Δεν υπάρχει τίποτα πιο φυσικό από το να κάνεις σεξ, να κάνεις παιδιά και να τα μεγαλώνεις. Δεν θα μπορούσε ποτέ ένας άνθρωπος να γράψει αυτό το άρθρο, ή οποιοδήποτε άλλο, αν το ένστικτο της αναπαραγωγής δεν ήταν βαθιά συνυφασμένο με τη συμπεριφοριστική μας περιγραφή, όχι μόνο του είδους μας, αλλά και πολλών ειδών που προηγήθηκαν πριν εμάς στο φυλογενετικό μας δέντρο και χρονολογούνται δισεκατομμύρια χρόνια πίσω. Αλλά πολλά από αυτά που είναι φυσικά είναι επίσης ανήθικα. Η κατανάλωση κρέατος, για παράδειγμα, είναι πολύ φυσική τόσο για τα παμφάγα όσο και για τα σαρκοφάγα όντα, αλλά αν έχετε δει ποτέ τον τρόμο να σχηματίζεται στα μάτια ενός ζώου στο ταξίδι του να γίνει βορρά στο πιάτο μας, τότε ξέρετε ότι δεν υπάρχει τίποτα λιγότερο σκληρό σε αυτή τη διαδικασία που να δικαιολογείται από τη φυσικότητά της.

Δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να εγγυηθείς ότι ένα ζωντανό πλάσμα θα βιώσει το θάνατο από το να του χαρίσεις ζωή εξ αρχής. Έχουμε την τάση να μιλάμε για τη ζωή σαν να πρόκειται για δώρο, και δεν είναι να απορεί κανείς γιατί, αφού είναι ένα φαινομενικά τόσο ανεξήγητο φαινόμενο, αλλά μια γρήγορη ματιά στις στατιστικές για των αυτοκτονιών μας δείχνει ότι πολλοί προσπάθησαν να επιστρέψουν πίσω αυτό το δώρο, και αισθάνθηκαν τόσο έντονα για να το κάνουν, ώστε μπόρεσαν να παρακάμψουν κάθε ένστικτό τους για επιβίωση, διαπράττοντας την πράξη της αυτοχειρίας.

Η ζωή είναι μια τυχερή σακούλα στο ψιλικατζίδικο της ζωής, μια τυχαία κλήρωση. Είναι πολύ πιθανό ότι, κατά τη διάρκεια της ύπαρξής μας, ο καθένας από εμάς θα βιώσει πολλές χαρές αλλά και εξίσου πολλές λύπες. Αυτό ωστόσο που είναι βέβαιο είναι ότι θα βιώσουμε την οδύνη των γηρατειών και/ή του θανάτου, και όταν αναστοχαζόμαστε για την αξία της ζωής υπό τις μόνες συνθήκες που ενδεχομένως μπορούμε να το κάνουμε -ως όσοι από εμάς αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε εν ζωή- διαπιστώνουμε ότι η λογική μας υπονομεύεται από την επίγνωση ότι για να σταματήσουμε να υπάρχουμε πρέπει να περάσουμε από την ενστικτωδώς αποκρουστική εμπειρία του θανάτου.

Καταλαβαίνουμε ότι θα πρέπει να υποστούμε πόνο και φόβο για να αποχωριστούμε το θνητό μας σώμα και ότι πιθανότατα το οριστικό φευγιό μας θα αφήσει πίσω πόνο και θλίψη ως κληρονομιά στους αγαπημένους μας. Ποιος θα βρει το σώμα μας, πώς θα επηρεάσει αυτούς που μας γνωρίζουν, αυτούς που μας νοιάζονται και μας αγαπούν, και ούτω καθεξής, είναι όλες σκέψεις που συνοδεύουν τη γενικότερη απόφαση να δώσουμε τέλος στη ζωή μας.

Ο φιλόσοφος Σοπενχάουερ έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι «… Ο τρόμος του θανάτου μας προκαλεί μεγάλες αντιστάσεις: στέκεται σαν φρουρός μπροστά στις πύλες της εξόδου». Ο φιλόσοφος μας παροτρύνει να δούμε με θετικό τρόπο τον θάνατό, βρίσκοντας παρηγοριά στο γεγονός ότι, άσχετα αν αυτός είναι αποτέλεσμα γηρατειών, ασθένειας, ατυχήματος ή αυτοκτονίας, δεν έχουμε λόγο να τον φοβόμαστε. Για τον Σοπενχάουερ, η ζωή είναι ένας διαρκής πόνος, όπου «εν τέλει ο θάνατος πρέπει να θριαμβεύσει».

Το ζήτημα που τίθεται, ωστόσο, δεν είναι η πράξη της αφαίρεσης της ζωής αυτή καθεαυτή. Είναι το ζήτημα της εξάλειψης της ζωής. Δεν υπάρχει θάνατος για μια ύπαρξη που ποτέ  δεν προέκυψε. Όταν αναλογιζόμαστε το ερώτημα, έχουμε φυσικά κατά νου τη μόνη εμπειρία ζωής που είχαμε ποτέ – την τρέχουσα ζωή μας.

Πρέπει να δουμε τη ζωή γενικά και πέρα από εμάς, προκειμένου να καταφέρουμε να απαντήσουμε με ειλικρίνεια αν είναι ηθικά δικαιολογημένο ή όχι να προσδώσουμε ζωή σε έναν άνθρωπο χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Μακάρι να μπορούσα να γράψω εδώ μια χαρμόσυνη ωδή στη ζωή και να πω ότι στέκομαι σταθερά στη μία από τις δύο όψεις του ζητήματος, αλλά δεν μπορώ. Στο μεγαλύτερο μέρος της η ζωή δεν έχει νόημα. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε και στο τέλος δεν μας θυμάται κανείς, δεν απομένει τίποτα να θυμίζει ότι κάναμε στο γρήγορο μας πέρασμά από τούτο τον κόσμο. Ολονών η ζωή είναι πιθανό να ακολουθήσει αυτή την πορεία. Η ύπαρξή μας είναι απειροελάχιστη σε μέγεθος και σε διάρκεια. Στο τέλος, όλα αυτά είναι απλώς ένα όνειρο – Ή ένα όνειρο μέσα σε όνειρο, αν η ποίηση απαλύνει λίγο τη βαρβαρότητα της υλικής πραγματικότητας. της Δεν υπάρχει κανένα εγχειρίδιο για τη ζωή, ούτε οδηγίες χρήσεως -πέρα από αυτές του Ζορζ Περέκ– και η ύπαρξή μας στιγματίζεται από την απουσία νοήματος. Είμαστε σχεδιασμένοι στην τύχη, όπως και ο κόσμος γύρω μας. Υποφέρουμε καθημερινά από άγχος, θλίψη, αδυναμίες, έλλειψη αυτοελέγχου, προσωπικές αποτυχίες, οικονομικούς ολέθρους, φυσικές καταστροφές, ατομικές ήττες αλλά και συλλογικές σας ανθρωπότητα, γεωπολιτική σαπίλα. Θα μπορούσαμε αύριο να υποστούμε κάποια φρικτή ασθένεια ή κάποιο ατύχημα και να ζήσουμε το υπόλοιπο της σύντομης ζωής μας μέσα στον πόνο και την οδύνη. Μοιάζει λες και το χάος μας επιτίθεται από όλες τις πλευρές, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Προσεγγίζοντας το θέμα αντικειμενικά όσο καλύτερα μπορεί κανείς, δεν βλέπω καμία εγγενή αξία στη ζωή και κανένα εγγενές νόημα στο να είσαι ζωντανός.

Αν ωστόσο προσεγγίσω το ζήτημα όχι με αντικειμενικό αλλά με υποκειμενικό τρόπο και στοχαστώ αν η ζωή είναι μια εμπειρία που προσωπικά αισθάνομαι τυχερή ή άτυχη που μου δόθηκε, θα αντιμετώπιζα αυτό το ζήτημα ανάλογα από την απάντησή μου σε μια άλλη ερώτηση: Η ζωή μου περιελάμβανε περισσότερη ευτυχία ή περισσότερο πόνο; Μια ευτυχισμένη ζωή είναι μια απολαυστική εμπειρία, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αντισταθμίσει τη δυσάρεστη εμπειρία της ζωής μου, και κάθε άλλου ζωντανού οργανισμού, που νομοτελειακά θα πεθάνει. Όμως, δεν είμαι τόσο μεγάλη σε ηλικία ώστε να μπορώ να πω αν η ζωή μου ήταν στο σύνολό της ευτυχισμένη. Επιπλέον, αυτό θα αποτελούσε μια επιμέρους ματιά στο ευρύτερο ερώτημα, καθώς η εστίαση θα περιοριζόταν στη δική μου ζωή, αντί στην οικουμενική ζωή γενικότερα.

Παρόλο που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένα υποκειμενικό μέτρο, αυτό πρέπει επίσης να είναι γενικό και απρόσωπο, και υπό αυτό το πρίσμα, το πραγματικό ερώτημα είναι: Παραμένουν άραγε οι ζωές των περισσότερων ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως ευτυχισμένες, ευτυχισμένες μέχρι το τέλος τους; Έτσι φαίνεται, αλλά δεν υπάρχει πραγματικός τρόπος να το επαληθεύσουμε. Αν η πράξη της απόρριψης της ζωής δεν ήταν τόσο διαφορετική από την πράξη του εξάλειψής της, θα είχαμε έναν αριθμό αυτοκτονιών ως μια αρκετά αντικειμενική απάντηση στο ερώτημά μας, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, οπότε δεν έχουμε. Δεν υπάρχει πραγματικός τρόπος να πούμε αν οι περισσότερες ζωές μπορούν, εκ των υστέρων, να θεωρηθούν ευτυχισμένες ή δυσάρεστες εμπειρίες. Ας αγνοήσουμε, λοιπόν, αυτό το ερώτημα και ας προχωρήσουμε σε ένα άλλο σημείο.

Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε είναι αν το να είσαι «ζωντανός» αποτελεί μια ασυνήθιστη κατάσταση για την ουσία της ύπαρξης. Η επιλογή του να είσαι ζωντανός δεν είναι στην πραγματικότητα μια επιλογή μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης -είναι, αφενός, να μην υπάρχεις για ολόκληρη την αιωνιότητα και, αφετέρου, να μην υπάρχεις για ολόκληρη την αιωνιότητα εκτός από ένα σύντομο, μικρό χρονικό διάστημα. Κάτι σαν αυτό που αναφέρει ο Καζαντζάκης στις πρώτες σελίδες της Ασκητικής γράφοντας «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Και συνεχίζει, «Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος», επαναέροντάς μας στις σκέψεις του Σοπενάουερ.

Οι πιθανότητες του στοιχήματος μεταβάλλονται δραματικά υπό το πρίσμα αυτό, έτσι ώστε η ίδια η παραχώρηση της ζωής να αποτελεί κάτι σαν δώρο, λόγω της σπανιότητάς της και μόνο. Η καλύτερη δικαιολογία που μπορώ να βρω για την επιβολή της ύπαρξης σε κάποιον άλλον είναι ότι πρόκειται απλώς για μια μικρή γεύση της ποικιλότητας σε μια κατά τα άλλα αμετάβλητη αιωνιότητα. Το να είσαι ζωντανός μοιάζει με τεράστια δέσμευση όσο ζεις, αλλά στην πραγματικότητα είναι μόνο μερικές στιγμές ξύπνιου που σηματοδοτούν μια σύντομη παύση από έναν ατελείωτο ύπνο. Αυτό αποτελεί το καθοριστικό σημείο αυτής της ταπεινής συζήτησης.

Αισθάνομαι κάποια θλίψη που, αν ποτέ αποκτήσω παιδιά, θα έχω συνειδητά αποφασίσει να τα εκθέσω στον πόνο, τη θλίψη, το φόβο, την ασθένεια, το θάνατο, τη γήρανση, τον πόλεμο, την οικονομική ανασφάλεια και την κλιματική αλλαγή και κάθε άλλο φρικτό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο σε αυτήν εδώ τη ζωή. Αλλά στη συνέχεια θα απαλύνω αυτή την ενοχή με τη γνώση ότι τους έχω επίσης δώσει πρόσβαση στην ευτυχία, την ομορφιά, τη γνώση, την όραση, τους ήχους, τις γεύσεις, την αγάπη και όλα τα άλλα θαύματα που συνοδεύουν τη ζωή. Αλλά κυρίως στη δυνητικότητα. «Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια», γράφει ο Καζαντζάκης στο ίδιο κείμενο.

Τέλος, θα βάλω το θέμα στην άκρη καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ακόμα κι αν πήρα τη λάθος απόφαση, τότε έχω κάνει μόνο ένα προσωρινό λάθος έναντι ενός μόνιμου καλού, αλλά αν πήρα τη σωστή απόφαση, τους έδωσα μια θαυμάσια ευκαιρία να ξεφύγουν από το ατέρμονο της ανυπαρξίας και να σταθούν για λίγο δίπλα μου και να κοιτάξουν, όπως ακριβώς το ίδιο το σύμπαν ρεμβάζει το πολυσύνθετο μεγαλείο που υπάρχει γύρω του, ένα υπαρξιακό λουνα-παρκ στο ατελείωτο σκότος της αιωνιότητας.

Εν κατακλείδι, η πράξη του να “χαρίσεις” ζωή σε κάποιον άλλον χωρίς τη συγκατάθεσή του δεν είναι από μόνη της ανήθικη. Υπάρχουν και άλλες παράμετροι, όσον αφορά το τι θα χρειαστεί στη συνέχεια να καταναλώσει αυτή η ζωή, ποιες αλλαγές μπορεί να επιφέρει σε άλλους ανθρώπους που βρίσκονται κι αυτοί εν ζωή την ίδια περίοδο ή ακόμα και μεταγενέστερα, κ.λπ., που θα μπορούσαν να εξεταστούν στο ευρύτερο ερώτημα σχετικά με το αν το να είσαι ζωντανός συνεπάγεται ανήθικη πράξη από κάποια άποψη, αλλά αυτό ξεφεύγει από το πεδίο της τρέχουσας συζήτησης. Η ίδια η ζωή είναι ένα στοίχημα, αλλά αν αυτό το στοίχημα αποβεί κακό, ακόμα κι αν είμαστε ιστορικά όντα, τα αποτελέσματά του στοιχήματος αυτού θα συνεχιστούν για ένα τόσο ασήμαντο χρονικό διάστημα, σε σύγκριση με ολόκληρη την αιωνιότητα, ώστε θα πρέπει να πούμε ότι η ευκαιρία για ένα σύντομο διάλειμμα από το να μην υπάρχεις είναι εκ φύσεως άξια λόγου.

Δείτε επίσης: Διακοπές στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας με τον Άρθουρ Σοπενχάουερ