Εν αρχή ην η Αγάπη, ο Λόγος να ζούμε, ενώ ξέρουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι μια μέρα θα πεθάνουμε. Αγαπάς το στήθος της μαμάς, τον τροφοδότη, αγαπάς το Φως, τον ύπνο, το νανούρισμα της γιαγιάς, αγαπάς τον μπαμπά που σε πετά ψηλά στον αέρα και σου μαθαίνει την θάλασσα. Κι αγαπιέσαι από αυτούς. Η οικογένειά σου. Ίσως έχεις κι αδέρφια. Οι πρώτοι φίλοι της ζωής σου, στον παιδικό σταθμό, στην γειτονιά, στις διακοπές, στην κατασκήνωση. Η αμοιβαιότητα στην αγάπη σκάει στην καρδιά σου ως δώρο πολύτιμο. Στην αρχή, στα πρώτα χρόνια, χωρίς αναλύσεις και περισκέψεις, απλώς συμβαίνει, απλώς αγαπάς και αγαπιέσαι από όσους αγαπάς.

Κάποια στιγμή θα σου συμβεί ν’ αγαπήσεις, χωρίς ανταπόκριση. Και το αντίστροφο: ν’ αγαπηθείς, χωρίς να μπορεί η καρδιά σου ν’ ανταποκριθεί. Όταν η αγάπη μπλέκει τα δίχτυα της με αυτά του έρωτα, όταν μιλάμε για ερωτικές και συντροφικές σχέσεις δηλαδή, το πράγμα κάπως περιπλέκεται. Ο μονόπλευρος έρωτας, ο υμνητικός, ο ίσως εμμονικός μπορεί να αποτελέσει μια ποιητική κοιτίδα στην ζωή πολλών ανθρώπων. Για άλλους, πηγή πόνου ενείπωτου που δυσκολεύονται (μπορεί και για μια ζωή!) να ξεπεράσουν. Μήπως εκείνοι που δεν αντιγυρνούν την αγάπη που τους δίνουμε πίσω είναι άτομα που απλώς…δεν ξέρουν πώς ν’ αγαπούν;

Η ηθοποιός Έλλη Πράτζου έχει γράψει σχετικά με αυτό κάτι πολύ ωραίο: «Πώς μπορεί να δώσει ειλικρινή αγάπη εκείνος που δεν την έχει δεχτεί ποτέ; Δεν είναι φυσικά αδύνατο να συμβεί. Και στις σπανιότερες εκείνες περιπτώσεις που όντως συμβαίνει, πρόκειται για αξιέπαινο κι αξιοθαύμαστο αποτέλεσμα πνευματικής και συναισθηματικής καλλιέργειας, η οποία επέρχεται συνήθως έπειτα από τεράστια προσωπική δουλειά. Μα είναι εν τέλει κατά κάποιον τρόπο κι ως έναν βαθμό δικαιολογημένος, όποιος νιώθοντας κενός ή ανεπανόρθωτα “ριγμένος” στέκεται ανίκανος να μοιραστεί κάποιου είδους θετικό συναίσθημα, πόσω μάλλον ανιδιοτελή αγάπη». Πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος (μα ο κάθε όμως) είναι ικανός να αγαπήσει. Διαπιστώνω, εμπειρικά περισσότερο, ότι υφίσταται δυσκολία στο να αγαπηθεί κανείς, στο να δεχθεί, να λάβει την αγάπη.

Μιας που η εποχή μας είναι number one στο υπερχειλίζον therapy talk -μιλάμε συνεχώς για ενσυναίσθηση, όρια, καταπίεση, τοξικότητα και μοιάζει συχνά να κάνουμε μια τρύπα στο νερό- συχνά μού δίνεται η αίσθηση ότι είναι πιο κουλ να μην αγαπιέσαι. Και, φυσικά, να μην αγαπάς. Γιατί όταν δεν αντέχεις να λαμβάνεις αγάπη, είναι πιθανό να μην αντέχεις και τις ευθύνες της αγάπης, όταν είναι να την δώσεις εσύ. Η αγάπη μάς χρειάζεται στα δύσκολα, αλλά και στα καλά, στα ωραία. Στο support σε ένα επαγγελματικό βήμα του ανθρώπου μας, στην κατανόηση και την εμπιστοσύνη μας στις δύσκολες μέρες ή περιόδους που περνάει. Η αγάπη είναι η συγκολλητική ουσία, αυτό που μας κρατά μαζί και «επειδή», αλλά και «παρότι».

αγαπάς
«Αγαπώ θα πει χάνομαι»

Αν ήταν να τελείωνε η γη, ο κόσμος, η ζωή αύριο το πρωί τι θα’ θελες να έχεις βιώσει; Να έχεις αγαπηθεί ή να έχεις αγαπήσει;

Οι περισσότεροι άνθρωποι, believe it or not, κλίνουν προς την ενεργητική αγάπη. Ν’ αγαπούν, να έχουν αγαπήσει οι ίδιοι. Να το έχουν νιώσει αυτό το κινητήριο, το παντοδύναμο πράγμα που σηκώνει βουνά και μετακινεί θάλασσες. Η αγάπη όταν τη νιώθεις για κάποιον σε κάνει δυνατό. Θυμάμαι μια μέρα, πριν μήνες, έχοντας πάρει απόφαση (που λέει ο λόγος) ότι ο άνθρωπός μου δεν θα γυρίσει κοντά μου, περπατούσα κι ένιωθα κάτι να με σηκώνει σχεδόν από το πεζοδρόμιο. Μια παράξενη ανάταση. Κοίταξα τον ουρανό. Τον αγαπούσα. Εκείνη τη μέρα ήξερα πως θα τον αγαπώ για πάντα. Όπως μπορεί να πραγματωθεί αυτό το ρημάδι το «θα σ’ αγαπώ για πάντα κι ας μην είμαστε μαζί».  Πονάει, αλλά είναι ένας πόνος σφιχτός, σαν επίδεσμος που συγκρατεί άλλους πόνους, βαθύτερους. Πονάει, αλλά είναι ένας πόνος διάφανος που επιτρέπει στο φως να περνάει και να λούζει τα πάντα με διαύγεια και ομορφιά. Όταν αγαπιέσαι και αδυνατείς να ανταποδώσεις την αγάπη όπως τη νιώθει και όπως την προσφέρει το άλλο πρόσωπο, πικραίνεσαι. Ίσως και να προτιμούσες να μην σε αγαπούν. Όχι έτσι. Όχι αυτός/ή. Όμως, αυτό είναι μεγίστη ιεροσυλία. Η αγάπη, αχ, η αγάπη. Δεν έχει όρια, δεν μπορεί να σταματήσει, δεν είναι Έρωτας Νάρκισσος ν’ ανακοπεί όποτε της κάνει κέφι.

Όταν αγαπάς δεν ξεαγαπάς. Κι όταν αγαπιέσαι αληθινά, επίσης δεν ξεαγαπιέσαι. Αυτό δεν σας παρηγορεί λίγο; Σημειωτέον, η αγάπη δεν προκύπτει εν μία νυκτί. Είναι καθημερινή, επίπονη καμιά φορά, επιλογή και συνείδηση. Την αξίζεις, την αξίζω, την αξίζει, την αξίζουμε, την αξίζετε, την αξίζουν. Ναι. Όλες, όλοι, όλα. Και να την δίνουμε και να την παίρνουμε. Πού θα πάει; Θα συγχρονιστούμε κάποια στιγμή! Κι αν όχι, ας μη σκάμε…Είναι ωραίο πράγμα, μωρέ, η αγάπη. Πολύ ωραίο πράγμα.

ΥΓ: Υπάρχει, πάντοτε, και το ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου με τίτλο «Το γλωσσάριο των ανθέων»:

την ποίησιν ή την δόξα;
την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή;
τη ζωή
Χριστόν ή Βαραββάν;
Χριστόν
την Γαλάτειαν ή μιαν καλύβην;
την Γαλάτεια
την Τέχνη ή τον θάνατο;
την Τέχνη
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

την Ηρώ ή τον Λέανδρο;
την Ηρώ
την σάρκα ή τα οστά;
την σάρκα
τη γυναίκα ή τον άνδρα;
τη γυναίκα
το σχέδιον ή το χρώμα;
το χρώμα
την αγάπη ή την αδιαφορία;
την αγάπη
το μίσος ή την αδιαφορία;
το μίσος
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
τον πόλεμο

νυν ή αεί;
αεί
αυτόν ή άλλον;
αυτόν
εσένα ή άλλον;
εσένα
το άλφα ή το ω μέγα;
το άλφα
την εκκίνηση ή την άφιξη;
την εκκίνηση
την χαράν ή την λύπην;
την χαρά
την λύπην ή την ανίαν;
την λύπη
τον άνθρωπο ή τον πόθο;
τον πόθο
τον πόλεμο ή την ειρήνη;
την ειρήνη

ν΄ αγαπιέσαι ή ν΄ αγαπάς;
ν΄ αγαπώ

Από τη συλλογή Έλευσις (1948)