Την πρώτη φορά που μπήκα σε ένα μεγάλο μουσείο και στάθηκα απέναντι σε έναν πίνακα χωρίς πλαίσιο, μέσα σε ένα ολόλευκο δωμάτιο, ένιωσα κάτι σαν έπαρση αλλά και μία αποστασιοποίηση ταυτόχρονα. Ήταν τότε που συνειδητοποίησα πως εδώ δεν είμαι απλώς θεατής, είμαι κομμάτι μιας εμπειρίας που έχει φτιαχτεί έτσι, ώστε να με «καθοδηγήσει» να δω, να πιστέψω, να νιώσω. Όταν τα μουσεία πρώτα εμφανίστηκαν, ήταν στις μορφές των παλιών «cabinets of curiosities» δεν υπήρχε τάξη, λογική ή συστηματική παρουσίαση, απλώς συλλογές από πετράδια, ζωικά δείγματα, αρχαία αντικείμενα και έργα διάσπαρτα, χωρίς σύνδεση ή αφήγηση.

Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει και εξελιχθεί, αλλά όχι πάντα προς το αυθεντικό ή το καλύτερο. Το λευκό δωμάτιο, το απόλυτα ουδέτερο υπόβαθρο, οι καθαροί τοίχοι και το σωστό φως, μπορεί να μοιάζουν με το πιο «αγνό» σκηνικό για να εκτεθεί η τέχνη. Όμως εκεί, μέσα στην ουδετερότητα, διαμορφώνεται το πώς εμείς βλέπουμε την όποια τέχνη. Η επιλογή του τι θα κρεμαστεί, πού, με ποιο φωτισμό, πόσο χώρο θα αφήσουν ανάμεσα στα έργα όλα καθορίζουν ποια έργα «αναπνέουν» και ποια χάνονται, ποια έργα μοιάζουν σημαντικά και ποια απλώς υπάρχουν.

Όταν η τοποθέτηση γίνεται πολιτική ή ιδεολογική

Δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής, τα μουσεία από καιρό λειτουργούν ως καθρέφτες της κοινωνίας και πολλές φορές ως φάροι που επιλέγουν τι αξίζει. Από την εποχή των συλλογών της Δύσης, όταν αντικείμενα «εξωτικών» ή αποικιοκρατούμενων τόπων παρουσιάζονταν ως αξιοπερίεργα ή εξωτικά είδη, έως το σήμερα, η επιλογή των έργων και των εκθεσιακών χώρων συχνά φέρει το βάρος της εποχής που δημιουργήθηκε. Μια γνωστή και τραυματική απόδειξη είναι όταν τη δεκαετία του 1930, μια επίσημη έκθεση στη Γερμανία χρησιμοποίησε έργα ως εργαλείο προπαγάνδας, εγκλωβίζοντας την τέχνη σε ένα ιδεολογικό μήνυμα.

Αυτό που συνειδητοποίησα εγώ, ως επισκέπτρια σήμερα, είναι πως κάθε αίθουσα, κάθε φως, κάθε τίτλος, κάθε ταμπέλα, ουσιαστικά διαμορφώνει όχι μόνο το τι βλέπουμε, αλλά και πώς το ερμηνεύουμε. Η δυνατότητα που έχουν οι επιμελητές να επιλέγουν το πλαίσιο στο όποιο θα εκτεθούν συγκεκριμένα αντικείμενα τέχνης είναι τεράστια. Θυμάμαι μια μέρα που βρέθηκα σε έκθεση σύγχρονης τέχνης, με άδειες λευκές αίθουσες, ανάμεικτα έργα, και σχεδόν μηδενική εξήγηση. Δεν υπήρχαν μεγάλοι πίνακες, δεν υπήρχαν επιβλητικές συνθέσεις, υπήρχαν μικρά έργα, εγκαταστάσεις, αντικείμενα και όλα ήταν τοποθετημένα με στοχασμό, με χώρο, με ενδιάμεσες «ανάσες», με φως πάνω τους. Τότε για πρώτη φορά ένιωσα πως τα έργα δεν «μας επιτίθενται», μας καλούν να τα κοιτάξουμε, να τα νιώσουμε, να τα συγκρίνουμε. Δεν πιέζουν, δεν φωνάζουν, δεν επιβάλλουν, έτσι, ακόμη και κάτι μικρό, όπως ένα αντικείμενο καθημερινό, μια φωτογραφία, ένα άγνωστο όνομα, αποκτούσε βαρύτητα.

Το τι βλέπουμε στο μουσείο δεν είναι απλώς η τέχνη που υπάρχει, είναι η τέχνη που επιλέχθηκε για μας. Μέσα από φίλτρα αισθητικής, πολιτισμικά, ακόμη και πολιτικά. Είμαστε μέρος μιας αφήγησης, όχι απαραίτητα της αντικειμενικής, αλλά της αφήγησης που κάποιος επέλεξε να μας παρουσιάσει. Αν κάθε μουσειακή επιλογή σημαίνει και απόρριψη, τότε ποια έργα δεν βρήκαν θέση στους λευκούς τοίχους; Ποια φωνές, ποιες ιστορίες, ποια κομμάτια πολιτισμού έμειναν στο σκοτάδι και γιατί; Η σιωπηλή αυτή «οικονομία της προσοχής» με τα έργα που επιλέγονται και τα έργα που αποκρύπτονται, αντικατοπτρίζει μερικές φορές ολόκληρες ιδεολογίες. Και ως θεατές, πολλές φορές νομίζουμε ότι βλέπουμε «όλα», ενώ στην πραγματικότητα βλέπουμε όσα επιτράπηκαν να εμφανιστούν.

Αυτό το κατάλαβα, όταν περιηγήθηκα σε εκθέσεις με θέμα κοινωνικό, πολιτικό ή μετα-αποικιακό: είδα πως μερικά έργα ήταν επιβλητικά· άλλα πάλι… λειψά. Δεν ήταν θέμα ταλέντου ή ποιότητας — ήταν θέμα επιλογής. Και το μουσείο, ως θεσμός, έχει το «προνόμιο» να αποφασίζει.

Τα μουσεία ως μέρος μιας αφήγησης, ελπίδας αλλά και προσοχής

Για μένα, πλέον, κάθε επίσκεψη σε μουσείο είναι μια μικρή ανακάλυψη: όχι μόνο της τέχνης, αλλά και του πώς βλέπω εγώ — μέσα από όσα μου «επιτρέπονται» να δω. Είναι ένα είδος προσωπικής συνείδησης.Θέλω να πιστεύω πως η τέχνη μπορεί — και πρέπει — να είναι διαδραστική, να προκαλεί ερωτήματα, να φέρνει στο φως όσα κρύβονται. Αλλά αυτό απαιτεί μουσεία που δεν φοβούνται την πολυφωνία, που δεν περιορίζουν τι θεωρείται «αξιοπρεπές», που δεν υπακούουν σε προκατασκευασμένα φίλτρα. Κάθε τοίχος, κάθε φως, κάθε επιλογή έργου — είναι ευκαιρία. Να κοιτάξουμε πέρα από αυτά που μας επιδεικνύουν· να ψάξουμε για αυτά που δεν είδαν να κρέμονται.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.