Στη σημερινή εποχή η ανάγνωση (ιδιαίτερα της παλαιάς μορφής) φαίνεται να βρίσκεται σε ύφεση. Οι στατιστικές το αποδεικνύουν με τον πιο αμείλικτο τρόπο: οι ενήλικες διαβάζουν λιγότερο, τα παιδιά διαβάζουν λιγότερο, οι έφηβοι διαβάζουν πολύ λιγότερο. Τα παιδιά διαβάζουν όλο και λιγότερο και σε πολλές περιπτώσεις δε διαβάζουν καθόλου. Η ανισότητα στην πρόσβαση στη λογοτεχνία γίνεται εμφανής: οι φτωχότεροι διαβάζουν ακόμη λιγότερο, αλλά η πτώση της ανάγνωσης δεν περιορίζεται σε κάποια κοινωνική τάξη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το ποσοστό των ανθρώπων που διαβάζουν για ευχαρίστηση έχει μειωθεί κατά δύο πέμπτα τα τελευταία είκοσι χρόνια σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη στο περιοδικό iScience. Στη Βρετανία έρευνες δείχνουν ότι το 40% των πολιτών δεν είχε διαβάσει ή ακούσει κανένα βιβλίο το 2024. 

Η ανάγνωση δεν είναι απλώς συνήθεια. Είναι εργαλείο σκέψης, κινητήρας νοητικής ανάπτυξης. Οι φοιτητές λογοτεχνίας που συμμετείχαν σε ένα πείραμα με το πρώτο κεφάλαιο του “Bleak House” του Charles Dickens αντιμετώπισαν δυσκολίες που προκαλούσαν σύγχυση. Οι νομικές ορολογίες, οι μεταφορές, οι λεπτές περιγραφές τους έκαναν να χάνουν το νόημα. Κάποιοι δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν βασικό λεξιλόγιο. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι οι φοιτητές δε γνώριζαν τη λογοτεχνία. Ήταν ότι σε μεγάλο βαθμό δε γνώριζαν καν τη γλώσσα που διάβαζαν. Η ανάγνωση χάνει την πνευματική της δύναμη και μαζί χάνεται και η ικανότητα να σκεφτόμαστε βαθιά, να αναλύουμε και να αμφισβητούμε. 

Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην ποσότητα, αφορά και την ποιότητα. Οι προτάσεις στα δημοφιλή βιβλία συρρικνώνονται: οι προτάσεις σε μπεστ σέλερ των New York Times έχουν μειωθεί κατά σχεδόν το ένα τρίτο από τη δεκαετία του 1930. Στο Modern Painters του John Ruskin, η πρώτη πρόταση έχει 153 λέξεις και συμβουλεύει αυστηρά να μην εμπιστεύεσαι τη γνώμη του κοινού. Στο σημερινό “The Let Them Theory” της Mel Robbins, η πρώτη πρόταση έχει μόλις 19 λέξεις, με υπότιτλο «Πως άλλαξα τη ζωή μου». Η επιθυμία για ανάγνωση, η ικανότητα να εμβαθύνουμε σε σύνθετες ιδέες φαίνεται να φθίνει μαζί με την πολυπλοκότητα του γραπτού λόγου. 

Πολλοί κατηγορούν τα smartphones και τους ατελείωτους ψηφιακούς περισπασμούς. Σίγουρα η τεχνολογία πολλαπλασίασε τα ερεθίσματα, αλλά η ανάγνωση ήταν πάντα δύσκολη. Ο Καλλίμαχος αποκαλούσε το μεγάλο βιβλίο “μεγάλο κακό”. Ο καθηγητής Sir Jonathan Bate παρατηρεί ότι οι φοιτητές του δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν ακόμη και ένα μυθιστόρημα σε τρεις εβδομάδες. Η συγκέντρωση έχει υποχωρήσει, η επιμονή μειώνεται. Στα πανεπιστήμια οι διδάσκοντες συχνά αποφεύγουν να αναθέσουν κείμενα, όχι από αδιαφορία, αλλά επειδή γνωρίζουν ότι οι μαθητές “απλώς δεν θα τα διαβάσουν”. Η ανάγνωση, πλέον, μοιάζει “βαρετή”, “δουλειά”, ένα έργο που αποθαρρύνει αντί να εμπνέει. 

Η ανάγνωση είναι θεμέλιο κοινωνικής κινητικότητας και πολιτικής κατανόησης. Η ιστορία το επιβεβαιώνει: οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα π.Χ. μπορούσαν να εφαρμόσουν τον οστρακισμό επειδή είχαν κατακτήσει “ένα ορισμένο επίπεδο αλφαβητισμού”. Η εκπαίδευση και η λογοτεχνική κατανόηση γεννούν πολίτες ικανούς να συμμετάσχουν σε πολιτικές διαδικασίες, να αναλύουν προτάσεις, να κρίνουν ηγεσίες. Αν η ανάγνωση μειώνεται, δεν είναι μόνο η τέχνη που χάνεται. Συρρικνώνεται η ικανότητα να κατανοούμε την πολιτική, να αναπτύσσουμε σύνθετες ιδέες, να διακρίνουμε τις αποχρώσεις της εξουσίας. 

Η ανάλυση σύγχρονων και ιστορικών ομιλιών το αποδεικνύει: οι ομιλίες στο βρετανικό κοινοβούλιο έχουν συρρικνωθεί κατά το ένα τρίτο την τελευταία δεκαετία. Οι εναρκτήριες ομιλίες προέδρων των ΗΠΑ, από τον George Washington που βαθμολογείται 28,7 σε επίπεδο μεταπτυχιακού φτάνουν σήμερα στο επίπεδο λυκείου με τον Donald Trump (9,4). Το μήνυμα είναι απλό, η πολυπλοκότητα χάθηκε. Η σκέψη περιορίζεται, η πολιτική κινδυνεύει να γίνει επιφανειακή. Ο καθηγητής Bate προειδοποιεί: η απώλεια της ανάγνωσης σύνθετης πρόζας σημαίνει απώλεια της ικανότητας να διαχειριζόμαστε σύνθετες ιδέες, να αντιλαμβανόμαστε αντιφάσεις, να κρατάμε τη λεπτομέρεια στη σκέψη μας. 

Η ανάγνωση ήταν και παραμένει ένα από τα λίγα μέσα που δίνουν δύναμη στον καθένα ανεξάρτητα από τάξη ή πλούτο. Οι σκωτσέζοι βοσκοί άφηναν βιβλία στους τοίχους για να τα διαβάσουν οι συνάδελφοί τους. Ένας νεαρός Ramsay MacDonald εμπνεύστηκε από τον Θουκυδίδη χάρη σε αυτή η λογική. Έγινε μάλιστα ο πρώτος Εργατικός πρωθυπουργός της Βρετανίας. Σήμερα τα βιβλία είναι φθηνά, η πρόσβαση άμεση και όμως η ανάγνωση μειώνεται. Η τεμπελιά και η έλλειψη ενδιαφέροντος υπερτερούν της γνώσης. 

Η πολιτική δεν γίνεται περιττή, επειδή οι ιδέες είναι υπερβολικά σύνθετες. Φαντάζει περιττή όταν οι πολίτες χάνουν την ικανότητα να τις κατανοούν. Η ανάγνωση είναι ο φάρος που οδηγεί στην κατανόηση, η γέφυρα μεταξύ της ατομικής σκέψης και της συλλογικής ευθύνης. Όταν οι άνθρωποι ξεχάσουν την αξία της, τότε η πολιτική γίνεται απλώς θεατρική, οι αποφάσεις επιφανειακές και η δημοκρατία μια σκιά του εαυτού της. 

Το μάθημα είναι σαφές: η ανάγνωση δεν είναι πολυτέλεια, είναι ανάγκη. Όποιος την αγνοεί, δεν απειλεί μόνο την πνευματική του ζωή. Υπονομεύει την κοινωνία, τη δημοκρατία και το μέλλον της πολιτικής. Χωρίς ανάγνωση, η σκέψη φτωχαίνει, η λογική αδυνατεί και η πολιτική γίνεται περιττή και τότε όπως θα έλεγε ο Dickens, όλα όσα νομίζαμε δεδομένα για την ανθρώπινη πρόοδο θα μοιάζουν πραγματικά… δυσοίωνα. 

*Mε στοιχεία από τον Economist. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.