Ο Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν είναι ο ιδιοφυής κορεάτης φιλόσοφος και συγγραφέας των βιβλίων “Η κοινωνία της κόπωσης” και “Ψυχοπολιτική”: Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας”. Στο τελευταίο του βιβλίο The Crisis of Narration (Η κρίση της αφήγησης), υποστηρίζει ότι παρά τον «υπερβολικό ντόρο που γίνεται γύρω από τις αφηγήσεις στις μέρες μας, ζούμε σε μια μετα-αφηγηματική εποχή».

Η αφήγηση, όπως υποστηρίζει ο Χαν, βρίσκεται υπό απειλή. Καταναλώνεται και αναδιαμορφώνεται από τον καπιταλισμό και τον νεοφιλελευθερισμό. Τα περιβάλλοντα στα οποία οι αφηγήσεις κάποτε προσέφεραν νόημα, προσανατολισμό και σταθερότητα έχουν πλημμυρίσει με πληροφορίες – μια μορφή επικοινωνίας αποσπασματική και χωρίς αφηγήσεις.

 «Ενώ ο βιομηχανικός καπιταλισμός λειτουργούσε με περιορισμούς και καταστολή, αυτό το νέο καθεστώς πληροφοριών εκμεταλλεύεται την ελευθερία αντί να την καταπιέζει. Η επιτήρηση και η τιμωρία δίνουν τη θέση τους στα κίνητρα και τη βελτιστοποίηση: φανταζόμαστε ότι είμαστε ελεύθεροι, αλλά ολόκληρη η ζωή μας καταγράφεται έτσι ώστε η συμπεριφορά μας να μπορεί να ελεγχθεί ψυχοπολιτικά. Κάτω από το νεοφιλελεύθερο καθεστώς πληροφόρησης, οι μηχανισμοί εξουσίας λειτουργούν όχι επειδή οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν  συνεχή επιτήρηση και έλεγχο, αλλά επειδή νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι. Η νεοφιλελεύθερη ψυχοπολιτική είναι μια έξυπνη πολιτική που επιδιώκει να ευχαριστήσει, να εκπληρώσει, αντί να καταπιέσει. Τουϊτάρεις άρα υπάρχεις· κάνε like και θα σου κάνουν κι εσένα. Εκμυστηρεύσου και την παραμικρή βαρετή λεπτομέρεια και θα σωθείς κι εσύ».

Κοινωνία της Πληροφορίας

Οι πληροφορίες, σύμφωνα με τον Χαν, παρέχουν ερεθίσματα και όχι προσανατολισμό και νόημα. Η τάση της πληροφορίας να αριθμεί, να μετρά και να ορίζει έχει διαπεράσει τόσο το άτομο όσο και την κοινωνία. Η αποστολή της να εξαλείψει την αβεβαιότητα φτάνει μέχρι την υγεία, την εκπαίδευση, τις προτάσεις του Netflix, τα ανθρώπινα δικαιώματα και όχι μόνο. Ο Χαν γράφει ότι αυτές οι πληροφορίες δεν προσφέρουν κατανόηση, αλλά ένα «πυκνό δάσος» μέσα στο οποίο «κινδυνεύουμε να χάσουμε τον εαυτό μας».

Αυτό που προτείνει ο Χαν είναι ότι μέσα στο πυκνό δάσος των πληροφοριών χάνουμε το περιθώριο να δώσουμε χώρο για «προοπτικές μιας νέας τάξης πραγμάτων». Τυφλωνόμαστε απέναντι σε «άλλες μορφές ζωής» και «άλλες προσεγγίσεις και πραγματικότητες».

Αποδίδει την αφηγηματική κρίση στη παντοδύναμη κυριαρχία της πληροφορίας στον κόσμο μας.

Αυτό που ωστόσο βρίσκω ελπιδοφόρο στο συγκεκριμένο βιβλίο, είναι η παθιασμένη άποψή του ότι οφείλουμε να αφηγούμαστε. Ότι η αφήγηση στη γνήσια μορφή της είναι ένα από τα πιο ισχυρά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε, και μπορεί κάλλιστα να είναι ο δρόμος για την επαναμάγευση του «μετα-αφηγηματικού» μας κόσμου.

Αφηγηματικές κοινότητες

Η Κρίση της αφήγησης αποτελεί μια χρήσιμη αντιπαράθεση με το ερώτημα τι είναι ουσιαστικά η “αφήγηση” και σε τι χρησιμεύει στο σύγχρονο κοινωνικό συγκείμενο.

Η αφήγηση είναι ένας τόσο θεμελιώδης τρόπος κατανόησης και οργάνωσης του κόσμου που η σημασία της λέξης φαντάζει σχεδόν διαισθητική. Αλλά η αφήγηση είναι επίσης ένας όρος που μπορεί να επιστρατευτεί στην υπηρεσία των σκοπιμοτήτων των επιχειρήσεων. Κατά καιρούς, βαπτίζεται ως κάτι απολιτικό, που αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην ψυχαγωγία μας, απαλλαγμένο από τις κοινωνικούς και πολιτισμικούς συσχετισμούς.

Επομένως, βομβαρδιζόμαστε ανελλιπώς με αφηγήσεις που προσφέρονται να νοηματοδοτήσουν τον κόσμο. Χρησιμοποιούνται για να συσκευάσουν και να πουλήσουν τα πάντα, από επιχειρηματικά κεφάλαια και brands μόδας, μέχρι μουσικά φεστιβάλ, πλυντήρια ρούχων και κάλτσες. Ταυτόχρονα, η λέξη αφήγηση αφορά και τις πιο δημιουργικές απόπειρες του ανθρώπινου πολιτισμού. Αναφέρεται στις αρχαίες προφορικές παραδόσεις αφήγησης που διατηρούνται στο χρόνο και στο χώρο.

Αυτά τα δύο είδη «αφηγήσεων» δεν είναι όμοια. Ο Χαν υποστηρίζει ότι οι αυθεντικές αφηγήσεις νοηματοδοτούν τον κόσμο σε ένα «στενό δίκτυο σχέσεων», όπου «τίποτα δεν απομονώνεται» και «όλα βγάζουν νόημα».

Η πρόκληση εδώ έγκειται στο ότι οι αφηγήσεις που χρησιμοποιούνται για να «επικυρώσουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων και να επιβάλουν την υποταγή μας» – εκμεταλλευόμενες συνήθως τις ατομικιστικές ιδεολογίες και επικαλούμενες την ιδέα της αυτοέκφρασης – δεν αποτελούν στην πραγματικότητα αφηγήσεις.

Είναι, μάλλον, κάτι που ο ίδιος αποκαλεί “storyselling”, με άλλα λόγια μια καπιταλιστική αφήγηση ιστοριών όπου ουσιαστικά σου «πουλάνε μια ιστορία».

Ο Χαν διατυπώνει μια πολύπλευρη επιχειρηματολογία για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η “αφήγηση” ξεχωρίζει από το “storyselling” . Αλλά αυτό που βρίσκω πιο ενδιαφέρον, είναι η έμφαση που δίνεται στην ικανότητα των αφηγήσεων να δημιουργούν κοινότητες. Οι αφηγηματικές κοινότητες, υποστηρίζει, σχηματίζονται μόνο όταν η αφήγηση «τρέφεται από την εμπειρία» και ο ρόλος του «προσεκτικού ακροατή» είναι εξίσου σημαντικός με εκείνον του αφηγητή.

Οι αφηγηματικές κοινότητες έχουν μια εξοικείωση και συμπάθεια μεταξύ τους, που βασίζεται στην προθυμία να βιώσουν τη διαφορετικότητα. Δίνουν χώρο στην αβεβαιότητα, από την οποία προκύπτουν νέες ιδέες που βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση με τις εμπειρίες του παρελθόντος.

Το storyselling, σε αντίθεση με την αφήγηση, επιχειρεί να εξαλείψει την αβεβαιότητα. Είναι επομένως «ανίκανο να σχεδιάσει ουσιωδώς διαφορετικές μορφές ζωής». Δεν είναι ικανό να επιτελέσει το σπουδαίο έργο της αφήγησης, να φανταστεί δηλαδή το μέλλον.

Στο κεφάλαιό του Η Απομάγευση του κόσμου, ο Χαν βασίζεται στο δοκίμιο της Σούζαν Σόνταγκ At the Same Time. Γράφει ότι «η αφήγηση είναι ένα παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, του ορατού και του αόρατου, της εγγύτητας και της απόστασης». Αυτή η δυνατότητα για αβεβαιότητα είναι που μαγεύει με νόημα τον κόσμο.

Ο Χαν ερμηνεύει το αφηγηματικό πνεύμα μέσα από τα γραπτά του Θίοντορ Αντόρνο, του Ζακ Λακάν και άλλων εμβληματικών εκπροσώπων της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, εστιάζοντας ιδιαίτερα στο έργο του Βάλτερ Μπένγιαμιν.

Βασίζεται στον Μπένγιαμιν όταν προτείνει ότι ο χώρος για αβεβαιότητα και διάλογο στις αφηγηματικές κοινότητες απομακρύνεται από τα ερεθίσματα της πληροφορίας, τα οποία αποκαλεί «το θρόισμα των φύλλων».

Παραθέτοντας τον Μπένγιαμιν, ο Χαν γράφει ότι ένας μαγεμένος κόσμος είναι αυτός στον οποίο έχουμε επενδύσει «την δυνητικότητα να μας κοιτάζει πίσω στα μάτια». Ένας άλλος τρόπος για να το διατυπώσουμε αυτό είναι ότι η αφήγηση δίνει χώρο στον άλλον να εκφράσει κάτι που δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς, χωρίς αυτοσκοπό την κατανάλωση.

Ωστόσο, το παρατηρούμενο σύμπτωμα στο οποίο ο Χαν αποδίδει στην “κοινωνία της πληροφορίας” είναι η διαφάνεια, η οποία καταστρέφει την ένταση των γνήσιων αφηγήσεων. Η αφήγηση λειτουργεί στον δυνητικό χώρο μεταξύ βεβαιότητας και αβεβαιότητας. Αντίθετα, η κοινωνία της πληροφορίας απομαγεύει τον κόσμο, διαλύοντάς τον σε δεδομένα. Όταν ο κόσμος βιώνεται μέσω της πληροφορίας, χάνει την «απόσταση και την ευρύτητα» που απαιτούνται για τη δημιουργική αβεβαιότητα και την αφηγηματική κοινότητα.

“Like”: Το ψηφιακό “αμήν”

Στο βιβλίο του “Infocracy”, o Χαν λέει ότι «η εξουσία αυξάνει την αποτελεσματικότητά της αναθέτοντας την επιτήρηση στον καθένα  μας, ξεχωριστά. Το “like” είναι το ψηφιακό αμήν. Κάθε φορά που πατάμε “like”, δείχνουμε υποταγή στην εξουσία. Το smartphone δεν είναι απλώς ένας αποτελεσματικός μηχανισμός επιτήρησης, αλλά και ένα φορητό εξομολογητήριο. Το Facebook είναι η εκκλησία, η παγκόσμια συναγωγή της ψηφιακής εποχής».

Ο Χαν γράφει ότι «το βλέμμα της πραγματικότητας είναι το βλέμμα με το οποίο ο άλλος μας απευθύνεται». Ενοχοποιεί τα smartphones ως υπαίτια για την απομάγευση του κόσμου, επειδή μας θωρακίζουν από το βλέμμα της πραγματικότητας. Οι οθόνες αφής τους, μας στερούν την ετερότητα του κόσμου, καθιστώντας τον κάτι που δεν μπορεί να μας κοιτάξει πίσω στα μάτια.

Αντ’ αυτού, ο κόσμος των αντικειμένων γίνεται καταναλώσιμος- γίνεται πληροφορία.

Κοινωνία της Πληροφορίας
O Χαν ενοχοποιεί τα smartphones ως υπαίτια για την απομάγευση του κόσμου, επειδή μας θωρακίζουν από το βλέμμα της πραγματικότητας.

Το δάσος και τα δέντρα

Υπάρχουν ορισμένες πτυχές του επιχειρήματος του Χαν που απαιτούν περαιτέρω εξέταση. Η μία είναι η επίμονη έκκλησή του στο “εμείς” και το “μας” της κοινωνίας.

Για τον Χαν, η φιγούρα του “phono sapiens” – οι άνθρωποι που είναι συγχωνευμένοι με τα κινητά τους τηλέφωνα – είναι ενδεικτική της “κοινωνίας της πληροφορίας”. Αλλά για μένα αυτό υπεραπλουστεύει τη σχέση μεταξύ της αφήγησης, του storyselling, του περιβάλλοντος και της τεχνολογίας. Ο Χαν φαίνεται να περιγράφει όλους όσους κρατούν ένα smartphone, αλλά όχι στο παγκόσμιο δίκτυο εξορύξεων, εργοστασίων, ανταλλαγών, εκμετάλλευσης και εξόρυξης που καθιστά δυνατή την ύπαρξη αυτού του αντικειμένου.

Στην αλλοτριωμένη κοινωνία που περιγράφει ο Χαν, δεν μπορεί να υπάρξει “εμείς” χωρίς να αντιμετωπιστεί η εξουσία. Είναι απαραίτητο να εξετάσουμε ποιοι είναι οι διαχειριστές  του δάσους της πληροφορίας και ποιοι είναι οι παγιδευμένοι σε αυτό. Η ενασχόληση του Χαν με την ευρωπαϊκή φιλοσοφία του 20ού αιώνα είναι στοχαστική και δημιουργική, αλλά διαπίστωσα την απουσία queer και αυτοχθόνων συγγραφέων που έχουν πρόσφατα ορισμένα καταπιαστεί με τα ζητήματα που θέτει.

Για παράδειγμα, θεωρώ ότι κάθε έργο που επιδιώκει να αντιμετωπίσει τις κληρονομιές των αφηγηματικών κοινοτήτων και το ζήτημα της προστασίας τους, απαιτεί την αναγνώριση των πρακτικών της μεταβίβασης της γνώσης ανάμεσα στους αυτόχθονες.

Πολλές αυτόχθονες αφηγηματικές κοινότητες για παράδειγμα, αλληλεπιδρούν με την “κοινωνία της πληροφορίας” με σκοπό να διατηρήσουν και να συντηρήσουν το είδος του διαλόγου μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.

Επαναμάγευση

Το πρόβλημα της αφηγηματικής αποστέρησης υπαρκτό. Εκφράζεται σε συζητήσεις με σχεδόν κάθε άτομο που γνωρίζω. Ωστόσο, δεν είμαι πεπεισμένη ότι είμαστε τόσο “μετα-αφηγηματικοί”, όπως ισχυρίζεται ο Χαν στην αρχή του βιβλίου.

Μέρος της χαράς της ανάγνωσης του έργου του Χαν, ωστόσο, είναι ότι συνήθως τελειώνει τα επιχειρήματά του με έννοιες που επιτρέπουν αντι-αφηγήσεις, ακόμη και αν δεν περιγράφει ρητά πώς θα πρέπει να μοιάζουν αυτές οι αντι-αφηγήσεις.

Η Κρίση της αφήγησης αποδέχεται την πραγματικότητα κοιτάζοντας την πίσω στα μάτια. Επιζητεί το «παρατεταμένο βλέμμα» των αναγνωστών του. Αφού διάβασα το βιβλίο του Χαν, συλλογίστηκα το ερώτημα πώς το βλέμμα της πραγματικότητας θα μπορούσε να επαναμεγευτεί – όχι μέσω της απουσίας της οθόνης, αλλά αψηφώντας την.

Στην Κρίση της αφήγησης, ο Χαν λέει στους αναγνώστες του ότι η μεγαλύτερη απειλή για την καπιταλιστική αφήγηση ιστοριών είναι ο σχηματισμός γνήσιων αφηγηματικών κοινοτήτων. Θα προσέθετα ότι ο σχηματισμός αυτών των αντιστασιακών αφηγηματικών κοινοτήτων είναι πλουραλιστικός. Σχηματίζονται με τρόπο οργανικό τόσο στο διαδίκτυο, όσο και σε διάφορους υλικούς χώρους.

Οι σύγχρονες κοινότητες αφηγήσεων εξακολουθούν να μιλούν και να ακούν, ακόμη και με το smartphone στο χέρι.

Δείτε επίσης: Κοινωνία της κόπωσης: Γιατί η σύγχρονη εποχή εξελίσσεται σε μια κατάσταση γενικής εξάντλησης;