Τα βιβλία αυτοβοήθειας, επίγνωσης και αυτοφροντίδας τα μισώ.

Οδηγίες του τύπου “Breathe in, breathe out” (μπορώ να το δεκτώ μόνο με τον τρόπο που το τραγουδούν οι Bush στο “Machinehead”) και λέξεις και φράσεις τύπου “hygge”, και “slow living” που προκύπτουν από την ανάγκη του ανθρώπου για ακινησία, με βρίσκουν αδιάφορη, αν και με πιάνω να τις ακολουθώ κλεφτά συναντώντας τις εδώ και εκεί.

Ένα ταξίδι μου στην Κόστα Ρίκα κι ένα ζώο μοναδικό με δίδαξε το πιο χρήσιμο πράγμα της ζωής μου. Τη βραδύτητα.

Σε μια εποχή που η ταχύτητα είναι κανόνας, η αεργία τεμπελιά και το «νωχελικά θα τεντωθώ» της Σοφίας Αρβανίτη ενοχή, σκάει η αξία της βραδύτητας και αιφνιδιάζει.

Το “Leave Space Between Things” είναι για μένα ίσως το πιο ευφυές μότο στην ανθρώπινη ζωή που ελάχιστα εφαρμόζω ωστόσο, όταν ένα τριήμερο μπορεί να παρακολουθώ καθημερινά συναυλίες χωρίς σταματημό.

Πώς να τις εντυπωθείς, όμως, να αφομοιώσεις, να επεξεργαστείς, να νιώσεις, να καταπιείς, να τακτοποιήσεις τα συναισθήματα,  αν πηδάς από την μία εμπειρία στην άλλη, την μια στιγμή στην παρ’ άλλη χωρίς να στέκεσαι λίγο μέσα τους.

Γκουρού του παρόντος μας νουθετούν με υπνωτιστικά μάντρα. «Μείνε μέσα στη στιγμή. Ζήσε το παρόν».

«Σπεύδε βραδέως», έλεγαν και ήδη τα είχαν πει όλα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, αλλά ποιος τους άκουγε. Ευτυχώς ήρθε ο Μόρισον και δώσαμε προσοχή, ο Λαφάργκ με το “Δικαίωμα στην τεμπελιά”, ο Κούντερα με τη “Βραδύτητα”.

Δίπλα στην εργασιομανία, το multitasking, την υπερεργασία και τον καταναλωτισμό, εσύ παλεύεις να βάλεις δευτέρα. Να πας αργά να κοιτάξεις έξω από το παράθυρο, να φας χωρίς να σκέφτεσαι να κοιμηθείς, να κοιμηθείς χωρίς να σκέφτεσαι να δουλέψεις, να ερωτευτείς χωρίς να σκέφτεσαι να παντρευτείς, να ταξιδέψεις χωρίς να βιάζεσαι να φτάσεις.

Βραδύτητα. Νέο ιδανικό και νέα μόδα και σκέφτομαι αυτό το δεύτερο θα μας σώσει ίσως, γιατί κάπως έτσι έρχονται και επιβάλλονται νέες τάξεις πραγμάτων που γεννούν η αμφισβήτηση, η αγανάχτηση και η απελπισία.

Σε έναν κόσμο που μετρά την αξία με το ρολόι, οι άνθρωποι τρέχουν, οι πληροφορίες τρέχουν, οι επιθυμίες τρέχουν. Ζούμε γρήγορα. Δουλεύουμε γρήγορα. Διαβάζουμε γρήγορα, ερωτευόμαστε γρήγορα, ξε-ερωτευόμαστε γρήγορα. Το Σάββατο είναι ήδη Κυριακή.

Βραδύτητα σαν αντίσταση, αν μη τι άλλο. Επανάσταση σωστή. Παρουσία κι όχι παραγωγή. Ματιές βαθιές, θριαμβευτικές κι όχι βλέμμα της στιγμής, περίπατοι κι όχι περατζάδες. Και ναι, οι μαραθώνιοι φέρνουν μετάλλια, αλλά οι περίπατοι πλησμονές.

Ίσως τελικά η πρόοδος του ανθρώπινου είδους να μετρηθεί κάποτε στον ρυθμό. Στην παύση, και όχι στην κίνηση. Που φέρνει μέσα παρατήρηση, αναστοχασμό, σκέψη, επαναπρογραμματισμό, παρουσία.

Κι όλο αυτό βέβαια συνδέεται με την υπεράσπιση του ελεύθερου χρόνου και την προσωπική ελευθερία. Που σκάει και πάλι ως αντίσταση στη βιομηχανοποίηση του ελεύθερου χρόνου και της διασκέδασης.

Κι εδώ ακριβώς ξεκινά ένας επαναπροσδιορισμός της τεμπελιάς: αδράνεια, απραξία, σπατάλη χρόνου καμιά. Να κινούμαστε, να παράγουμε, να προλαβαίνουμε, όχι.

Μια χαρά τα είχε πει κι ο Νίτσε. Είμαστε όλο και πιο μακριά από τη χαρά της ραστώνης, από την “πλήξη”, που «είναι η νηνεμία της ψυχής που προηγείται πάντα του χαρούμενου δρόμου και των ούριων ανέμων». Η τεμπελιά γεννά δημιουργία, ιδέες ανακαλύψεις, ποιήματα, τραγούδια.

Κι ο Μπέρταλντ Ράσελ στο εγκώμιο της αεργίας (“Επαινώντας την τεμπελιά”) υποστηρίζει ότι πολλές από τις μεγαλύτερες προόδους του πολιτισμού γεννήθηκαν από την επιθυμία του ανθρώπου να εργαστεί λιγότερο και να ζήσει καλύτερα. Για τον Μάλεβιτς η τεμπελιά, «μόνη ανθρώπινη κατάσταση», αποτελεί τη συνθήκη που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναστοχάζεται την ύπαρξή του («Η τεμπελιά, πραγματική αλήθεια του ανθρώπου»).

Λόγιοι που αμφισβητούν την αξία της εργατικότητας και ξεσκεπάζουν τη σημασία της ως αξία μέσα σε συγκεκριμένα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συστήματα, από τον καπιταλισμό ως τον υπαρκτό σοσιαλισμό. «Κανείς ποτέ δεν πρέπει να δουλεύει», ξεκινά το δοκίμιό του “Η κατάργηση της εργασίας” ο αναρχικός συγγραφέας “Μπομπ” Μπλακ και δεν λέω να φτάσουμε μέχρι εκεί, αλλά κοντά. Η συζήτηση για την εργατικότητα ως υπεραξία στον σύγχρονο κόσμο έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα στην Ελλάδα της 13ωρης θεσμοθετημένης εργασίας. Ξεμακραίνουμε όλο και περισσότερο από την πρόταση του Λαφάργκ για τρεις ώρες εργασία καθημερινά και του Ράσελ για τέσσερις.

Πλάσματα που χρειάζονται σιωπή και ανάπαυση είμαστε. Σαν αγαλματάκια στο “Μέρα ή Νύχτα” που μέσα στην ακινησία παρακαλούν να μείνουν λίγο παραπάνω εκεί, ασφαλή, σκέφτονται καλά την επόμενη κίνηση και παλεύουν να μείνουν ακούνητα για να μην προδοθούν.

Τεμπελιά μορφή σοφίας και ελευθερίας, θα πω καλύτερα εγώ. Που ανοίγει την πόρτα σε στοχασμό, ονειροπόληση, φαντασία και “χαμένες μέρες” μαγικές.

Καθήκοντα και προθεσμίες εκτός.

Αξίζω κι όταν δεν κάνω τίποτα;

Να προλαβαίνουμε ή να ζούμε; Στοπ.

Σκέψη, συζήτηση δημιουργία.

Χώρος και χρόνος προσωπικός και πολιτικός.

Ελευθερία και δημοκρατία.

Αν η φύση είχε φιλόσοφο, σίγουρα θα ήταν ο βραδύποδας. Δεν τρέχει, δεν βιάζεται, δεν ανησυχεί για το μέλλον. Κινείται με ρυθμό που ακολουθεί την ανάσα, κοιμάται είκοσι ώρες τη μέρα και τρώει μόνο ό,τι χρειάζεται. Κάθε του κίνηση είναι προσεχτική, σχεδόν τελετουργική. Κρεμασμένος στα κλαδιά, βλέπει τον κόσμο από μακριά, χωρίς φασαρία. Εκεί που οι άλλοι βιάζονται να φτάσουν, αυτός μένει. Υπενθύμιση ότι η ζωή δεν χρειάζεται ταχύτητα, αλλά παρουσία.

Σε λίγα χρόνια θα πεθάνουμε όλοι. Στα σπίτια μας θα ζήσουν άλλοι άνθρωποι κι εμείς θα γίνουμε στάχτη ή χώμα. Θα πεταχτούμε σε θάλασσες, κοντά σε αγαπημένα νησιά ή θα επιστρέψουμε σε ένα άλλο σώμα μιας νέας ζωής.

Εγώ επιλέγω να γίνω βραδύποδας.

Να γίνουμε όλοι.

Μπορεί να είναι ο τρόπος να γίνουμε σπεσιαλίστες της ζωής.

 

“Time to walk
Time to run
Time to aim your arrows
At the sun

Take it easy, baby
Take it as it comes
Don’t move too fast

[…]

Go real slow
You like it more and more
Take it as it comes
Specialize in having fun”

The Doors, Take it as it comes (1967)

 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.