Κάποτε την έλεγαν οκνηρία. Ύστερα την πέρασαν για παραίτηση. Σήμερα, η νωθρότητα επιστρέφει, όχι πια ως ελάττωμα αλλά ως αντίσταση. Στον ρυθμό που απαιτείται μια διαρκής ετοιμότητα, στις ειδοποιήσεις που χτυπούν σαν εντολές και σου σπάνε τα νεύρα, στη σύγχυση ανάμεσα στο «είμαι» και στο «δουλεύω τώρα», η βραδύτητα έρχεται να μας ψιθυρίσει κάτι πιο παλιό, σχεδόν αρχαϊκό: Δεν χρειάζεται να τρέχεις για να ζήσεις. Μπορείς απλώς να υπάρχεις.

Σήμερα, η νωθρότητα δεν είναι η απουσία ενέργειας. Είναι επιλογή κατεύθυνσης. Είναι το να αφήνεις τα πράγματα να καθίσουν κάπου πριν τα πιάσεις και ασχοληθείς μαζί τους. Είναι η στάση του ανθρώπου που δεν απαντά αμέσως στο email, όχι γιατί αδιαφορεί, αλλά γιατί δεν επιθυμεί να γίνει γρανάζι μιας χαοτικής αλυσίδας.

Στον σημερινό ψηφιακό κόσμο που εξιδανικεύει την ταχύτητα, το multitasking, και μια παραισθησιακή ικανότητα ότι μπορεί να βρίσκεσαι παντού ταυτόχρονα, η νωθρότητα έρχεται για να δηλώσει: εγώ θα μείνω εδώ. Ναι, μπορεί να μην προλάβω. Αλλά δεν θα ανταποκριθώ στην πίεση του επείγοντος. Θα ζήσω στο τέμπο που έχω επιλέξει και το οποίο ξέρω καλά ότι μετράει στον ρυθμό της καρδιάς μου. Θα αναπνεύσω πιο βαθιά. Θα νιώσω… κάτι.

Το σώμα, όσο κι αν δεν μας δίνει εμφανή σημάδια, είναι το πρώτο πεδίο μάχης. Τον ρυθμό του τον μαθαίνουμε σε κάθε στιγμή αγωνίας αλλά τον ξεχνάμε στην παραγωγικότητα. Ώσπου έρχεται μια μέρα και δεν μπορείς να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι. Όχι γιατί βαριέσαι, αλλά γιατί το νευρικό σου σύστημα έχει σηκώσει λευκή σημαία. Και κάπου εκεί ξεκινά μια νέα μορφή αυτογνωσίας: να διαλέξεις για ποια μάχη αξίζει να παλέψεις στη ζωή σου.

Η σύγχρονη νωθρότητα λοιπόν, δεν είναι απλώς ένα μούδιασμα. Είναι μια μεταμοντέρνα εκδοχή της σιωπής των κυνικών. Όλο και συχνότερα το βλέπω και ως πολιτική χειρονομία. Γιατί; Είναι αντίσταση σε έναν ρυθμό που δεν μας ανήκει. Και είναι, πάνω απ’ όλα, μια πράξη τρυφερότητας απέναντι στον εαυτό μας.

Η μοντέρνα pop κουλτούρα (με τον δικό της “δήθεν” υπόγειο τρόπο) το έχει ήδη πει. Κάτι τέτοιο προσπάθησε να μας πει η Lorde με το “Stoned at the Nail Salon”, όταν παραδέχτηκε πως ίσως το να μην κάνεις τίποτα είναι απλώς το να μεγαλώνεις και ναι, γιατί όχι, να χαζεύεις με κενό βλέμμα την “νυχού” που σου λέει ιστορίες για τον πρώην της, όσο εκείνη γεμίζει την ημιμόνιμη διάστασή σου και εσύ προσπαθείς να μη γελάσεις με τη φράση «ήταν καρκίνος με ωροσκόπο λέοντα», σαν να πρόκειται για ιατρική διάγνωση. Ένα είδος υπαρξιακής μανικιούρ-θεραπείας, όπου η πλήξη γίνεται παρατήρηση και ο χρόνος σου επιτέλους διαστέλλεται, αποκτά νόημα. Το ψιθύρισε και η Billie Eilish όταν έθαψε την υπερέκθεση μέσα στην εσωστρέφεια του “everything i wanted”. Το έκανε πράξη η σειρά “The Bear”, όταν έδειξε ότι δεν είναι κάθε μέρα για σερβίρισμα και νέες συνταγές, μερικές είναι για κατάρρευση.

Και κάπως έτσι, η νωθρότητα πέρασε από την ατομική αποδιοργάνωση στην πολιτισμική αναγνώριση. Δεν είναι «τεμπελιά». Είναι slowcore αντίληψη, είναι μια Lana Del Rey σε λειτουργία  pilot, είναι το TikTok trend του “doing nothing aesthetic”.

Αλλά, ναι αυτός είναι ο κόσμος μας, όλα πρέπει να συμβαίνουν τώρα, γιατί μάθαμε όλοι ότι το μόνο “τώρα” έχει αξία, και σε αυτό το πεδίο σκέψης που κάθε άλλο παρά ενεργειακό είναι, η νωθρότητα έρχεται να σου πει: ας αργήσει λίγο αυτό το γ#μημένο “τώρα”. Γιατί μόνο όταν κάτι αργεί, έχεις χρόνο να το νιώσεις.

Η κόπωση των pixels και το δικαίωμα στη σιγή

Το timeline δεν τελειώνει ποτέ. Ανανεώνεται συνεχώς. Τα stories ανανεώνονται πιο γρήγορα απ’ την αναπνοή μας. Tα reels δεν τα προλαβαίνεις. Η κούραση δεν είναι πλέον σωματική, είναι ψηφιακή, αισθητική, συναισθηματική. Τα social media, αυτά τα ασταμάτητα εργοστάσια πληροφορίας και αυτοπροβολής, μάς έχουν φέρει σε ένα σημείο υπερκορεσμού όπου τίποτα δεν με εντυπωσιάζει και όλα με εξαντλούν.

Η εικόνα έγινε θόρυβος. Το like έγινε αντανακλαστικό… όπλο δηθενιάς και κατινιάς, ένα νεύμα που δεν σημαίνει τίποτα αλλά υποτίθεται πως τα λέει όλα. Μια τελετουργική χειρονομία που μοιράζεται απλόχερα σε όσους πρέπει, κι αποσύρεται τιμωρητικά από όσους “το παίζουν” ή δεν είναι πια στο rotation. Ένα κοινωνικό νόμισμα που πληρώνει όχι με νόημα, αλλά με υπόγειες ιεραρχίες και παθητική-επιθετική συνθηματολογία. Κι αν δεν κάνεις like, είσαι αγενής. Κι αν κάνεις, είσαι ύποπτος. Μια κοινωνική τελετουργία χωρίς περιεχόμενο, σαν να κουνάς το κεφάλι μηχανικά για να μη χάσεις το κάδρο. Ποιο κάδρο όμως, κουκλίτσα μου; Αυτό με το live μανικιούρ session ή αυτό με τη selfie duck face; Αυτό με τα ανερχόμενα αστέρια ή αυτό με τα υπόγεια; Μήπως το κάδρο μιας επιμελώς επιμελημένης λαϊκοπαγίδας; Ή μήπως το mirror app του κινητού που τρέμεις να ανοίξεις για να μην πιάσει τρέμουλο; Ναι, το scroll, μηχανισμός άμυνας. Και μέσα σ’ αυτή τη δίνη, η νωθρότητα είναι η νέα άρνηση του ρυθμού. Να μην ποστάρεις. Να μην απαντήσεις. Να χαθείς επίτηδες.

Κι αυτό θα μου πείτε έχεις τις παγίδες του. Ορισμένοι το είπαν digital detox, άλλοι το βάφτισαν ghosting. Αλλά βαθύτερα, είναι η ανάγκη του ανθρώπου να επιστρέψει στον εαυτό του χωρίς καθρέφτες. Να κουρνιάσει για λίγο στη σιγή του. Να διαλέξει ποια πληροφόρηση αξίζει την προσοχή του και ποια είναι απλώς μια φτηνιάρικη υπερπαραγωγή της Μarvel χωρίς ψυχή. Kαι μέσα σ’ αυτόν τον ωκεανό περιεχομένου, το πιο ριζοσπαστικό πράγμα ίσως είναι απλώς να κοιτάς τον τοίχο. Και να μην ανεβάσεις τίποτα γι’ αυτό.

Η βαρεμάρα ως σημάδι αφύπνισης

Σαν άνθρωπος σιχαίνομαι τη λέξη «βαριέμαι» αλλά μου συμβαίνει συχνά. Πλέον όλα μοιάζουν ίδια. Άλλο ένα reel με μια κοπέλα με τα ίδια τατού στα μπούτια που προτείνει ρούχα και χορεύει στο σαλόνι. Λίγο πιο δίπλα της, μερικές ακόμα χιλιάδες κάνουν το ίδιο πράφγμα. Λίγο πιο πέρα ένα ακόμα voiceover με ψεύτικη σοφία και κάπου πιο πάνω ένα ακόμα podcast ποτισμένο με σκληρή αλήθεια. Άλλο ένα post που φωνάζει «κοίτα με» χωρίς να έχει τίποτα να πει. Η υπερπαραγωγή έχει γίνει τόσο προβλέψιμη, που δεν εντυπωσιάζει ούτε τον εαυτό της.

Καμιά φορά σκέφτομαι πως το feed μου είναι σαν μια παρέλαση από αποσπάσματα ζωής που δεν με αφορούν. Κι αυτό δεν με κάνει κυνικό, με κάνει κουρασμένο. Ένα είδος κορεσμού, όμως, που δεν προκαλεί οργή, αλλά ένα αδιόρατο βάρος στο στέρνο που κάθε τόσο πάλλεται κάτω από το δέρμα μου σαν μυς που θέλει να δουλέψει, αλλά του έχω κατεβάσει ταχύτητα.

Και η νωθρότητα τότε δεν είναι επιλογή φυγής. Είναι μια προσπάθεια να επαναπροσδιορίσω τι αξίζει να με συγκινεί. Τι δεν έχει ήδη χιλιοειπωθεί. Τι θέλω να θυμάμαι. Γιατί το να βαριέσαι, καμιά φορά, σημαίνει να έχεις περάσει μέσα από τα πάντα και να διεκδικείς χώρο για το τίποτα. Να λες: «όχι ρε φίλε, αρνούμαι να ενθουσιαστώ με το επόμενο viral. Προτιμώ να αργήσω να νιώσω, παρά να προσποιηθώ ότι με αφορά».

Ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο

Δεν είναι τυχαίο που η οκνηρία (ή πιο σωστά, η acedia) θεωρήθηκε ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Για τους πρώτους χριστιανούς μοναχούς, δεν ήταν απλώς μια τεμπελιά του σώματος, αλλά μια εσωτερική παραίτηση από το νόημα, μια υπαρξιακή αποσύνδεση από τον κόσμο και τον Θεό. Ένα μεσημεριανό δαιμόνιο, που έφερνε λήθαργο, απάθεια και την αίσθηση ότι τίποτα δεν αξίζει. Αλλά αυτό αφορούσε τον Θωμά τον Ακινάτη και τους φίλους του, που την περιέγραφαν ως έναν εσωτερικό λήθαργο, μια βαθιά ακηδία που έκανε κάποιους τεμπέληδες μοναχούς να μην μπορούν να προσευχηθούν, να νιώσουν, να συσχετιστούν με το χρίσμα της ιεροσύνης. Σχεδόν μια υπαρξιακή κατάρρευση στο όνομα της Καθολικής Εκκλησίας. Σήμερα, θα τη λέγαμε burn-out. Ή υπαρξιακή κατάθλιψη. Ίσως ακόμα και την πιο κρυφή μας επιθυμία να πατήσουμε pause και να μείνουμε λίγο στη σιωπή. Αλλά η «νέα οκνηρία» δεν είναι παραίτηση, είναι περισσότερο ανάγκη. Να ανασάνουμε. Να χαθούμε. Να επαναπροσδιορίσουμε από τι αποτελείται το σημερινό νόημα της Ψηφιακής μας Εκκλησίας.

Προσευχή για μια πιο αργή ζωή

Δεν θέλω να τρέξω για να προλάβω. Θέλω να σταθώ. Δεν θέλω να εξαντληθώ για να ανήκω. Θέλω να επιλέξω πού ανήκω. Δεν θέλω να γεμίσω το κενό με περιεχόμενο. Θέλω να το αφήσω να αναπνεύσει.

Η νωθρότητα δεν είναι ήττα. Δεν είναι υποχώρηση. Δεν είναι φυγή. Είναι η επιμονή ενός αργού ρυθμού απέναντι στον πανικό. Είναι ένα “όχι” στον καταιγισμό των ερεθισμάτων. Είναι η μικρή σου επανάσταση με σαγιονάρες. Μια σιωπηλή, σταθερή νίκη απέναντι στην ταχύτητα που μας ρούφηξε.

Ας την τολμήσουμε. Σαν μια παράξενη προσευχή για τις μέρες που όλα κινούνται με ταχύτητα 5G. Ας τη σηκώσουμε σαν white flag σε έναν κόσμο που πολεμά συνέχεια να ανακαλύψει κάτι καινούργιο, και φυσικά, μας ξεχνάει όταν δεν του το δίνουμε. Αλλά ας αφήσουμε για κάποια στιγμή μέσα στην μέρα, να μας καθυστερήσει. Γιατί μόνο τότε φτάνουμε.

Και στο μεταξύ, ας χαζεύουμε τον ανεμιστήρα στο ταβάνι. Χωρίς να ποστάρουμε τίποτα γι’ αυτόν.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.