξεπέρασε τον εαυτό της και έπρεπε να επανενδυθεί στοιχεία ρετρό. Να μελαγχολήσει, να στανιάρει. Με τα έπιπλα της γιαγιάς και με τα φυτά που βλέπαμε στα σήριαλ των 90s, κάνουμε stories και γράφουμε ατάκες.
Ανασαίνουμε αργά, ζεστά, στα μπαλκόνια μας τις νύχτες. Νοσταλγούμε, πάντα, κάτι, ούτε εμείς ξέρουμε τι. Να πάρουμε πίσω μια συμπεριφορά που οδήγησε σε συμφορά. Έρχονται μερικοί φίλοι, καπνίζουν στο μπαλκόνι. Το γατί μας τρίβει τον σβέρκο του στις γλάστρες. Θεέ και κύριε, πώς μπορεί να υπάρξει όλη αυτή η ομορφιά σε τέτοιο, βαθιά ριζωμένο, καθεστώς ασχήμιας;
Κάθε πόλη είναι δύο πόλεις: η καρφιτσωμένη στις πινέζες των gps και αυτή που φαντασιωνόμαστε ότι επικρατεί γύρω μας, καθώς εμείς βρισκόμαστε στα μπαλκόνια. Είμαι σε ένα μπαλκόνι στο Κολωνάκι, ακκίζομαι, ένας σημαντικός μού σερβίρει κρασί. Είμαι σε ένα μπαλκόνι στα Εξάρχεια, μακριά από την βουή ενός πρόχειρου πάρτυ, μαστουρώνω. Είμαι σε ένα μπαλκόνι στο Μοσχάτο, στην αγκαλιά του μπαμπά μου, παιδί, στο ίδιο μπαλκόνι πασχίζω να μάθω απ’ έξω την ιστορία, δίνω εξετάσεις σε λίγους μήνες, από κάτω ο Γιώργος περιμένει να τελειώσω να φύγουμε. Φοράει την κιθάρα του στον ώμο.
Κανείς που είναι ρομαντικός ή γλυκανάλατος δεν το επιλέγει. Δεν μπορεί, απλώς, να ζήσει διαφορετικά. Τα μπαλκόνια χειροτερεύουν την κατάσταση. Μία έτσι να κάνεις, πέφτεις και σώζεσαι. Από τον εαυτό σου.
Από μπαλκόνια και ταράτσες πέφτουν οι αυτόχειρες. Έχω δει πεσμένο σώμα, νεκρό, από πτώση. Ήμουν 19. Πονάω ακόμα. Δεν είναι η Αθήνα θάλασσα, αλλά τα μπαλκόνια είναι καταστρώματα και προκυμαίες. Τα κάγκελά τους κουπαστές της παραφοράς. Και ποιο ταξίδι; Ακίνητος ο χρόνος στην χορογραφία των εποχών.
Πάντα, σε κάποιου ξένου το μπαλκόνι δίνεις φιλί που αλλάζει την ροή. Πάντα, στο δικό σου το μπαλκόνι αρχίζεις να μοιάζεις με τη μάνα σου. Κι αυτά τα ρυπαρά άρθρα με τις συμβουλές για όμορφο μπαλκόνι. Με λαμπάκια, με χαλάκια, με κορδέλες και με φύκια και με πλάνες πλαστικές.
Μπαλκόνι με μωσαϊκό, με φίκο, με φερ φορζέ ή με ξύλινη ΙΚΕΑ καρεκλίτσα φθαρμένη, πια, τόσοι ήλιοι πάνω της, τόσα πένθη. Αυτό είναι το μπαλκόνι. Κάτι που έχει ποτίσει πένθος. Ο καναπές και η βιβλιοθήκη και το κρεβάτι δεν έχουν ιδέα.
Τόσα μάτια μέσα από παράθυρα τρόλεϊ και λεωφορείων έχουν μπανίσει το μπαλκόνι μου. Ελάχιστοι μπορεί και να σκέφτηκαν ποιος ζει μέσα στο σπίτι, τι κρύβεται πίσω από αυτό το μπαλκόνι. Οι ονειρώξεις μου είναι αυτές, δεν είναι κάτι άλλο. Εγώ το κάνω. Βλέπω μπαλκόνια παστρικά και λέω μέσα εκεί οι άνθρωποι δεν σφαδάζουν από οργασμό, μας τους λυγά η ρουτινα. Βλέπω μια σφουγγαρίστρα, λέω ζωή. Βλέπω έναν σκύλο, τον χαιρετώ, μου γαβγίζει, γιατρεύομαι.
Από το δικό μου μπαλκόνι, περιμένω τόσα ταξίδια να αρχίσουν, να επιστρέψουν, να μην σταματήσουν να συμβαίνουν ποτέ. Αλλά δεν είναι θάλασσα η Αθήνα, ούτε φάρους έχει η καημένη. Η Μ. έβλεπε φάρους στην Πατησίων κι όλοι τη λέγανε τρελή. Από την τσιμεντένια της προκυμαία έγραφε, θηλυκός Καββαδίας, για το πούσι της πόλης το λιγωτικό που λίγο λίγο σου τρώει τα κόκαλα.