Ώρα 23:37, σε ένα μπαρ της σειράς, από αυτά που αξίζουν για τον βιωμένο χώρο τους, επουδενί τον αρχιτεκτονικό. Ένας τύπος ζητάει από τον μπάρμαν χαρτί και στιλό, δίπλα του ουίσκι σε ποτήρι χαμηλό και ξέχειλο τασάκι με τσιγάρο να καίγεται στην άκρη, ακάπνιστο σχεδόν. Ήμουν 20 χρονών, αυτόν τον τύπο δεν τον φαντάστηκα, υπήρξε, δεν ανταλλάξαμε ούτε ένα βλέμμα. Υιοθέτησα την διαβολεμένη συνήθεια να ζητώ χαρτάκι σε μπαρ και διάφορες εξυπνάδες ή χαζομάρες που έχω γράψει κατά καιρούς γράφτηκαν στα μπαρ.

Το χαρτί

Κάποτε, γράφαμε και το τηλέφωνό μας σε χαρτί, εννοώ 16, 17 χρονών, στα νησιά, στις πλατείες, στις ωραίες γωνιές της καθημερινότητάς μας που έμοιαζε να φωτίζονται αλλιώς, κάπως-ευτυχώς! λιγότερο κανονικά από την υπόλοιπη καθημερινότητα. Το χαρτί πρωταγωνιστεί στην ζωή ανθρώπων που αγαπάω. Δεν μπορώ να ξεχνώ το σπίτι του παιδαγωγού, συγγραφέα και εντόμου (ναι, εντόμου) Κώστα Λαδόπουλου που αν είχε λίγο λιγότερο μυαλό και λίγη λιγότερη ψυχή θα ήταν ένας πολύ διάσημος Έλληνας, από αυτούς που κάποιοι αποκαλούν διαπρεπείς και σπουδαίους, το σπίτι του λοιπόν, το χάρτινο σπίτι. Βιβλία, σημειώσεις, ντοσιές, στιλό, post its  και βέβαια χαρτόνια, γκοφρέ, μυρωδιά κόλλας, ξυλομπογιάς, ονείρων. Ο γραφικός χαρακτήρας του Κώστα μοιάζει με τον χαρακτήρα του τον πραγματικό: λαϊκότροπα αριστοκρατικός.

Και το σπίτι του ρεμπετολόγου Παναγιώτη Κουνάδη, ένα μουσείο κανονικό, μα κατοικήσιμο. Το 70% του σπιτιού είναι βιβλία και χαρτιά. Το 20% γάτες. Κι ένας 10% μένει για τον Παναγιώτη, τον λιτότατο, αυταρκέστατο αυτόν μελετητή με τα έξυπνα μάτια και τα πάντοτε απασχολημένα χέρια-απασχολημένα με χαρτιά και σημειώσεις. Τα βιβλία θέλουν καλή συντροφιά, έτσι υποτίθεται πάει. Θέλουν σημάδια από κούπες καφέ, θέλουν τασάκια, μαξιλάρια, τραβηγμένες κουρτίνες, απαλό φωτισμό (ποτέ το φως το κεντρικό του δωματίου, πάντα λάμπες στις γωνιές) και θέλουν και κάτι να ακούγεται από το ραδιόφωνο, δεν γίνεται σε σπίτι με τα βιβλία και τα χαρτιά να συγκατοικούν μαζί σου να συγκατοικεί και τηλεόραση. Αν αυτό συμβαίνει, πρέπει να είναι μικρή, διακριτική, ν’ ανάβει σπάνια, να προβάλλει συγκεκριμένα πράγματα. Δεν μπορώ την φωνή της Μαρίας Μπεκατώρου και χιλιοστά μακριά από την ξανθιά της ρίζα, ο Προυστ, ο Εμπειρίκος και η Ζυράννα Ζατέλη.

Το πρωί να ξυπνώ και να βλέπω τα ραβασάκια του. Να γνωρίζω για πρώτη φορά τα γράμματά του-όπως τα σχήματα της παλάμης, τον τρόπο του φιλιού, τον ερχομό της νύστας. Σ’ αγαπώ, καλημέρα και όλα αυτά. Να αποτελούν λόγο να μείνεις όλη μέρα στο κρεβάτι, να μείνω ξάπλα και να τα διαβάζω, να τα διαβάζω, να τα διαβάζω από το χαρτί, που πίεσε πάνω το στιλό του, για να γράψει κάτι για μένα.

Ύστερα, όλα αυτά τα μπιλιετάκια μπαίνουν στα κουτιά των ενθυμήσεων, αυτά που ανοίξαμε μια φορά με την Άντα και κοιταζόμασταν και βγάζαμε επιφωνήματα, ω, πόση αγάπη τελικά έχει αξιωθεί να λάβει η ταπεινή μας, ελάχιστη ύπαρξη, πόσο έχουμε θεωθεί κι ανυψωθεί μέσα από αυτήν την αγάπη και να σου τα κλάματα και τα πάφα πούφα. Όποιος σου φέρνει τα τσιγάρα σου, αγάπη μου, για να τα’χεις κοντά σου καθώς γράφεις, δώρο ανίερο, δεν είναι να τον φοβάσαι, θα σ’ αγαπά για πάντα-τον φανταζόμουν να μου φέρνει την λευκή κασετίνα καρέλια γιατα επόμενα 50 χρόνια της ζωής μου, 3 με 4 πακέτα την εβδομάδα ας πούμε. Τα τασάκια ας τα άδειαζα για πάντα εγώ.

Μα, ναι, ταιριάζει το χαρτί με τη νικοτίνη. Σπίρτα, αναπτήρες, τασάκια, πακέτα, τετράδια, μολύβια μετρίως ξυσμένα (τα καλοξυσμένα είναι για τους άριστους μαθητές δημοτικού, τα κακοξυσμένα για τους αποτυχημένους υπαλλήλους γραφείων), καφές στην καφετιέρα φίλτρου, ένα τηλέφωνο πιο κει να χτυπά, πόδια ξυπόλητα, ελαφριά ζακέτα, καιρός απροσδιόριστος, μάλλον κάτι σε Οκτώβρη ή σε Μάη, και από το ταβάνι στάζει σαν βρόμικο νερό η Ιδέα και προσπαθεί να περάσει μέσα από τα δάχτυλα και να καταλήξει στο χαρτί όσο λιγότερο ξεπετσιασμένη κι ακέραιη γίνεται.

Όταν γράφεις χειροπιαστά, αναλογικά είναι αλλιώς. Παίρνουν οστά οι λέξεις και σε πονούν, σου πρήζουν τα δάχτυλα, η γραφή γίνεται σωματική εμπειρία. Καμιά φορά, κινδυνεύεις να γράψεις μεγάλες ανοησίες, να ακκιστείς από τα ωραία γράμματα, από την διαδοχή των λέξεων στο χαρτί, αυτός ο τρελός χορός τους, σκέτο drug. Όποιοι βγάζουμε ψωμί από τις λέξεις, ξέρουμε ότι το πληκτρολόγιο του PC ή του λάπτοπ είναι μονόδρομος. Γενέθλια χωρίς ευχές γραπτές δεν έχει, όμως. Βιβλίο χωρίς αφιέρωση από τον συγγραφέα, με μωβ στιλό, με πράσινο, με μαύρο, με ό, τι-και όχι τίποτε απρόσωπες κενότητες, πράγματα προσωπικά, που θα πει ”πράγματα με αγαπητικό θράσος”.

Συγγνώμη, να ζητήσω λίγο χαρτί κι ένα στιλό να σημειώσω κάτι;

Προσοχή-ο γεννημένος για γραφές και για πάθη δεν φέρει ποτέ σημειωματάρια, στιλό και αναπτήρες. Αυτά είναι τα τελευταία πράγματα που απέμειναν για να ζητάμε. Να ενοχλούμε κάποιον ζητώντας του φωτιά ή μια κόλλα χαρτί, τι ωραιότερο; Και πόσο ανθρώπινο; Να το κάνουμε, να ξεκινούμε συναντήσεις με εμάς στην θέση του αιτούντος, του έχοντος ανάγκη. Τρυφερό πράμα η έκφραση της ανάγκης. Ύστερα, να γράφουμε κάτι. Και μπορούμε και να χαρίζουμε κανά γραφτό μας, σιγά, όλα θα τα ρουφήξει η γη. Έχουμε μια τάση να φυλάμε τα δημιουργήματά μας. Κάποια δημιουργήματα αντλούν αξία από το εφήμερό τους. Να γράψεις ένα χαϊκού για την σερβιτόρα με την ωραία μέση και το κοντό μαλλί. Κάτι που θα φυλάξει, ίσως, στο δικό της κουτί.

Το σπίτι σου φορτωμένο σημειώσεις κι εσένα-κολλημένες σε ψυγεία, τοίχους, πίνακες ανακοινώσεων. Εκατό χιλιάδες σημειωματάρια αγορασμένα από κάθε πιθανό μουσείο, χαρτοπωλείο, πλανόδιο. Πολλά σχέδια, χαωμένος, απίθανος νους. Γράφεις, γράφεις, όλο γράφεις, τι γράφεις; Γράφεις για να το δείξεις στο Instagram ή γιατί δεν μπόρεσες να κάνεις αλλιώς; Πάμε σε ένα μπαρ, μαζί. Ένα άκυρο μπαρ-κι όχι με σκοπό να γοητεύσουμε ο ένας τον άλλον, κουραστικό παιχνίδι κι αυτό, καμιά φορά. Πάμε, παίρνουμε ποτέ, ουίσκι εσύ, βότκα εγώ και συντονισμένα ζητάμε χαρτί και στιλό. Γράφουμε κάτι, το ανταλλάσουμε και δεν ξανασυναντιόμαστε ποτέ.

Όποιος μας προσέξει ίσως μπορέσει, στο λάπτοπ του, να γράψει μια ιστορία που θα κάνει χαμό.