Ζούμε σε μια εποχή όπου ο θάνατος δεν είναι πλέον σιωπηλός. Ή, για να το πούμε αλλιώς: η τεχνολογία δεν αρκείται πια στο να ζει — θέλει να συνομιλεί με το ανείπωτο.

Άβαταρ με φωνές των νεκρών, ψηφιακές σκιές που απαντούν σε ερωτήσεις, ολογράμματα που σε κοιτούν και μοιάζουν να θυμούνται. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν προσπαθεί να αντικαταστήσει την απώλεια — προσπαθεί να την προγραμματίσει.

Κι έτσι, ανοίγει μπροστά μας ένα καινούριο τοπίο: όχι ακριβώς πνευματικό, αλλά ούτε αυστηρά τεχνολογικό. Μια ζώνη ανάμεσα. Εκεί όπου η πίστη συναντά τον αλγόριθμο. Εκεί όπου η απουσία αρχίζει να αποκτά διαδραστική μορφή.

Μια νέα εποχή: η εποχή της τεχνο-πνευματικότητας.

Και αυτή η ιδέα ανήκει σε μια νέα, αναδυόμενη αγορά τεχνητής νοημοσύνης: εφαρμογές και συσκευές που υπόσχονται το ακατόρθωτο — να συνομιλήσεις, ακόμα και να “επανενωθείς”, με τους νεκρούς. Ορισμένα παραδείγματα, όπως το HereAfter AI και το StoryFile, δεν περιορίζονται απλώς σε μια ψηφιακή απομίμηση. Χτίζουν μνήμες, φωνές, εκφράσεις, και τις ντύνουν με ολογράμματα ή συνομιλιακά άβαταρ, έτοιμα να διατηρήσουν έναν διάλογο πέρα από το τέλος.

Η επιθυμία να γεφυρωθεί η ζωή με τον θάνατο δεν είναι νέο φαινόμενο. Είναι ενστικτώδης, σχεδόν αρχέγονη. Από τα βάθη των αιώνων, η θρησκεία και ο μυστικισμός άνοιγαν περάσματα — όχι για να εξηγήσουν, αλλά για να πιστέψουμε στο άπειρο, στην αιώνια παρουσία πίσω από την απουσία.

Όμως και η τεχνολογία, με τα δικά της μέσα, προσπαθεί να χαράξει ένα μονοπάτι προς το επέκεινα. Κι ας είναι ακόμα πρόσφατο το αποτύπωμά της στον χάρτη του Άδη.

Περισσότερο από έναν αιώνα πριν, ο Τόμας Έντισον, ο αρχιτέκτονας του φωτός και του ήχου, ανακοίνωνε πως επιχειρούσε να δημιουργήσει μια συσκευή που θα επέτρεπε σε «προσωπικότητες που έχουν εγκαταλείψει τη γη να επικοινωνούν μαζί μας». Όχι μέσω τελετών ή παραψυχολογίας — αλλά με “επιστημονικές μεθόδους”, όπως ο ίδιος διαβεβαίωνε. Μια απόπειρα να δώσει μορφή στο άυλο, χωρίς να καταφύγει στη μαγεία.

Καθώς η επιστήμη και η τεχνολογία εξελίσσονται, μεταβάλλονται και οι τρόποι με τους οποίους προσεγγίζουν το άγνωστο της απώλειας. Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν οι πνευματιστικές συνεδρίες, τα φαντάσματα και το υποθετικό “spirit phone” του Έντισον που υποσχόταν επαφή με τους εκλιπόντες.

Σήμερα, μέσα από τα άβαταρ της Τεχνητής Νοημοσύνης, διαβαίνουμε σε μια νέα εποχή: αυτήν της τεχνο-πνευματικότητας. Μιας τελετουργίας όπου οι νεκροί ψηφιοποιούνται, και οι ζωντανοί συνομιλούν με σκιές που μαθαίνουν από τους ίδιους.

Οι μηχανές διαμεσολαβούν ήδη το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς μας και επηρεάζουν αθόρυβα – αλλά αποφασιστικά – τις μικρές και μεγάλες μας επιλογές. Οι αλγόριθμοι μάς σερβίρουν ειδήσεις και μουσική, οι στοχευμένες διαφημίσεις προβλέπουν τις επιθυμίες μας πριν καν τις συνειδητοποιήσουμε, ενώ οι εφαρμογές ύπνου και τα έξυπνα ρολόγια μετατρέπουν την ευεξία σε ανταγωνιστικό παιχνίδι αριθμών και επιδόσεων.

Ωστόσο, μέχρι πρότινος, η θλίψη και ο θάνατος — εκείνοι οι θεμελιώδεις, ανεξέλεγκτοι σταθμοί της ανθρώπινης εμπειρίας — αποτελούσαν έναν από τους ελάχιστους τομείς που είχαν μείνει εκτός της αγχωτικής λογικής της βελτιστοποίησης, της απόδοσης και της διαρκούς παραγωγικότητας.

Αυτό όμως αλλάζει.

Η ταχύτατη άνοδος της λεγόμενης death-tech βιομηχανίας, σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση της τεχνητής νοημοσύνης στον ιδιωτικό και συναισθηματικό μας βίο, υποδηλώνει ότι σύντομα ακόμη και το πένθος — ίσως το τελευταίο «ανθρώπινο προπύργιο» — δεν θα μείνει αλώβητο.

Ήδη η χρήση της A.I. για σκοπούς συναισθηματικής στήριξης θεωρείται σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά αποδεκτή. Ψηφιακοί “σύντροφοι” όπως το Replika λειτουργούν ως συνομιλητές με ψυχολογικό βάθος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μετατρέπονται σε υποκατάστατα συντροφικότητας. Η νέα τεχνολογική στροφή, όμως, δεν περιορίζεται πλέον στην ευρύτερη ευεξία· στοχεύει ρητά στο πένθος και την απώλεια.

Εικονογράφηση: © Artificial Vandalism / OLAFAQ

Πολλές από τις εταιρείες που αναπτύσσουν A.I. avatars ή chatbot μετενσαρκώσεις νεκρών αγαπημένων προσώπων υιοθετούν τη ρητορική της «διευκόλυνσης» και της «διαχείρισης» του πένθους, υποσχόμενες δυνατότητα συνέχισης της σχέσης μετά τον θάνατο και ίσως, κάποιου είδους «ψυχικής κάθαρσης» ή closure. Πρόκειται για μια εμπορική στρατηγική που στηρίζεται στην εσφαλμένη αλλά διαδεδομένη αντίληψη ότι η θλίψη είναι γραμμική, προβλέψιμη και — κατά συνέπεια — διαχειρίσιμη μέσω τεχνολογίας.

Η πλατφόρμα Re;memory, για παράδειγμα, προβάλλει σε περίοπτη θέση στο site της ένα απόφθεγμα που αποδίδεται στον Κομφούκιο: «Αν δεν πενθείς για μια σημαντική απώλεια, τι άλλο μπορεί να σε κάνει να λυπηθείς;» Η έμμεση υπόσχεση, σχεδόν απειλή, είναι ξεκάθαρη: μόνο αν “επαναφέρεις” με κάποιον τρόπο τον νεκρό, μπορείς να πενθήσεις σωστά.

Τα ενδεχόμενα ρίσκα από τη χρήση εργαλείων Τεχνητής Νοημοσύνης για την επεξεργασία του πένθους είναι σοβαρά — όχι μόνο λόγω της ίδιας της τεχνολογίας, αλλά και εξαιτίας των μηχανισμών που την υποκινούν. Οι εταιρείες που αναπτύσσουν αυτά τα συστήματα κινούνται με γνώμονα το κέρδος. Κι εκεί όπου το πένθος είναι εύθραυστο και αχαρτογράφητο, η εμπορική εκμετάλλευση δεν αργεί να μετατραπεί σε εκμετάλλευση ψευδαισθήσεων και συναισθηματικών αναγκών.

Μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, η οποία ασχολήθηκε με την ηθική της λεγόμενης “ψηφιακής μεταθανάτιας βιομηχανίας”, επισημαίνει το προφανές αλλά συχνά παραγνωρισμένο: οι εταιρείες αυτές ενδέχεται σύντομα να καταλάβουν πως υπάρχει μεγαλύτερο οικονομικό όφελος όχι απλώς στη δημιουργία των ψηφιακών νεκρών, αλλά στη διατήρηση της επαφής με αυτούς υπό συνδρομή. Συνδρομές, διαφημίσεις, paywall για την πρόσβαση στον “νεκρό” — όλα είναι πιθανά.

Ανάμεσα στα σενάρια που εξετάζονται, περιλαμβάνεται και το ενδεχόμενο χορηγούμενων “συμβουλών” από τον ψηφιακό νεκρό: για παράδειγμα, ένα άβαταρ να προτείνει την παραγγελία του αγαπημένου του φαγητού μέσω συγκεκριμένης εφαρμογής. Το πένθος, πλέον, όχι μόνο καταναλώνεται — αλλά καταναλώνει και διαφημίζει.

Ακόμη πιο σκοτεινή είναι η περίπτωση κατά την οποία μια τέτοια εταιρεία αποτυγχάνει — ή εσκεμμένα αρνείται — να απενεργοποιήσει τα deadbots της. Το αποτέλεσμα; Ο επιζών να λαμβάνει απρόσκλητες ειδοποιήσεις, υπενθυμίσεις και ενημερώσεις από τον νεκρό, βιώνοντας την αλλόκοτη αίσθηση ότι τον καταδιώκει το φάντασμα της τεχνολογίας. Ένας ψηφιακός στοχασμός της απουσίας που δεν τελειώνει ποτέ, γιατί απλώς… δεν του δίνεται άδεια να τελειώσει.

Αυτό το μπλέξιμο φαντασίας, επιχειρηματικότητας και προσωπικής τραγωδίας δεν λειτουργεί ως στήριγμα στο πένθος· αντίθετα, το υπονομεύει βαθιά.

Αν θυμηθούμε μια “αρχαία” βικτωριανή σεάνς, γνωρίζουμε ότι αυτή προσέφερε την προσωρινή ψευδαίσθηση επικοινωνίας με το υπερπέραν. Αντίθετα, η μετά θάνατον A.I. εποχή προτείνει κάτι πιο ύπουλο: μια διαρκή, διαδραστική συνομιλία που αναβάλλει τη συνειδητοποίηση της απώλειας επ’ αόριστον.

Σε ορισμένα πλαίσια, τα avatars και τα chatbots ίσως να λειτουργούν εποικοδομητικά — ως ημερολόγια, ως χώροι αναστοχασμού. Όμως μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό της απόδοσης και της συναισθηματικής βιασύνης, όπου τα “δυσάρεστα” πρέπει να ξεπερνιούνται σαν εμπόδια στη ροή της παραγωγικότητας, η υγιής χρήση αυτών των εργαλείων είναι εφικτή μόνο όταν συνοδεύεται από πλήρη επίγνωση του εξής απλού γεγονότος: αυτά τα avatars δεν είναι αληθινά.

Το πρόβλημα είναι ότι η εντυπωσιακή ομοιότητα — η σχεδόν ανατριχιαστική αληθοφάνεια πολλών τέτοιων ψηφιακών προσωπικοτήτων — θολώνει τα όρια. Κι έτσι, αντί να βοηθούν στη διαχείριση της θλίψης, καταλήγουν να προσφέρουν έναν μηχανισμό αποφυγής της.

Και όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται για την αποφυγή, τόσο αυξάνεται η ζημιά: η αποκοπή του ανθρώπου από τον δικό του πόνο και από τη συλλογική εμπειρία του πένθους, που άλλοτε λειτουργούσε ως κοινή τελετουργία, κοινωνική κόλλα, και πράξη συμφιλίωσης.

Αν φτάσουμε στο σημείο να θεωρούμε τα ψηφιακά avatars αναγκαία για το πένθος, τότε — για να το πούμε ωμά — έχουμε ήδη χάσει.

Πόσο διαδεδομένα θα γίνουν αυτά τα εργαλεία δεν είναι ακόμη σαφές. Ωστόσο, η ραγδαία αύξηση των εταιρειών που επενδύουν σ’ αυτά, κυρίως στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Νότια Κορέα, δείχνει ότι δεν πρόκειται για μια απλή παρένθεση στο σύγχρονο κεφάλαιο της ΤΝ. Το ψηφιακό τεχνολογικό πένθος είναι πλέον κομμάτι του κοινού μας μέλλοντος.

Ίσως το αληθινό θαύμα δεν είναι να επαναφέρεις τους νεκρούς, αλλά να τολμάς να τους αφήσεις να φύγουν. Όχι επειδή τους ξεχνάς, αλλά επειδή μένουν — μέσα σε εκείνη τη σιωπή που η τεχνολογία δεν μπορεί να μιμηθεί.

Ο πόνος δεν είναι bug. Δεν είναι δυσλειτουργία που πρέπει να διορθωθεί με ένα πιο έξυπνο λογισμικό. Είναι μνήμη που επιμένει. Είναι τελετουργία χωρίς ακροατήριο. Είναι η απόδειξη ότι αγαπήσαμε κάτι που δεν επαναλαμβάνεται.

Καθώς βυθιζόμαστε σε αυτό το νέο τοπίο της τεχνο-πνευματικότητας, όπου η θλίψη υπόσχεται να γίνει διαχειρίσιμη, εξατομικευμένη και συνδρομητική, ας θυμόμαστε: το πιο ανθρώπινο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε απέναντι στον θάνατο δεν είναι να τον αποφύγουμε, αλλά να καθίσουμε μαζί του. Χωρίς εφέ. Χωρίς prompts. Χωρίς “βελτιστοποίηση”.

Μια μέρα, ίσως η πιο ριζοσπαστική πράξη θα είναι να κλείσουμε το chatbot, να αποσυνδέσουμε το ολόγραμμα και να μείνουμε — επιτέλους — μόνοι με την απώλεια.

Γιατί μόνο εκεί, σε αυτή τη ρωγμή της σιωπής, γεννιέται η μοναδική αλήθεια της απώλειας.

*Με πληροφορίες από τους New York Times. 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.