Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ μας χάρισε τα εργαλεία για να κατανοήσουμε την κοινωνία των μέσων ενημέρωσης και να αντιμετωπίσουμε την πλήρη αφομοίωση στην καπιταλιστική υπερπαραγωγή. «Η εξαφάνιση», λέει ο Μποντριγιάρ σε μια αδημοσίευτη συνέντευξη που έδωσε το 200 στον δημοσιογράφο Truls Lie, «θα έπρεπε να αποτελεί μια μορφή τέχνης, έναν σαγηνευτικός τρόπο για να εγκαταλείψεις τον κόσμο. Πιστεύω ότι ένα μέρος αυτής της τέχνης είναι να εξαφανίζεσαι προτού πεθάνεις, να εξαφανίζεσαι προτού στερέψεις, όσο έχεις ακόμα κάτι να πεις…».

Ο Ζαν Μποντριγιάρ είναι ίσως ο πιο σημαντικός φιλόσοφος των μέσων ενημέρωσης που έχουμε γνωρίσει τα τελευταία χρόνια, αντάξιος των Φουκώ, Λιοτάρ, Γκουαταρί, Ντελέζ, Ντεμπόρ και Ντεριντά.  Ένας «προφήτης» του οποίου οι σκληροπυρηνικές περιγραφές και αναλύσεις επιβεβαιώθηκαν από την αναδυόμενη κοινωνία των μέσων ενημέρωσης της δεκαετίας του 1970. Δεν είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι η ποπ κουλτούρα έχει αποτίσει φόρο τιμής στην προγνωστική οξυδέρκεια του Μποντριγιάρ στην ταινία των Αντι και Λάρι Γουατσόφσκι The Matrix  του 1999, όπου στο κοντινό μέλλον η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια προσομοίωση σχεδιασμένη από κακόβουλες μηχανές με στόχο να μας κρατούν σκλαβωμένους. Ο χάκερ πρωταγωνιστής Νίο (Κιάνου Ριβς) κρύβει το λαθραίο λογισμικό του μέσα σ’ ένα βιβλίο του φιλοσόφου, και ο αντάρτης Μορφέας προφέρει κάποια στιγμή την πιο διάσημη ρήση του Μποντριγιάρ: «Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού».

Ο ίδιος ο Μποντριγιάρ δεν υπήρξε ιδιαίτερα φανατικός καταναλωτής μέσων ή λάτρης της πληροφορικής, χρησιμοποιούσε γραφομηχανή στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, απέφευγε τα κινητά τηλέφωνα και ήταν συνδρομητής στο “500 channels and nothing on” του Bob Dylan. Ωστόσο, ήταν γνώστης των εξελίξεων. Παρατήρησε ότι αυτό που ήταν παιχνιδιάρικο μέσα μας μεταμορφώθηκε σε λειτουργικό– πώς ο αθλητισμός, η εργασία και ο ελεύθερος χρόνος έγιναν πλέον δομημένα και τα παιχνίδια στον υπολογιστή, καταργώντας σε μεγάλο μέρος της γοητείας των ομαδικών παιχνιδιών παλαιού τύπου. Παρατήρησε είδε πώς όλα πήγαν στραβά για εμάς τους ενήλικες: Ο Μποντριγιάρ επεσήμανε ότι ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά, εξηγώντας έτσι πώς πόλεμοι όπως ο πόλεμος του Κόλπου μας φάνταζαν εξωπραγματικοί, αντιληπτοί απλώς ως τηλεοπτικά σόου. Μπορούμε να το αναγνωρίσουμε αυτό και σήμερα, στην περίπτωση της Γενοκτονίας που λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή στην Παλαιστίνη.

Ποιος μπορεί πραγματικά να βιώσει τον πόλεμο ως πραγματικό; Το πρόβλημα είναι ότι με τα «τηλεοπτικά ρίγη» και την αισθητικοποίηση των καταστροφικών συνεπειών του πολέμου, πέφτουμε αντιθέτως σε ένα είδος αμνησιακής έκστασης, σε ένα πεδίο εικονικής ευθύνης όπου καταναλώνουμε εμπειρίες, απορροφούμε τον πόνο και επιτρέπουμε στην οθόνη της τηλεόρασης να μας εγκλωβίσει σε ένα κλειστό κύκλωμα. Σε αυτή την υπερ-πραγματικότητα παύουμε να βιώνουμε με το σώμα μας και ουσιαστικά μεταμορφωνόμαστε σε επεξεργαστές συμβόλων για αυτές τις μηχανές των μέσων ενημέρωσης. Ένα τέτοιο παιχνίδι -ή Θέαμα, για να αναφερθούμε στην κοινωνική κριτική του Γκυ Ντεμπόρ– αποκτά εξέχουσα θέση στον υπερ-πραγματικό μας κόσμο, όπου η πραγματικότητα συνιστά μια συμβολική διάσταση που έχει αποσπαστεί από το πραγματικό. Ο Μποντριγιάρ ασχολείται ακριβώς με τους κανόνες του παιχνιδιού, τα περιθώρια ελιγμών, τις ευκαιρίες και τους παραλογισμούς αυτής της διασπασμένης πραγματικότητας. Ερεύνησε τα καθεστώτα της συμβολικής αξίας και το ανέφικτο της συμβολικής ανταλλαγής στο ύστερο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Τελικά απομακρύνθηκε από τον μαρξισμό – ο οποίος εξακολουθούσε να εμμένει στις αξίες χρήσης, στις ανάγκες και στις ελλείψεις – και στράφηκε προς μια ανάλυση της κατανάλωσης των μέσων ενημέρωσης.

The Matrix, 1999

 

Με το «Ομοιώματα και προσομοίωση», το εμβληματικό magnum opus της μεταμοντέρνας θεωρίας που έγραψε το 1981, προχώρησε ακόμη περισσότερο αναγνωρίζοντας ότι «η πραγματικότητα δεν είναι πλέον εφικτή». Αντί να επικρίνει την ψευδαίσθηση, προσπάθησε να διαλύσει τα ηγεμονικά σύμβολα και τις εικόνες. Το ύφος του Μποντριγιάρ έγινε πιο παιχνιδιάρικο, φαινομενικά υπερβολικό και προκλητικό, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιοριζόμενο, νιτσεϊκό «ενεργό μηδενισμό» του, ο οποίος στοχεύει στην αμφισβήτηση μιας συμβολικής και υλικής υπερπαραγωγής που έχει εκτοπίσει την πραγματικότητα.

Οι  προσομοιώσεις της κοινωνίας συνθέτουν για τον Μόντριγιαρ τη συλλογική συνείδηση και κατανόηση του κόσμου. Υποστηρίζει γενικά ότι στον σύγχρονο πολιτισμό δεν είναι πλέον δυνατόν (ή θεμιτό) να ξεχωρίσουμε το «πραγματικό» από την απομίμηση του, ή το αντίγραφο του πραγματικού. Οι λεγόμενες υπερπραγματικές προσομοιώσεις είναι τόσο ρεαλιστικές, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν είναι πραγματικές ή όχι. Με επίκεντρο το λεγόμενο «υπερπραγματικό», αυτές οι δυνάμεις επηρεάζουν και δημιουργούν την πραγματικότητά μας.

Μας ταΐζουν με μια παραμορφωμένη εκδοχή της ιστορίας και μας λένε ότι με σκληρή δουλειά και αρετή, θα προκόψουμε. Πρόκειται για την αφήγηση του αμερικανικού ονείρου, που επιβάλλει το ιδανικό της μέγιστης ατομικής ευθύνης, καθοδηγούμενη από την υποτιθέμενη ελεύθερη δράση μας. Οι καμπάνιες μάρκετινγκ μας λένε ότι αγοράζοντας αθλητικά παπούτσια Nike, θα επιφέρουμε κοινωνική δικαιοσύνη, και μέσω της κατανάλωσης βιολογικής σοκολάτας, θα επιλύουμε τα οικολογικά ζητήματα της Μητέρας Γης.

Η κατανάλωση είναι η οικονομική στήριξη του status quo, που ασκείται μέσω της ψευδαίσθησης ότι μπορούμε να καταπολεμήσουμε τα κοινωνικά κακώς κείμενα. Σύμφωνα με τη λογική της αγοράς, η κοινωνική αλλαγή μπορεί να έρθει με το να ψωνίζουμε επώνυμες ιδεολογίες – όπως ακριβώς τα ενδύματα που εμποτίζονται με μια ψευδο-ιδεολογία, έτσι και τα πολιτικά μας κόμματα παίρνουν τη μορφή επιφανειακών εικόνων του branding. Οι πολιτικοί θα προτείνουν μεταρρυθμίσεις, αλλά θα παραμελήσουν τα ουσιώδη συστημικά ζητήματα, και ακόμη και αν μια κοινωνική μεταρρύθμιση ανακουφίσει τον αγώνα της εργατικής τάξης, τελικά καταργείται.

Με ζωές κατακερματισμένες και αλλοτριωμένες, είμαστε αποκομμένοι από κάθε ουσιαστική κοινωνική αλληλεπίδραση με την κοινότητά μας. Ως εκ τούτου, καταφεύγουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για κοινωνικό κεφάλαιο και συγχέουμε τα likes και τα σχόλια με την κοινωνικοποίηση. Ακόμα και τα προφίλ μας σχεδιάζονται πλέον ως brands. Μαζικά, οι άνθρωποι αναζητούν τη μοναδικότητα και την ταυτότητά τους μέσω της κατανάλωσης, παραδίδοντας εκούσια το κεφάλαιο και τα δεδομένα τους στα συστήματα ελέγχου.

Σε αυτήν την άκρως ανησυχητική και καινοφανή κατάσταση, το βάθος, η ουσία και η πραγματικότητα συνεχώς απομακρύνονται και μαζί με την τελική εξαφάνισή τους, χάνεται επίσης και η δυνατότητα κάθε δυνατής αντίδρασης. Στην ουσία, πρόκειται για μία εποχή στην οποία οι μάζες ζητούν θέαμα και όχι νόημα και ακολούθως βουλιάζουν μέσα σε μια σιωπηλή πλειονότητα που σημαίνει «το τέλος του κοινωνικού».

Σε μια ψηφιακή εποχή, η ιστορία έχει φτάσει σε ένα τέλμα καθώς η πραγματικότητα έχει πια χαθεί μέσα στις απειράριθμες εικόνες με το ανθρώπινο είδος ήδη να προετοιμάζεται για να αντικατασταθεί, τρόπον τινά, από την εικονική του ύπαρξη- από έναν καταιγισμό εικόνων που θα μιλούν από μόνες τους. Μια εικόνα – χίλιες λέξεις δεν συνηθίζουμε να λέμε άλλωστε;

Αποδεχόμαστε πρόθυμα αυτούς τους όρους και τις προϋποθέσεις. Το τηλέφωνο στην τσέπη μας έχει μάτια και αυτιά, οι μηχανές αναζήτησης γνωρίζουν τα ψυχολογικά μας προβλήματα και το ημερολόγιο γνωρίζει το μέλλον μας, ενώ οι προσωπικές έξυπνες συσκευές παρακολουθούν τις βιολογικές διεργασίες του σώματός μας, π.χ. μετρητής καρδιακών παλμών, μετρητής βημάτων, αρτηριακή πίεση, πρόγραμμα ύπνου κ.λπ. και εμείς με αφοσιωμένη πίστη επιμένουμε να τα κρεμάμε στο λαιμό μας – σαν εκούσιες θηλιές . Όπως ακριβώς στο τέλος του “1984″ του Όργουελ, όπου ο Ουίνστον παραδέχεται ότι «Αγαπούσε τον Μεγάλο Αδελφό». Κι όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, ζούμε στο Matrix. Η πραγματικότητα έχει προ πολλού εξαφανιστεί.

✶Στις 6 Μαρτίου 2007, ο Ζαν Μποντριγιάρ, έφυγε από τη ζωή νικημένος από τη λευχαιμία. Ήταν ένας ρηξικέλευθος σημειολόγος της μεταμοντέρνας παράνοιας, ένας φιλόσοφος των ερειπίων, και ένας ορκισμένος σαρκαστής κάθε ανθρώπινης αυταπάτης. Η σκέψη του μας χάρισε μια πλειάδα θεωρητικών αναλύσεων, που εξερευνούν τις σκοτεινές φαντασιώσεις της σύγχρονης κοινωνίας.

Δείτε επίσης: Κοινωνία του Θεάματος: Πόσο επίκαιρες παραμένουν οι ιδέες του Γκυ Ντεμπόρ  στην εποχή του Άγρυπνου Καπιταλισμού;